Πολιτική οργάνωση ΚΟΚΚΙΝΟ: απόφαση 5oυ Συνεδρίου

Πολιτική απόφαση 5oυ Συνεδρίου – 18/19 Φλεβάρη 2012

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ

1. Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι από τις μεγαλύτερες της ιστορίας του. Δεν συγκρίνεται καν με προηγούμενες περιπτώσεις χρεοκοπίας (επί Τρικούπη ή το Μεσοπόλεμο) ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής της, γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση λειτουργούσαν τα εργαλεία του εθνικού προστατευτισμού (εθνικό νόμισμα, δασμοί κ.λπ.), ενώ στην πρώτη περίπτωση ο παγκόσμιος καπιταλισμός ήταν σε φάση ανάπτυξης και όχι κρίσης. Και παρ’ όλα αυτά, στην πρώτη περίπτωση η κρίση ήταν μακρόχρονη, συνοδεύτηκε άμεσα από έναν χαμένο πόλεμο με την Τουρκία (1897), οδήγησε στις νικηφόρες «εθνικές» πολεμικές εξορμήσεις των Βαλκανικών πολέμων και κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή. Στη δεύτερη περίπτωση, η οδός διαφυγής ήταν ο πολιτικός βοναπαρτισμός της κυβέρνησης Τσαλδάρη και στη συνέχεια η δικτατορία Μεταξά, σε συνδυασμό με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση με βάση τον εθνικό προστατευτισμό (εθνικό νόμισμα, δασμοί κ.λπ.). Όλα αυτά αναφέρονται όχι για να επισημανθούν οι όποιες αναλογίες με την τωρινή κρίση, αλλά για να έχουμε ένα μέτρο της ιστορικής κλίμακας της κρίσης, της διάρκειάς της, των συνεπειών της και των όρων ταξικής αντιπαράθεσης που εγκαθιστά.

2. Στην περίπτωση της τωρινής κρίσης, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πολύ περισσότερο εγκλωβισμένος στους καταναγκασμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, δεν έχει εθνικό νόμισμα αλλά συμμετέχει σε κοινό νόμισμα που είναι πολλαπλασιαστής των συνεπειών της κρίσης, η δε μετάβαση στο εθνικό νόμισμα θα βαθύνει περισσότερο την κρίση, ενώ, τέλος, ο προστατευτισμός κάθε είδους έχει καταστραφεί όχι μόνο από τη συμμετοχή στο ευρώ αλλά και λόγω της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης (προκειμένου για τις αγορές κεφαλαίων). Το γεγονός ότι σε λιγότερο από δύο χρόνια η κρίση και ο τρόπος διαχείρισής της έχει προκαλέσει τέτοια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, το γεγονός ότι παρά την ευρωπαϊκή και διεθνή χρηματοδοτική στήριξη η χρεοκοπία δεν αποφεύχθηκε, το γεγονός ότι η πλέον αισιόδοξη (αν και πλήρως ανεδαφική) πρόγνωση είναι ότι το 2020 και εφόσον «πάνε όλα καλά» (!) το ελληνικό κρατικό χρέος θα είναι 120% του ΑΕΠ, όσο ακριβώς το Μάιο του 2010 που υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο, μαρτυρούν ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι ιστορικών διαστάσεων, υπαρξιακή και μακροχρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπλοκή, μεσο-μακροπρόθεσμα, σε περιφερειακές πολεμικές εξορμήσεις είναι μια ισχυρή πιθανότητα. Η ανοιχτή επιλογή περιφερειακών συμμαχιών με την Κύπρο και το Ισραήλ ενάντια στην Τουρκία, την Παλαιστίνη και τους Άραβες θέτει σαφώς υποθήκες για τέτοιου τύπου εξελίξεις.

3. Το ξέσπασμα της κρίσης και η ταχύτατη κλιμάκωσή της ως τη χρεοκοπία, αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα για την ελληνική αστική τάξη και τον ηγετικό της ρόλο στο έθνος. Η αποκάλυψη του μεγάλου φαγοποτιού και της μεγάλης κερδοσκοπίας στα δημόσια έσοδα, τις δημόσιες δαπάνες και τελικά το έλλειμμα και το χρέος, η αποκάλυψη της εκτεταμένης διαπλοκής και της διαφθοράς, η αποκάλυψη της διαχειριστικής ανικανότητας του πολιτικού της προσωπικού πριν αλλά κυρίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η προκλητική ταύτιση με τους διεθνείς της συμμάχους και «προστάτες» ενάντια στον «εχθρό λαό», ο σε πολλές περιπτώσεις υπερβάλλων ζήλος σε σχέση με την τρόικα στη λήψη αντιλαϊκών μέτρων, η μη αποφυγή της χρεοκοπίας παρά την εκατόμβη θυσιών, η τεράστιας έκτασης κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών και τομέων της οικονομίας, ο θανάσιμος εγκλωβισμός στο ευρώ και η διαρκής επίκληση ακόμη χειρότερων ημερών, κυρίως όμως ο μακρόχρονος και «ανοιχτός» σε ανεξέλεγκτες εξελίξεις χαρακτήρας της κρίσης δημιουργούν ταχύτατα τους όρους για την υπόσκαψη της ηγεμονίας της αστικής τάξης στο έθνος. Αυτή η υπόσκαψη της ηγεμονίας μπορεί, σε συνθήκες πιθανής ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, οικονομικής κατάρρευσης ή «έξωσης» από το ευρώ, να μετασχηματιστεί ταχύτατα σε εθνική – επαναστατική κρίση.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η ηγεμονία της αστικής τάξης στο έθνος έχει μπει σε ιστορική δοκιμασία, ανοίγοντας το ζήτημα της πάλης των τάξεων για την ηγεμονία και κυριαρχία στο έθνος. Αντίθετα, είναι εντελώς λαθεμένη και αποπροσανατολιστική η άποψη περί «ξένης κατοχής», που καταλήγει αναπόφευκτα στην πατριωτική συνεργασία των τάξεων. Από τη μια, το έθνος όχι σαν ιδεολογία αλλά σαν πραγματικότητα είναι η αντιφατική ενότητα ανταγωνιστικών τάξεων, με συγκολλητική ύλη το καπιταλιστικό κράτος (που επιβάλλει υλικά αυτή την «ενότητα» διασφαλίζοντας την ηγεσία της καπιταλιστικής τάξης στο έθνος). Όταν λοιπόν μια ιστορικών διαστάσεων δομική κρίση όπως η σημερινή διαταράσσει σοβαρά αυτή την ενότητα, τότε εμφανίζονται στην ιστορική σκηνή σε πλήρη ανταγωνισμό οι δύο «πατρίδες»: η πατρίδα των καπιταλιστών και η πατρίδα των εργατών. Και η διακύβευση είναι είτε η επανασταθεροποίηση της ηγεμονίας της αστικής τάξης πάνω στο έθνος είτε η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους, «η οργάνωσή της σε έθνος» σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τη θανάσιμη πάλη των δύο «πατρίδων» για το ποια θα επικρατήσει πάνω στην άλλη και θα κερδίσει την ηγεμονία στο έθνος, και να μην υποβαθμίζουμε τη σημασία της σε ιδεολογικό επιφαινόμενο. Από την άλλη, η διατάραξη της αστικής ηγεμονίας στο έθνος δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε «πατριώτες» ειδάλλως να αδιαφορήσουμε για το ζήτημα: σημαίνει να οδηγήσουμε την ταξική πάλη, το θανάσιμο ανταγωνισμό των δύο βασικών τάξεων του έθνους και των συμμάχων τους, μέχρι την τελική επικράτηση της εργατικής τάξης.

4. Σε λιγότερο από δύο χρόνια από το πρώτο μνημόνιο, το πλαίσιο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης που είχε εγκαθιδρυθεί στη διάρκεια του εικοστού αιώνα και ιδιαίτερα στις δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σαρώθηκε από τις έκτακτες νομοθεσίες της κυβέρνησης. Ούτε συλλογικές συμβάσεις ούτε κοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα ούτε διαιτησία – και μετά απ’ όλα αυτά ποιο το νόημα να υπάρχουν και τα συνδικάτα ακόμη; Το σύστημα μας λέει ορθά κοφτά ότι έχουν αλλάξει όλα: το αντικείμενο και οι διακυβεύσεις της ταξικής πάλης, το πλαίσιο και οι μέθοδοι της αντιπαράθεσης, όλα! Πλέον, στη θέση της κοινωνικής διαπραγμάτευσης έχουμε τον αγώνα για την εξουσία, την πάλη ζωής και θανάτου μεταξύ των δύο ταξικών στρατοπέδων για επικράτηση ή συντριβή.
5. Το κράτος «έκτακτης ανάγκης» δεν αφορά μόνο τη νέα πραγματικότητα στο επίπεδο της καταστολής, τον κατασταλτικό βραχίονα του κράτους, αλλά το κράτος «συνολικά»:
α. Την «κοινοβουλευτική δικτατορία»: έχω μια πλειοψηφία στη Βουλή και χωρίς να μ’ ενδιαφέρει αν αυτή η πλειοψηφία νομιμοποιείται (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), περνάω ό,τι θέλω, καταργώ με διαδικασίες fast track όλο το σύστημα της εργατικής προστασίας του εικοστού αιώνα σε μια νύχτα. Κι αν χρειαστεί να παραβιαστεί το Σύνταγμα, να γίνει διασταλτική ερμηνεία των νόμων, να ανατεθούν υπερεξουσίες στον υπουργό Οικονομικών κ.λπ., να αναλάβει πρωθυπουργός ένας τραπεζίτης που τον προτείνει ο πρωθυπουργός που παραιτήθηκε, κανένα πρόβλημα. Αν αύριο χρειαστεί να γίνουν πιο εξόφθαλμες εκτροπές από τη «νομιμότητα» της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας, νέες «αποστασίες», να βάλουμε σε «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» κι άλλους τραπεζίτες, το γιο του Μαρκεζίνη κ.λπ. και να δώσουμε υπερεξουσίες σε τεχνοκράτες υπουργούς, αν ακόμη χρειαστεί να ανασταλεί «προσωρινά» η ισχύς άρθρων του Συντάγματος ή και να επιβληθεί ένας κοινοβουλευτικός βοναπαρτισμός ακόμη πιο ανοιχτός απ’ αυτόν που έφερε την κυβέρνηση Παπαδήμου, κανένα πρόβλημα: το σύστημα, ο ελληνικός καπιταλισμός, βρίσκεται εν κινδύνω, και θα είναι αδίστακτο στις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσει για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του και να βγει από την κρίση.
β. Την καταστολή «νέου τύπου»: Δεν πρόκειται για απλή όξυνση των κατασταλτικών πρακτικών του κράτους ούτε για απλή μετατόπιση στο διάνυσμα συναίνεση – καταστολή, αλλά για μια ποιοτικά νέα πραγματικότητα: όταν το σύστημα ανεβάζει τον πήχη και λέει ότι όλες οι έως χθες αποδεκτές μέθοδοι κοινωνικής διαπραγμάτευσης (μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις, απεργίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, πολιτικά και κοινοβουλευτικά διαβήματα και καταγγελίες, αντιδράσεις συνταγματολόγων και διανοουμένων κ.λπ.) αχρηστεύονται, ξέρει πολύ καλά ότι εγκαθιστά ένα «μηχανισμό» που υποβάλλει την «ιδέα» της εξέγερσης: χρειάζεται μια εξέγερση ή επανάσταση για να τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά, λέει πια ο «απλός κόσμος». Το σύστημα ξέρει ότι η φτώχεια και η ανεργία, κυρίως όμως η κοινοβουλευτική απολυταρχία, εγκαθιστούν τον κίνδυνο της εξέγερσης, και οι κατασταλτικοί του βραχίονες προετοιμάζονται γι’ αυτό. Πώς; Με εκτεταμένη προληπτική καταστολή, με την έμμεση απαγόρευση των διαδηλώσεων και τη μετατροπή τους σε «πολεμικές αναμετρήσεις», με τον πρωτοφανή χημικό πόλεμο, με τακτικές μάχης στο δρόμο που έχουν ανά πάσα στιγμή το ρίσκο νεκρού ή νεκρών, με ενέργειες που στέλνουν μηνύματα ότι κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο κ.λπ.
γ. Την ιδεολογική και θεσμική τρομοκρατία: Δεν μιλάμε πια για την «ενιαία σκέψη» του νεοφιλελευθερισμού, αλλά για τη συστράτευση των ΜΜΕ και όλων των καθεστωτικών δυνάμεων σε μια εμφυλιοπολεμική τακτική ιδεολογικής τρομοκρατίας, με διάφορους κήρυκες και «εισαγγελείς» της καθεστωτικής νομιμότητας να ταυτίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια με τη «σωτηρία της πατρίδος», να προστατεύουν το μονοπώλιο της κρατικής βίας και να στοχοποιούν ιδέες και κοινωνικές πρακτικές αντίστασης καθώς και τους φορείς τους.

6. Οι παλιές κοινωνικές συμμαχίες του νεοφιλελευθερισμού αποσαθρώνονται, γεγονός που παράγει αποτελέσματα και στο πολιτικό επίπεδο (το σύστημα πολιτικών εκπροσωπήσεων), όμως το κράτος προσπαθεί να τις ανασυγκροτήσει με τη μεθοδολογία που αντιστοιχεί στην κρίση και τον ταξικό εμφύλιο: με αυτούς που είναι με «το νόμο και την τάξη», με αυτούς που ποντάρουν ότι το καπιταλιστικό κράτος θα είναι εν τέλει ο νικητής, με αυτούς που ήδη επωφελούνται ή αναμένουν να επωφεληθούν παντοιοτρόπως από τη νίκη του κεφαλαίου πάνω στην εργασία. Σε αυτές τις συνθήκες, η αναδόμηση των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου θα γίνει με «εγγυητή» το κράτος «έκτακτης ανάγκης» και όχι κυρίως μέσα από τις παραδοσιακές εκπροσωπήσεις του κομματικού συστήματος πολιτικής εκπροσώπησης. Είναι κλασική περίπτωση συνθηκών όπου το πραγματικό κόμμα του κεφαλαίου είναι το κράτος, όχι πλέον «σε τελική ανάλυση» αλλά σε πρώτο πλάνο. Κατ’ αντιστοιχία, όποιος (η Αριστερά, που μας αφορά) θέλει να κερδίσει διευρυμένες πολιτικές εκπροσωπήσεις, πρέπει να ξέρει ότι θα το πετύχει μόνο αν καταγραφεί σαν εν δυνάμει ανταγωνιστικός πόλος εξουσίας και δείξει την ανάλογη αποφασιστικότητα και πειστικότητα σε όλα τα επίπεδα: της πολιτικής πρότασης, της στρατηγικής, της ικανότητας συγκρότησης του κινήματος σαν σχηματισμού μάχης για την εξουσία, της ικανότητας να δίνει τη «μάχη του δρόμου». Αν δηλαδή πείσει ότι είναι πολιτική πρωτοπορία που δημιουργεί τους όρους μιας εν δυνάμει ανταγωνιστικής εξουσίας.
7. Αδύναμος κρίκος του κράτους «έκτακτης ανάγκης» είναι το σύστημα διακυβέρνησης και οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν την κρίση. Το «κράτος έκτακτης ανάγκης» ούτε μπορεί ούτε θέλει σε αυτή τη φάση να υποκαταστήσει ευθέως την κυβέρνηση ή να παρακάμψει το πολιτικό σύστημα σαν σύστημα πολιτικών εκπροσωπήσεων, «απλώς» θέλει να περιορίσει δραστικά την αυτονομία του και κυρίως να το μετατρέψει σε εξάρτημα της ανασυγκρότησης των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου με «εγγυητή» το κράτος. Αυτό το εγχείρημα αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, καθώς το πολιτικό σύστημα και τα κόμματά του κεφαλαίου φθείρονται ταχύτατα. Ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, αλλά και το ΛΑΟΣ, υφίστανται σοβαρές απώλειες στην επιρροή και την εμβέλειά τους, ενώ η ΝΔ αδυνατεί να αναδειχθεί σε στιβαρό πολιτικό πυλώνα του συστήματος.
Ήδη η διαχείριση της κρίσης «κατάπιε» μια κυβέρνηση (του Γ. Παπανδρέου), καταβαραθρώνει ένα κόμμα (το ΠΑΣΟΚ) και καθηλώνει την ακροδεξιά εφεδρεία του συστήματος (ΛΑΟΣ). Η κυβέρνηση Παπαδήμου κατάφερε να εξασφαλίσει μια «ανάσα» και ετοιμάζεται να βγάλει τη βρόμικη δουλειά της «χρεοκοπίας εντός ευρώ», αλλά ο επερχόμενος μέχρι το Μάρτιο σεισμός θα επαναφέρει με μεγαλύτερη οξύτητα την πολιτική κρίση, με σημείο αιχμής τον «αδύναμο κρίκο» της κυβερνητικής διαχείρισης της κρίσης. Αυτός είναι ο λόγος που η πίεση πάνω σ’ αυτόν τον «αδύναμο κρίκο» ώστε να σπάσει είναι σημαντικό στοιχείο μιας στρατηγικής πολιτικής αντεπίθεσης και ανατροπής.
8. Στο έργο του με τίτλο «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς» (1916) ο Λένιν έδωσε τον εξής ορισμό της επαναστατικής κατάστασης: «Ποια είναι τα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε λάθος αν υπάρχουν αυτά τα τρία βασικά συμπτώματα: 1)όταν είναι αδύνατον η κυρίαρχη τάξη να διατηρήσει την εξουσία χωρίς κάποια αλλαγή: όταν υπάρχει κρίση, με κάθε μορφή, στις ανώτερες τάξεις, μια κρίση στις πολιτικές της άρχουσας τάξης, που οδηγεί σε ρήγματα από όπου η απογοήτευση των καταπιεσμένων τάξεων ξεσπά. Για να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση, δεν είναι αρκετό οι κατώτερες τάξεις να ‘‘μην θέλουν να ζουν όπως πριν’’, είναι επίσης αναγκαίο οι ανώτερες τάξεις να ‘‘μη μπορούν να κυβερνήσουν με τον παλιό τρόπο’’, 2) όταν τα βάσανα και η αγανάκτηση των μαζών έχουν αυξηθεί ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο, 3) όταν, σαν αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω, υπάρχει μια όλο και αυξανόμενη κινητικότητα στις μάζες, οι οποίες κατά τις ειρηνικές περιόδους αφήνουν αβίαστα τους καπιταλιστές να τους κλέβουν, αλλά σε ταραχώδεις εποχές, επηρεασμένοι από όλα τα στοιχεία της κρίσης και από τις ανώτερες τάξεις, οδηγούνται σε μια αυτόνομη ανεξάρτητη ιστορική κίνηση (…) Το σύνολο όλων αυτών των επαναστατικών αντικειμενικών αλλαγών ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Μια τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στην Ρωσία και σε όλες τις επαναστατικές περιόδους της Δύσης».
Στο «Μανιφέστο για την 4η Διεθνή και για τον Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο» το 1940, ο Τρότσκι γράφει: «Οι βασικοί παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης έχουν αποκρυσταλλωθεί από την ιστορική εμπειρία και αποσαφηνιστεί θεωρητικά: α. Το αδιέξοδο της αστικής τάξης που έχει ως αποτέλεσμα τη σύγχυση της κυρίαρχης τάξης, β. Η έντονη δυσαρέσκεια και η μετατόπιση προς αποφασιστικές αλλαγές των μικροαστών, χωρίς τη στήριξη των οποίων οι αστοί δεν μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, γ. Η επίγνωση από το προλεταριάτο της ανυπόφορης κατάστασής του και η ετοιμότητά του για επαναστατική δράση, δ. Ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα και μια σταθερή ηγεσία της προλεταριακής πρωτοπορίας. Αυτοί είναι οι τέσσερις παράγοντες για την νίκη της προλεταριακής επανάστασης».

9. Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, στο πλαίσιο της γενικότερης καπιταλιστικής κρίσης, μας έχει ήδη εισαγάγει σε μια επαναστατική εποχή, σε εποχή πολέμων και επαναστάσεων. Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής συγκυρίας, έχουμε εισέλθει στην Ελλάδα-προωθημένο θέατρο της κρίσης σε προεπαναστατική περίοδο. Προεπαναστατική περίοδος σημαίνει ότι επήλθε πλήρης αλλαγή του αντικειμένου και του πλαισίου της ταξικής πάλης, ότι η ηγεμονία της αστικής τάξης στο έθνος ραγίζει, ότι άνοιξε η αυλαία του αγώνα για την εξουσία, ότι γι’ αυτούς τους λόγους το κράτος της «ψευδο-συναίνεσης του φόβου» (της περιόδου του νεοφιλελευθερισμού πριν την κρίση) το διαδέχτηκε ήδη το κράτος «έκτακτης ανάγκης», ότι όλα αυτά διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις ώστε «οι από πάνω να μη μπορούν να κυβερνούν όπως πριν και οι από κάτω να μη θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν». Η εκτίμηση ότι είμαστε σε προεπαναστατική περίοδο δεν εμπεριέχει μια εκτίμηση για το συσχετισμό δύναμης στην πάλη που διεξάγεται, αλλά ακριβώς σημαίνει ότι η έκβαση αυτής της πάλης είναι ανοιχτή. Προεπαναστατική είναι η περίοδος επειδή η πάλη για την εξουσία θα λήξει με το θρίαμβο είτε της επανάστασης είτε της αντεπανάστασης, και αυτό δεν έχει ακόμη κριθεί. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε στην περίοδο που κάθε ταξικό στρατόπεδο προσπαθεί να συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις ώστε να επικρατήσει σε μια μάχη ζωής και θανάτου.

Αυτή η εκτίμηση της περιόδου βάζει το μέτρο των πολιτικών καθηκόντων για το κίνημα, την Αριστερά, αλλά πάνω απ’ όλα για την επαναστατική αριστερά και συγκεκριμένα για το ΚΟΚΚΙΝΟ: πρέπει να γίνουμε αξιόμαχοι στον αγώνα για την εξουσία, πρέπει να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να νικήσουμε σε αυτόν τον αγώνα, πρέπει να διαμορφώσουμε τους όρους ώστε να νικήσει η επανάσταση και όχι η αντεπανάσταση! Αυτό είναι το διακύβευμα και το αντικείμενο της μάχης, αυτό διαμορφώνει και το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να εντάξουμε τα πολιτικά μας καθήκοντα!
Για να μπορέσει να «γυρίσει» η προεπαναστατική περίοδος σε επαναστατική, θα πρέπει το δικό μας ταξικό στρατόπεδο να συγκεντρώσει τους υποκειμενικούς όρους για τη νίκη, να νικήσει στη μάχη συγκέντρωσης των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Η προεπαναστατική περίοδος ορίζεται από τα αντικειμενικά δεδομένα της αντιπαράθεσης, τα υποκειμενικά δεδομένα απαιτούνται για τη μετατροπή της σε επαναστατική. Η προεπαναστατική είναι η περίοδος που «είναι τόσο επαναστατική όσο της επιτρέπει η μη επαναστατική φύση των κομμάτων της εργατικής τάξης» (Τρότσκι) και ταυτόχρονα δεν έχει μετασχηματιστεί σε περίοδο αντίδρασης ή αντεπανάστασης γιατί ο αγώνας δεν έχει ακόμη κριθεί.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

1. Το κίνημα αντίστασης στις πολιτικές του μνημονίου πέρασε, σε αντιστοιχία με τις τρεις φάσεις του μνημονιακού προγράμματος και της διαχείρισης του κρίσης, από τρεις φάσεις και ανάλογους μετασχηματισμούς.
Πρώτη φάση, από την άνοιξη του 2010 μέχρι την άνοιξη του 2011: Στη φάση αυτή, άξονας των κινητοποιήσεων ήταν οι πανεργατικές απεργίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Το εργατικό κίνημα, με την γραφειοκρατική ηγεσία από τη μια και την πίεση της εργατικής βάσης από την άλλη, χρησιμοποίησε στην πρώτη αυτή φάση τις μεθόδους και τα όπλα της προηγούμενης περιόδου, της περιόδου της κοινωνικής διαπραγμάτευσης: αντίσταση με συνδικαλιστικά μέσα για τη διατήρηση των κεκτημένων. Την 5η Μάη του 2010 στα παλιά όπλα προστέθηκε η εκρηκτική «γόμωση» των πρώιμων εξεγερτικών διαθέσεων, αλλά αυτό δεν άρκεσε -βοηθούσης και της ιστορίας των 3 νεκρών της Μαρφίν- για να αλλάξει η γενική εικόνα. Ήδη από το φθινόπωρο του 2010, το αδιέξοδο άρχισε να διακρίνεται καθαρά, παρόλο που οι πανεργατικές απεργίες ήταν μαζικές: Η κυβέρνηση του μνημονίου και το κράτος έκτακτης ανάγκης, που είχε αρχίσει σταδιακά να οικοδομείται, ήταν απρόσβλητα από τα παλιά συνδικαλιστικά όπλα μάχης.

Μεγάλη ευθύνη για την καθήλωση στα παλιά μέσα, που δημιούργησε μέσα σε λίγους μήνες μια αίσθηση αδιεξόδου, φέρνει η Αριστερά. H οποία φυγομάχησε ιδεολογικά, πολιτικά και προγραμματικά, λειτούργησε σαν επικοινωνιακή αντιπολίτευση στο μνημόνιο και ομάδα πίεσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ ώστε να βγάζει πανεργατικές απεργίες, χωρίς να μπορεί να τις εντάξει σε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο μετωπικής αντιπαράθεσης. Στην πρώτη αυτή φάση, το βαρύ πυροβολικό της ιδεολογικής και πολιτικής επίθεσης της αστικής τάξης ήταν το δίλημμα «μνημόνιο ή χρεοκοπία», στο οποίο η καπιταλιστική απάντηση ήταν «ελαφρύς ακρωτηριασμός για να αποφύγουμε τα χειρότερα». Πάνω σ’ αυτό το θεμελιώδες δίλημμα, δηλαδή στην απάντηση στο ζήτημα του χρέους, δόθηκε η μάχη της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας. Στο θεμελιώδες ζήτημα οι βασικές δυνάμεις της Αριστεράς (το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ και άρα και ο ΣΥΡΙΖΑ), με διαφορετικό τρόπο καθεμιά. Στις επίμονες ερωτήσεις των ιδεολόγων του συστήματος «πού θα βρεθούν τα τόσα δισ. ευρώ για να πληρωθεί το τάδε ομόλογο που λήγει τώρα», η Αριστερά δεν είχε απάντηση. Υιοθετώντας μια γραμμή «αντίστασης για την υπεράσπιση των κεκτημένων», λειτουργώντας σαν ομάδα πίεσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και όχι σαν πολιτική πρωτοπορία του αγώνα. Η στάση πληρωμών για τη διαγραφή του χρέους (και η άμεσα συνεπαγόμενη για εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο) ήταν η βασική πολιτική αιχμή με την οποία έπρεπε -και μόνο με αυτή τη θέση μπορούσε- να δοθεί ο αγώνας για την ηγεμονία, αλλά και να εκπονηθεί ένα σχέδιο μετωπικής πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση του μνημονίου και την τρόικα. Παράλληλα, η Αριστερά έδειξε να μην αντιλαμβάνεται ότι το πλαίσιο της ταξικής πάλης αλλάζει δραματικά, ότι ο αγώνας είναι πλέον κατεξοχήν πολιτικός.
Οι αδυναμίες αυτές της Αριστεράς στην ουσία άφησαν σε μεγάλο βαθμό ακάλυπτο και χωρίς στιβαρή πολιτική ηγεσία το εργατικό κίνημα, να δώσει τη μάχη όπως ήξερε (με τα παλιά μέσα) και όπως μπορούσε. Επίσης άφησαν έκθετο στους εκβιασμούς της τρόικας και της κυβέρνησης Ότι οι κινητοποιήσεις της περιόδου ήταν πολύ μαζικές, οφειλόταν όχι μόνο στην οργή που προκαλούσαν τα μέτρα του μνημονίου αλλά και στην ενστικτώδη αίσθηση του κόσμου ότι αν οι αγώνες δεν ήταν μαζικοί, δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα.

Δεύτερη φάση του αγώνα, από την άνοιξη του 2011 μέχρι το φθινόπωρο του 2011: Με τις διαρκείς αποκλίσεις από τους στόχους του μνημονιακού προγράμματος και τα ανά τρίμηνο, με κάθε νέα δόση του δανείου, νέα πακέτα μέτρων η θεωρία ότι αν δεχτούμε «λίγες» θυσίες θα αποφευχθούν τα χειρότερα κατέρρευσε. Αυτό άλλαξε αντικειμενικά τους όρους της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης: Η κυβέρνηση είτε έπρεπε να παραδεχτεί αδυναμία να υλοποιήσει το πρόγραμμα είτε ότι το πρόγραμμα είναι ανεδαφικό. Από την άλλη, το περιεχόμενο του εκβιασμού προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα άλλαξε αναγκαστικά: Τώρα έπρεπε να δεχτούν βαρύ («κι όχι «ελαφρύ») ακρωτηριασμό «για να αποφευχθούν τα χειρότερα». Στο μεταξύ, οι νέες θυσίες ενεργοποιούσαν μια διαδικασία μαζικής προλεταριοποίησης όχι μόνο μικροαστικοποιημένων εργατικών στρωμάτων αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων και τμημάτων της μεσαίας τάξης. Το γεγονός αυτό κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες κάποιων κοινωνικών στρωμάτων ότι τα ίδια δεν θα θιγούν, ή δεν θα θιγούν σοβαρά, από την κρίση και το μνημόνιο. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι τα πακέτα μέτρων και η διαδικασία προλεταριοποίησης δεν έχουν τέλος ούτε όρια.
Ταυτόχρονα, έγινε φανερό ύστερα από πολλούς μήνες αντιμνημονιακού αγώνα ότι ο συνδικαλιστικός αγώνας με τις επαναλαμβανόμενες πανεργατικές απεργίες και με τη «μέθοδο» της κοινωνικής διαπραγμάτευσης δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, απλούστατα διότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν διαπραγματευόταν το παραμικρό αλλά και κατέστρεφε συστηματικά με τις νομοθετικές παρεμβάσεις της όλο το θεσμικό υπόβαθρο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Στο μεταβατικό διάστημα προς τη νέα φάση του κινήματος, η πολιτική και αγωνιστική εμπειρία της εξέγερσης των κατοίκων της Κερατέας ήταν καταλυτική, παρά τον κατ’ αρχάς τοπικό της χαρακτήρα. Στην Κερατέα αποκαλύφθηκε στα μάτια όλων των αγωνιστών του κινήματος η διπλή αλήθεια: Αφενός ότι αντί για κοινωνική διαπραγμάτευση έχουμε κράτος «έκτακτης ανάγκης» και αφετέρου ότι για να ανατρέψουμε τις πολιτικές του, πρέπει «να κάνουμε εξέγερση».
Μόλις έγινε φανερό ότι η κυβέρνηση και η τρόικα προσανατολίζονταν στην αναστήλωση του μνημονίου μέσω μιας συνολικής επιτάχυνσης των μνημονιακών πολιτικών, μόλις αυτός ο προσανατολισμός έφερε το Μεσοπρόθεσμο, μόλις έγινε φανερό ότι το Μεσοπρόθεσμο απειλεί με λεηλασία (και όχι με μικρές και ανεκτές απώλειες) τα μικροαστικά στρώματα και τη μεσαία τάξη, η συνείδηση ότι τα παλιά μέσα του συνδικαλιστικού αγώνα και της κοινωνικής διαπραγμάτευσης δεν αρκούν καταστάλαξε και πρόβαλε πηγαία η ανάγκη για μετωπική – πολιτική αντιπαράθεση με το σύστημα και την κυβέρνησή του.
Μέσα από αυτή τη διαλεκτική γεννήθηκε το «κίνημα των αγανακτισμένων». Οι «πλατείες» ήταν το «δάνειο» που έκανε το κίνημα από την Ταχρίρ και τη Μαδρίτη. Ιδιαίτερα η Ταχρίρ, δηλαδή η εμβληματική πλατεία των αραβικών εξεγέρσεων, προσέφερε πολλά στο να νοηματοδοτηθούν οι εξεγερτικές διαθέσεις που άρχισαν να φουντώνουν και στο ελληνικό κίνημα.
Το «κίνημα των αγανακτισμένων» ήταν ο πρώτος μεγάλος μετασχηματισμός του κινήματος, με τα εξής χαρακτηριστικά:
α. Πέρασμα από το συνδικαλιστικό αγώνα κοινωνικής διαπραγμάτευσης στον πολιτικό αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης και των πολιτικών της: Πλέον ο στόχος ήταν «Να φύγουν», «Να μην περάσει το Μεσοπρόθεσμο», ενώ υπήρχε πλήρης συνείδηση ότι έχουμε να κάνουμε με «χούντα» που πρέπει να ανατρέψουμε. Το άλμα στον πολιτικό αγώνα έκανε το κίνημα και όχι η Αριστερά, η οποία υιοθέτησε αυτή τη μετατόπιση, αλλά ανόρεχτα και χωρίς να μπορεί ή και να θέλει να τη μετασχηματίσει σε πολιτικό σχέδιο ανατροπής. Η ηγεσία του ΚΚΕ, απλώς δεν συμμετείχε, γιατί το κίνημα δεν είχε… συνεπή ταξικά χαρακτηριστικά! Το ίδιο και τμήματα της άκρας Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου,  που την εισβολή των “μαζών στο προσκήνιο”, με όλα τα αντιφατικά, ακόμη και προβληματικά πολιτικά του στοιχεία, την αντιλήφθηκαν ως διαδικασία εμπέδωσης μίας νέας εθνικής ενότητας. Η ηγεσία του ΣΥΝ από την άλλη εξιδανίκευσε το κίνημα, κρύφτηκε πίσω από αυτό, ακολούθώντας πολιτική «είμαστε εδώ για να βάζουμε πλάτη», εξιδανικεύοντας το κίνημα. Την ίδια τακτική υιοθέτησαν και πολλές άλλες δυνάμεις από την άκρα αριστερά και τον αναρχικό χώρο, με αποτέλεσμα την αναβίωση ενός κινηματισμού εξιδανίκευσης και υποταγής στο αυθόρμητο.

Μια άλλη μορφή εξιδανίκευσης και υποταγής στο αυθόρμητο ήταν χαρακτηριστική τμημάτων της αυτονομίας και του αναρχικού χώρου, που είδαν το Σύνταγμα σαν μια λυτρωτική εμπειρία αυτοοργάνωσης, όπου αναδεικνύεται το καταπιεσμένο DNA του «κοινωνικού υποκειμένου» (όπως το εννοούσε καθένας) κι όχι σαν πολιτικό κέντρο αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου και της κυβέρνησης.
Η θέση μας ό θέση Ητι μέσα στο κίνημα διεξάγεται μια σκληρή μάχη ηγεμονίας ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά σχέδια και σε διαφορετικά πολιτικά προγράμματα και ότι η Αριστερά οφείλει (το οφείλει πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το κίνημα!) να δώσει αυτή τη μάχη με το δικό της πολιτικό σχέδιο και το δικό της πρόγραμμα, χωρίς πατερναλιστικό πνεύμα αλλά και χωρίς χαμαιλεοντισμούς και φυγομαχίες, ηχούσε στα αυτιά των περισσότερων δυνάμεων της Αριστεράς σαν ύβρις προς το κίνημα.

Οι κινηματικές εμπειρίες της Αριστεράς ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, δημιούργησαν ευρέως την αυταπάτη ότι άπαξ και ξεσπάσει κάποιο κίνημα η Αριστερά είναι η μόνη δύναμη που παρεμβαίνει και το επηρεάζει, η δε εξέλιξή του είναι αυτονόητα αριστερόστροφη. Η αυταπάτη αυτή, την περίοδο της δομικής καπιταλιστικής κρίσης και της προεπαναστατικής περιόδου μπορεί να πληρωθεί πολύ ακριβά, καθώς στις συνθήκες που δημιουργούνται, ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός δεν διεκδικείται μόνο από την Αριστερά αλλά επίσης από την κάθε λογής Δεξιά (λαϊκή, ρατσιστική, φασιστική Δεξιά). Στη διαδρομή και την κλιμάκωση της κρίσης και των κοινωνικών και πολιτικών της συνεπειών, η διελκυστίνδα Αριστεράς – Δεξιάς μέσα στις κοινωνικές διεργασίες μετατοπίζεται ήδη σε διελκυστίνδα ανάμεσα στους οπαδούς και πολέμιους του κράτους «έκτακτης ανάγκης» (το ανατρεπτικό και συγκρουσιακό πνεύμα ενάντια στο πνεύμα «του νόμου και της τάξης») και τελικά θα πολωθεί αναπόφευκτα στα ακραία της όρια και θα γίνει διελκυστίνδα επανάστασης – αντεπανάστασης. Όπως έδειξε μάλιστα η ιστορική πείρα, συνήθως τις τύχες της δοκιμάζει πρώτα η Αριστερά (ή η επανάσταση) και στη συνέχεια πάνω στην αποτυχία της αναπτύσσουν την κοινωνική και πολιτική τους δυναμική η Δεξιά (ή η αντεπανάσταση). Αν η Αριστερά μέσα στην κρίση χάσει από τα μάτια της το ιστορικό πλαίσιο και τη διαλεκτική της ταξικής αντιπαράθεσης, το συνολικά αμφίρροπο χαρακτήρα της, το στοιχείο των γρήγορων και ξαφνικών μεταπτώσεων, την τεράστια αναβάθμιση της σημασίας του χρόνου στην ταξική αναμέτρηση, το τεράστιο κόστος που μπορεί να έχουν οι πολιτικές ανεπάρκειες όταν η αντιπαράθεση κορυφώνεται, κι αν εξαιτίας όλων αυτών συνεχίσει να υποκλίνεται στο αυθόρμητο, θα οδηγήσει τα κινήματα αντίστασης σε οδυνηρές ήττες και τον εαυτό της στο πολιτικό περιθώριο.

Η υπόκλιση στο αυθόρμητο και η έλλειψη πολιτικού σχεδίου είχαν αρνητικά αποτελέσματα και στο κρίσιμο ζήτημα της οργάνωσης του κινήματος. Ο κοινός παρονομαστής της πλειονότητας των δυνάμεων της Αριστεράς για «αυτοοργάνωση» του Συντάγματος δεν επέτρεψε να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για οργάνωση του συνολικού σχηματισμού μάχης όλου του κινήματος, όλων των ρυακιών του σε ενιαίο ρεύμα. Η λογική του γενικού συντονισμού μέσα από συντονιστικά εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων, των πλατειών αλλά και συνδικάτων και εργατικών πρωτοβουλιών κ.λπ., ώστε να συγκροτηθεί το όλο κίνημα σαν σχηματισμός μάχης στην πάλη για την εξουσία, ήταν εντελώς μειοψηφική.
Υπ’ αυτούς τους όρους, η κατάκτηση από το ίδιο το κίνημα του πολιτικού στοιχείου της αντιπαράθεσης και του στοιχείου του αγώνα για την εξουσία έμεινε ξανά πολιτικά ακάλυπτη από την Αριστερά. Αν το κίνημα κατάφερνε να ανατρέψει την κυβέρνηση, τι θα τη διαδεχόταν; Αν δεν περνούσε το Μεσοπρόθεσμο τι θα γινόταν την «επόμενη μέρα» με το χρέος, την τρόικα, τη ρήξη με το διεθνές σύστημα; Η έλλειψη ή και αποφυγή απαντήσεων στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα αποκάλυψε τη βαθύτερη ουσία των πολιτικών γραμμών μέσα στην Αριστερά. Ότι στην πλειονότητά τους έμεναν στον κοινό παρονομαστή της αντίστασης χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο ανατροπής. Αυτό συνέβαινε ενώ το κίνημα κατακτούσε το πολιτικό στοιχείο και έβαζε ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης. Ήταν η δεύτερη φυγομαχία της Αριστεράς, που αντί να καταθέσει ένα συνολικό σχέδιο για την ανατροπή της κυβέρνησης, την οργάνωση του κινήματος στον αγώνα για την εξουσία, πρόγραμμα και καθαρούς πολιτικούς στόχους περιορίστηκε πάλι σε ρόλο ουράς.
β. Η πολιτική ενεργοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων: Στο «κίνημα των αγανακτισμένων» είχαμε για πρώτη φορά το σχετικά μαζικό πολιτικό σκίρτημα των μικροαστών. Η προφανής απόφαση της κυβέρνησης να λεηλατήσει όχι μόνο τα εισοδήματά τους αλλά και τα περιουσιακά τους στοιχεία σε συνδυασμό με το ανελέητο «κούρεμα» των μικροεπιχειρηματιών ήταν οι αιτίες αυτής της ενεργοποίησης. Αν στο εργατικό κίνημα ήταν πλατιά η αυταπάτη ότι οι κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου οφείλονταν στη διαπραγματευτική ικανότητα που εξασφάλιζαν στην εργατική γραφειοκρατία τα συνδικάτα και οι κινητοποιήσεις τους, στα μικροαστικά στρώματα η κυρίαρχη αυταπάτη ήταν πως ό,τι κατέκτησαν ήταν προϊόν προσωπικού μόχθου, που τώρα έρχονται «οι πολιτικοί» για να το ληστέψουν. Έχοντας αποτελέσει τη συγκολλητική ύλη της κοινωνικής συμμαχίας του κεφαλαίου στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού (όχι βέβαια στο σύνολό τους), ενεργοποιήθηκαν πολιτικά έχοντας πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να «τιμωρήσουν» την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα για την πολιτική τους προδοσία. Έτσι, έβλεπαν καχύποπτα τα κόμματα, τα συνδικάτα και τους εργατικούς αγώνες, αλλά αντιλαμβάνονταν ταυτόχρονα ότι μόνο ο πολιτικός αγώνας μπορούσε να έχει αποτέλεσμα.

Ταυτόχρονα, αναδείχθηκε ότι ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός, η πολιτική «ανταρσία» των μικροαστών μέσα στην κρίση θέλγεται από το «αντιπολιτικό» στοιχείο και την πατριωτική κουλτούρα της λαϊκής δεξιάς: οι προδότες και πουλημένοι πολιτικοί, αλλά επίσης και οι «πουλημένοι συνδικαλιστές και τα συνδικάτα τους», το διεφθαρμένο κράτος που πρέπει να εξαγνιστεί και να γίνει «πραγματικό κράτος», οι 300 της Βουλής που τους αξίζει το «Γουδή», η «πατρίδα που ξεπουλιέται στην τρόικα» κ.λπ. Ωστόσο, η «λαϊκή Δεξιά» δεν έπειθε με την ξεθυμασμένη αντιμνημονιακή γραμμή της Ν.Δ., το δε ΛΑΟΣ ήταν μνημονιακό και άρα αναξιόπιστο. Τέλος, ο ανοιχτός φασισμός της «Χρυσής αυγής» δεν μπορούσε σε αυτή τη φάση να κερδίσει σε σχετικά μαζική κλίμακα το μικροαστικό ριζοσπαστισμό (έχοντας αυτή την αίσθηση ή και από λάθος εκτίμηση, δεν συμμετείχε στο Σύνταγμα), γιατί δεν είναι ακόμη τόσο απελπισμένος και γιατί επίσης δεν έχει χάσει ακόμη οριστικά την εμπιστοσύνη του είτε στην Αριστερά είτε σε πιο mainstream πολιτικές λύσεις. Έτσι, αυτά τα ιδεολογικά στοιχεία εκφράστηκαν στο Σύνταγμα ατελώς και μερικά, από την «πάνω πλατεία» και από τη «Σπίθα» και τον Θεοδωράκη.

Τελικά, το crash-test του Συντάγματος δεν άφησε ανεπηρέαστο το μικροαστικό ριζοσπαστισμό. Η εμπειρία ενός και πλέον μήνα αγώνων, ήταν αρκετή για να επιβεβαιώσει τη σαπίλα των καθεστωτικών κομμάτων και να πάρει έντονες γεύσεις από το κράτος «έκτακτης ανάγκης». Στο βαθμό που τμήματα του «αντιπολιτικού» μικροαστικού ριζοσπαστισμού φαντάστηκαν έναν αγώνα χωρίς τα κόμματα και χωρίς τα συνδικάτα, κατάλαβαν ότι ένας τέτοιος αγώνας είναι αδύνατος. Κατάλαβαν επίσης ότι με το κράτος «έκτακτης ανάγκης» δεν καθαρίζουμε με μούντζες και γιουχαΐσματα ούτε με πολιτικά πείσματα και «μια κι έξω». Τελικά, η Αριστερά όντας «χρήσιμη» στη στήριξη του κινήματος, και τα συνδικάτα με την παρουσία τους και κυρίως με τη 48ωρη γενική απεργία της 28-29 Ιουνίου, απέδειξαν στον «αντιπολιτικό» μικροαστικό ριζοσπαστισμό ότι δεν μπορεί να έχει πολιτική ανεξαρτησία και ότι στο βαθμό που θέλει να αγωνιστεί, μπορεί να το κάνει μόνο μαζί τους. Από την άλλη, όμως, η πολιτική ενεργοποίηση των μικροαστών έφερε με μεγαλύτερη ένταση το στοιχείο του πολιτικού αγώνα στο κίνημα των αγανακτισμένων.

Τελικά, αν θέλουμε να βλέπουμε πίσω από τα επιφαινόμενα, η μάχη ανάμεσα στο «πάνω» και στο «κάτω» Σύνταγμα εξέφραζε από τη μια την αντιφατική φύση του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και από την άλλη τη μάχη για την ηγεμονία, μάχη με ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο, πάνω στις προοπτικές του κινήματος. Πάντως, οι τάσεις πολιτικής αυτονόμησης του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και ηγεμόνευσης της πολιτικής κουλτούρας της λαϊκής Δεξιάς ηττήθηκαν στο Σύνταγμα, έστω και οριακά. Το πρόσημο ήταν σαφώς υπέρ της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Κι αν το Σύνταγμα ηττήθηκε στο στόχο της ανατροπής της κυβέρνησης, άφησε ωστόσο παρακαταθήκες για τον επόμενο μετασχηματισμό του.
Η τρίτη φάση, από το φθινόπωρο του 2011 μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου (αρχές Νοεμβρίου 2011): Στη φάση αυτή, το κίνημα προχώρησε σε ένα νέο μετασχηματισμό: κατακτήθηκε το στοιχείο της πολιτικής απεργίας σε συνδυασμό με την κεντρική αντιπαράθεση με το κράτος και την εξουσία. Στην πιο μαζική διαδήλωση όλου του κύκλου των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο, την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου, για πρώτη φορά ήταν αρκετά έντονα τα στοιχεία της πολιτικής απεργίας: μια απεργία ενάντια στην κυβέρνηση, με αίτημα την ανατροπή της. Παρά τον κινηματικό «εμφύλιο» της Πέμπτης 20 Οκτωβρίου, 10 μέρες αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου η αυθόρμητη πανελλαδική λαϊκή κινητοποίηση στις παρελάσεις, έφτασε τον πολιτικό αγώνα ενάντια στην εξουσία ως την παραβίαση των ορίων της καθεστωτικής νομιμότητας, οδηγώντας στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Συνοψίζοντας, μέχρι και την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδρομής του αγώνα ενάντια στο μνημόνιο:
α. Ότι το κίνημα διήνυσε μεγάλο μέρος της διαδρομής από τον οικονομικό αγώνα με βάση την παλιά κουλτούρα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης μέχρι την πολιτική πάλη, την κατάκτηση στοιχείων πολιτική απεργίας και αμφισβήτησης της καθεστωτικής νομιμότητας.
β. Στη διαδρομή αυτή ωθήθηκε από την ίδια του την πείρα και ενώ η Αριστερά ακολουθούσε πολιτική ουράς (παρούσα στους αγώνες, αλλά χωρίς πολιτικό σχέδιο ανατροπής).
γ. Ότι η εργατική τάξη έχει ηγεμονική παρουσία στο κίνημα, αλλά όχι σαν τάξη για τον εαυτό της: Εξασφαλίζει τον κοινωνικό κορμό του αγώνα, είναι η βασική κοινωνική δύναμη της αντίστασης, αλλά δεν είναι πολιτικά συγκροτημένη γιατί δεν έχει ηγεσία με νικηφόρο σχέδιο ανατροπής. Οι όροι της συμμαχία της με τα μικροαστικά στρώματα και η ηγεμονία εντός αυτής της συμμαχίας δοκιμάστηκαν στο Σύνταγμα και κρίθηκαν προσωρινά αλλά εντελώς μερικά υπέρ της εργατικής τάξης, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος για συγκρότηση μιας τέτοιας κοινωνικής συμμαχίας. Η αδυναμία της Αριστεράς να συγκροτήσει -εξασφαλίζοντας τις κοινωνικές, πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις- μια τέτοια κοινωνική συμμαχία αφήνει αυτό το έργο, δηλαδή τη συγκρότηση ταξικού μετώπου με την μικροαστική τάξη και με την ηγεμονία της εργατικής τάξης, μετέωρο.
δ. Ότι η καταστροφή του πλαισίου της κοινωνικής διαπραγμάτευσης οδηγεί στον πολιτικό αγώνα κι από κει στην ανοιχτή πολιτική και κοινωνική σύγκρουση: Από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο ζήσαμε μια περίοδο «ήπιας εξέγερσης» ή «έρπουσας εξέγερσης» στην ελληνική κοινωνία, για να μη μιλήσουμε για το προδρομικό σημάδι της Κερατέας, που δεν είχε καθόλου τοπική σημασία! Ιδιαίτερα η αντοχή μιας μαζικής αγωνιστικής πρωτοπορίας στο διήμερο των συγκρούσεων στο Σύνταγμα στις 28-29 Ιουνίου, η τεράστια διαδήλωση στις 19 Οκτωβρίου, το κυνηγητό των καθεστωτικών πολιτευτών ανά την επικράτεια, τα γεγονότα στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου κ.λπ. αποτέλεσαν κορυφώσεις που δείχνουν τις εξεγερτικές διαθέσεις που φουντώνουν στην κοινωνία.

2. Η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου ορίζει ένα μεσοδιάστημα στη διάρκεια του οποίου έχει υποτονήσει σχεδόν πλήρως το στοιχείο του πολιτικού αγώνα. Το γεγονός οφείλεται πρώτα απ’ όλα στο ότι πρόκειται για διάστημα αναμονής της επόμενης μεγάλης πρόκλησης. Αποκαλύπτει όμως και τη σημασία της έλλειψης πολιτικής ηγεσίας με σαφές και νικηφόρο πολιτικό σχέδιο. Αποκαλύπτει τη σημασία του πολιτικού κενού, της έλλειψης μιας Αριστεράς που θα λειτουργεί σαν πολιτικός ηγεμόνας, δηλαδή σαν στιβαρή πολιτική ηγεσία που μπορεί να συγκροτήσει έναν ταξικό και πολιτικό σχηματισμό μάχης για την εξουσία.
Η έλλειψη αυτή πολιτικής ηγεσίας έχει σε αυτή τη φάση ιδιαίτερη πολιτική σημασία διότι το κίνημα έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο, πέρα από το οποίο δεν μπορεί να προχωρήσει -όπως μέχρι σήμερα- προσπερνώντας την Αριστερά. Τα επόμενα βήματα της διαδρομής απαιτούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μέχρι τώρα πολιτική ηγεσία και πολιτικό σχέδιο ανατροπής. Το πολιτικό στοιχείο του αγώνα, που έχει προσωρινά χαθεί ή υποτονήσει σημαντικά, είτε θα επανακτηθεί σε ανώτερο επίπεδο με εργαλείο ένα πολιτικό σχέδιο ανατροπής είτε θα παρακμάσει είτε θα ξεθυμάνει εκλογικά χωρίς να δημιουργήσει νικηφόρες προοπτικές. Με λίγα λόγια, το κίνημα δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να πηγαίνει μπροστά από την Αριστερά. Στο σημείο που βρισκόμαστε το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας, της επαναστατικής ηγεσίας, αποκτά εντελώς κρίσιμη και «υπαρξιακή» σημασία.
3. Στο επόμενο δίμηνο θα μπούμε στη φάση της επίσημης χρεοκοπίας, της «τελικής λεηλασίας» των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων, της πλήρους κατάρρευσης των κοινωνικών υποδομών, της επέκτασης της φτώχειας, της ανεργίας και της απόλυτης εξαθλίωσης σε επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του ’50. Στη νέα αυτή φάση το κίνημα θα προχωρήσει αναπόφευκτα σε ένα νέο μετασχηματισμό. Ήδη βλέπουμε κάποια προδρομικά στοιχεία αυτού του μετασχηματισμού. Η κατάρρευση ολόκληρων επιχειρήσεων και τομέων της οικονομίας σε συνδυασμό με την αποχαλίνωση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας δημιουργούν για πρώτη φορά στην περίοδο του μνημονίου τους όρους για την εμφάνιση εργατικών αγώνων από τη βάση, με απεργίες διαρκείας («Χαλυβουργία», χώρος των ΜΜΕ) και με ανοιχτή τη δυνατότητα για να καλλιεργηθούν σε μαζική κλίμακα οι ιδέες της εργατικής αυτοδιαχείρισης και του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Στην ίδια κατεύθυνση σπρώχνει και η κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών και του κοινωνικού κράτους. Το άλλο στοιχείο που «καλλιεργεί» η νέα φάση είναι ο συντονισμός των αγωνιζόμενων μερίδων του κινήματος και η ανάπτυξη της ταξικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Παρά την έλλειψη συγκεντρωτικών-κεντρικών αναμετρήσεων, στις διεργασίες βάσης ο συντονισμός επεκτείνεται: ανάμεσα στις λαϊκές συνελεύσεις, σε κλαδικό επίπεδο στους εργατικούς αγώνες κ.λπ. Πρόκειται για μετασχηματισμό του ίδιου του εργατικού κινήματος, που πλέον δεν περιμένει από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ τα κεντρικά καλέσματα, αλλά συντονίζεται στη βάση. Όλα αυτά είναι πολύτιμα προδρομικά στοιχεία του επερχόμενου νέου μετασχηματισμού του κινήματος.

4. Η χρονική γειτνίαση της επερχόμενης νέας μεγάλης καμπής της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού με τις εκλογές (αν δεν τις αναβάλει η δημιουργία «έκρυθμης κατάστασης») θέτει εξ αντικειμένου με έμφαση το ζήτημα του εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου ανατροπής σε συνδυασμό με την ανάγκη πανελλαδικής συγκρότησης του κινήματος σαν πανεθνικού σχηματισμού μάχης και εμβρύου της εξουσίας των εργαζομένων. Στον αναπόφευκτο νέο μετασχηματισμό του κινήματος τα δύο αυτά καθήκοντα είναι αλληλένδετα. Η εμπειρία απέδειξε ότι οι διαδρομές των εξεγερτικών διαθέσεων είναι πιο πολιτικές απ’ ό,τι φοβόμαστε. Οι ανεπάρκειες της Αριστεράς εξακολουθούν να συντηρούν την απειλή για ένα τυφλό εξεγερτικό ξέσπασμα «χωρίς αύριο», αλλά ο πλούτος της κινηματικής και πολιτικής διεργασίας που έχει ήδη προηγηθεί και οι «υποδομές» των αντιστάσεων που έχουν οικοδομηθεί δημιουργούν προϋποθέσεις οικοδόμησης μιας προοπτικής και ενός σχεδίου εξέγερσης και ανατροπής.

5. Πολλοί σκεπτικιστές μέσα στην Αριστερά σημειώνουν διάφορες υπαρκτές αδυναμίες του κινήματος για να καταλήξουν σε μια ηττοπαθή γραμμή. Αν συγκρίνουμε όμως την κατάσταση των δύο ταξικών στρατοπέδων που συγκρούονται, τότε η εικόνα είναι διαφορετική.
Κανένα στρατόπεδο δεν έχει συγκεντρώσει ακόμη τους όρους να «γυρίσει» αποφασιστικά και οριστικά το συσχετισμό υπέρ του. Το ότι το κίνημα δοκιμάζει διαρκώς ήττες, δεν είναι απόλυτο κριτήριο: σε αυτές τις συνθήκες, του αδυσώπητου ταξικού αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως, η πρώτη σημαντική νίκη θα σημάνει το συνολικό γύρισμα του συσχετισμού – θα βρούμε το δρόμο της νίκης μέσα από συνεχόμενες ήττες. Το σημαντικό είναι να εκτιμήσουμε ότι οι «αγωνιστικοί πόροι» της εργατικής τάξης και του κινήματος δεν έχουν εξαντληθεί. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι σε κάθε επόμενη φάση κατακτά ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι σκεπτικιστές αντιτείνουν ότι η μαζική ανεργία, η φτώχεια, η εξαθλίωση καταπονούν, αποθαρρύνουν και συντηρητικοποιούν τους εργαζόμενους. Αυτό είναι κατ’ αρχάς σωστό. Όμως περιγράφει μόνο τη μία πλευρά της κατάστασης. Η άλλη είναι ότι όλα αυτά μπορούν εξίσου να γεννήσουν εξεγερτικές διαθέσεις, να στρατεύσουν στον αγώνα. Αρκεί βέβαια να πεισθούν από την εμπειρία τους οι εργαζόμενοι και τα φτωχά μικροαστικά στρώματα ότι έχουν τη δύναμη μέσα από την οργάνωσή τους να πετύχουν νίκες και ότι υπάρχει αποφασισμένη πολιτική ηγεσία και πολιτικό σχέδιο μάχης. Η ταλάντευση των μαζικών διαθέσεων μεταξύ «κατάθλιψης» και εξέγερσης είναι η έκφραση σε αυτό το επίπεδο της διελκυστίνδας μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης, και δεν έχει ακόμη κριθεί προς τα πού θα ανατραπεί η ισορροπία.
Οι σκεπτικιστές ακόμη αξιοποιούν σαν επιχείρημα την προσωρινή υποχώρηση των πολιτικών χαρακτηριστικών του κινήματος και την ανυπαρξία μεγάλων – κεντρικών μαχών το τελευταίο δίμηνο, με την κυβέρνηση Παπαδήμου, επιχειρώντας να δώσουν χαρακτήρα «αδήριτης τάσης» σε προσωρινά χαρακτηριστικά μιας σύντομης μεταβατικής περιόδου. Φυσικά, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να ματώνουν διαρκώς χωρίς αποτέλεσμα. Όμως δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα που να τους προσφέρθηκε η δυνατότητα να δώσουν μια μάχη με σοβαρές προϋποθέσεις και να μην ανταποκρίθηκαν. Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι η ηγεσία της πλειοψηφίας της Αριστεράς αδυνατεί να εξασφαλίσει αυτές τις προϋποθέσεις και ύστερα δηλώνει απογοητευμένη για την ανταπόκριση της εργατικής τάξης!
Για μια σοβαρή εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης ωστόσο πρέπει να περάσουμε και στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο για να δούμε σε τι κατάσταση είναι. Οι διαπιστώσεις είναι οι εξής:

α. Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι ακόμη αχαλιναγώγητη: Η αστική τάξη και τα κόμματά της δεν μπορούν να ελέγξουν τις αντιφάσεις και την κρίση του συστήματος. Έχουν φτάσει να εκλιπαρούν για μια χρεοκοπία εντός του ευρώ! Εξαρτώνται απόλυτα από τις διαθέσεις των διεθνών τους συμμάχων και «προστατών». Δεν μπορούν να ξορκίσουν το ενδεχόμενο της κατάρρευσης. Είναι σε απελπιστική κατάσταση. Η αδυναμία της αστικής τάξης να εξασφαλίσει ένα σχέδιο διεξόδου και να δαμάσει την κρίση της, παρά τις τεράστιες θυσίες, υποσκάπτει το κύρος της και δηλώνει την αδυναμία της να ελέγξει τις ίδιες της τις προοπτικές.
β. Η αστική τάξη έχει «κάψει» πολλές από τις πολιτικές της εφεδρείες: Για να πάρει μια ανάσα ύστερα από την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου, υποχρέωσε σε συνασπισμό όλες τις καθεστωτικές δυνάμεις, υποχρεώνοντάς τες να μοιραστούν τη φθορά των μνημονιακών πολιτικών. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ καταρρέει, το ΛΑΟΣ αποδυναμώνεται εκλογικά αλλά και σαν δυναμική εφεδρεία του συστήματος, η ΝΔ αναγκάζεται να αναλάβει «μνημονιακές» ευθύνες. Από την άλλη, η Αριστερά ανεβαίνει σε ιστορικά υψηλά ποσοστά. Φυσικά όλα αυτά δεν είναι οριστικά και παγιωμένα, υπογραμμίζουν όμως ότι η «διακυβέρνηση» εξακολουθεί να είναι αδύναμος κρίκος του συστήματος που, αν σπάσει, θα σημάνει σοβαρούς κινδύνους γι’ αυτό.
γ. Οι κοινωνικές εφεδρείες του ταξικού μπλοκ εξουσίας περιορίζονται δραστικά: Η ταχύτατη και μαζική προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και η καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης περιορίζουν δραματικά τις κοινωνικές συμμαχίες του μπλοκ εξουσίας. Η προσπάθειά της να τις ανασυγκροτήσει με βάση το κράτος «έκτακτης ανάγκης» υποσκάπτεται από το σαρωτικό χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών, που επιβάλλουν περικοπές ακόμη και σε βασικά στηρίγματα του καθεστώτος (αστυνομικούς, αξιωματικούς του στρατού, δικαστικούς).
δ. Ο ευρωπαϊκός και διεθνής περίγυρος δεν εξασφαλίζουν ένα σχετικά σταθερό διεθνές περιβάλλον: Η ελληνική αστική τάξη ελπίζει στην ευρωπαϊκή βοήθεια, αλλά η ίδια η Ευρωζώνη κλυδωνίζεται.
ε. Η ενότητα μέσα στο αστικό στρατόπεδο υποσκάπτεται: Το «κούρεμα» σημαντικών κομματιών της αστικής τάξης και τα αδιέξοδα διλήμματα προκαλούν κλυδωνισμούς και αντιθέσεις.
Συμπερασματικά, το αστικό στρατόπεδο έχει επίσης προβλήματα, και μάλιστα από πολλές απόψεις σημαντικότερα και πιο δυσεπίλυτα από τα προβλήματα που έχει το στρατόπεδο της εργατικής τάξης. Και αν τα προβλήματα του δικού μας στρατοπέδου πηγάζουν από τις επιθέσεις της αστικής τάξης, την έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας και τις αδράνειες της εποχής πριν την κρίση, για το αντίπαλο στρατόπεδο τα προβλήματα πηγάζουν όχι μόνο από τους αγώνες της εργατικής τάξης και του κινήματος, αλλά και από τα χτυπήματα που δέχεται από την κρίση και την αδυναμία του να ελέγξει τις συνέπειές της και να βρει διέξοδο απ’ αυτήν.  Μια τέτοια συνεκτίμηση της κατάστασης των αντιμαχόμενων στρατοπέδων επιβεβαιώνει τη θέση ότι ο αγώνας είναι ανοιχτός ως προς το αποτέλεσμα και απορρίπτει την ηττοπαθή θέση ότι έχουμε ήδη ηττηθεί και δεν απομένει παρά να δώσουμε μάχες οπισθοφυλακών για να περισώσουμε ό,τι μπορεί να περισωθεί.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ


ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

TO ΛΑΟΣ

Το ΛΑΟΣ αναδεικνύεται στο πιο συνεπές κόμμα της αστικής τάξης. Ένα ακροδεξιό κόμμα, ρατσιστικό, με φασίζοντα χαρακτηριστικά, που όμως έχει εντελώς συστημικό χαρακτήρα. Ο συστημικός του χαρακτήρας στο ότι ο ηγετικός του πυρήνας είναι συνυφασμένος με το «βαθύ κράτος» και κληρονόμος της συνέχειας με την πολιτική κουλτούρα του μετεμφυλιακού κράτους. Η πολιτική στάση του ΛΑΟΣ είναι στην πραγματικότητα εμφυλιοπολεμική: διακηρύσσει την ανάγκη συσπείρωσης και συνεπούς στάσης των καθεστωτικών δυνάμεων, ενόψει της διαδικασίας του ιδιότυπου «εμφυλίου πολέμου» που έχει ενεργοποιηθεί – σε αυτή τη βάση κατηγορεί τη ΝΔ για «καθεστωτικό οπορτουνισμό». Δεν δίνει -και σωστά- ιδιαίτερη σημασία στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο θεωρεί παροδικό διαχειριστή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. «Βλέπει» τον έρποντα εμφύλιο και την επερχόμενη εξέγερση και ποντάρει σε ένα ενωμένο καθεστωτικό μπλοκ υπό την αιγίδα του κράτους έκτακτης ανάγκης. Γι’ αυτό, πέρα από τη στήριξη του Μνημονίου, εξακολουθεί με συνέπεια να προωθεί την τυπική ακροδεξιά ατζέντα: ενάντια στην «εγκληματικότητα των μεταναστών», για την ενίσχυση των «δυνάμεων της τάξεως», για το σεβασμό της καθεστωτικής νομιμότητας. Προσωρινά αυτή η στάση του ΛΑΟΣ μειώνει την πολιτική του δυναμική και τη δυνατότητά του να προβάλει σαν η δεξιά αντισυστημική λύση. Όμως δεν πρόκειται για «λάθος τακτική», αλλά για καθεστωτική συνέπεια. Τα ΛΑΟΣ έχει πάρει στα σοβαρά ότι ο ελληνικός καπιταλισμός κινδυνεύει, και ποντάρει στο κράτος «έκτακτης ανάγκης».

ΝΔ

Η αντιμνημονιακή ρητορεία της ηγεσίας Σαμαρά σίγουρα δεν συνιστά καθεστωτική ασυνέπεια, αφού αποδέχεται τον πυρήνα του μνημονίου, όμως δεν είναι ένας απλός οπορτουνισμός. Παλεύοντας σε τρία μέτωπα (ενάντια στο νεότερο «καραμανλισμό» που είχε συνδεθεί με τις ευθύνες της ΝΔ για την κρίση, ενάντια στον από παλιά εχθρό μητσοτακισμό και ενάντια στο ΛΑΟΣ), ο Σαμαράς υιοθέτησε ένα σχέδιο ιδεολογικής ανασύνταξης του κεντροδεξιού χώρου ως λαϊκής δεξιάς, σχέδιο που εξασφάλιζε ταυτόχρονα μέτωπο ενάντια σε όλους τους αντιπάλους του. Σε αυτό του το εγχείρημα ο Σαμαράς ποντάρισε «εκ του ασφαλούς» στην προοπτική κατάρρευσης του προγράμματος του Μνημονίου και αποτυχίας του ΠΑΣΟΚ στο μανατζάρισμά του. Με αυτό τον τρόπο όμως έγινε πρόβλημα και «αγκάθι» για τη διαχείριση της κρίσης. Τα «καψόνια» της τρόικας απέναντι στη ΝΔ, ακόμη και τώρα που συμμετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Όταν όμως ήρθε η ώρα της κατάρρευσης του προγράμματος και της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η ΝΔ βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο: αναγκάστηκε να μπει στην κυβέρνηση και στη συνέχεια εγκλωβίστηκε στην ευρεία στήριξη της μνημονιακής πολιτικής. Το γεγονός αυτό απέδειξε ότι η αντιμνημονιακή πολιτική δεν έχει ακόμη ισχυρά στηρίγματα στο αστικό μπλοκ, ότι τα ισχυρότερα κομμάτια της αστικής τάξης εξακολουθούν να ποντάρουν στο μνημόνιο και την τρόικα για τη σωτηρία τους.
Έτσι, η ΝΔ επιδεικνύει ένα σαφώς πιο συνεπές καθεστωτικό πρόσωπο και αναμένει τις εκλογές για να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη του νέου μπλοκ «σωτηρίας της πατρίδας».  Ωστόσο, η μνημονιακή στροφή της ΝΔ και η συμμετοχή της στην κυβέρνηση Παπαδήμου αποδυναμώνουν τα λαϊκά της ερείσματα και δημιουργούν στο εσωτερικό της έντονες τάσεις σύγκρουσης ανάμεσα στη «λαϊκή» και στην κεντρώα-φιλελεύθερη πτέρυγα.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Είναι η κεντρώα, νεοφιλελεύθερη εκδοχή της καθεστωτικής συνέπειας. Η Ντόρα ποντάρισε με τη σειρά της στο αδιέξοδο της μονοκομματικής διαχείρισης του προγράμματος του Μνημονίου αλλά από θέσεις στήριξής του. Δημιουργώντας προφίλ σοβαρής καθεστωτικής δύναμης, θέλησε να εκφράσει όχι τη δυσαρέσκεια παραδοσιακών τμημάτων της μεγάλης και μεσαίας αστικής τάξης ή των μικροαστών, αλλά την κυρίαρχη αγωνία της αστικής τάξης για το μέλλον των συμφερόντων της. Οικοδομεί έτσι προφίλ αξιοπρεπούς και φερέγγυου εταίρου σε κυβερνήσεις ευρύτερης στήριξης, αποτελώντας ταυτόχρονα μια άμεσα διαθέσιμη δύναμη γι’ αυτό το σκοπό. Το ποντάρισμα του ΔΗΣΥ είναι περισσότερο mainstream: ποντάρει στο ότι το κράτος έκτακτης ανάγκης θα επενδύσει προνομιακά πάνω σ’ αυτούς που έχουν τη συνέπεια να υπηρετούν αταλάντευτα τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Ωστόσο, δεν υπάρχει κοινωνική βάση για τη ΔΗ.ΣΥ. που να την καθιστά βιώσιμη πολιτικά.
ΤΟ ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ, που στα χρόνια της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού έβγαλε την περισσότερη «βρόμικη δουλειά» για λογαριασμό της ελληνικής αστικής τάξης, από το ξέσπασμα της κρίσης και ύστερα ανέλαβε τον ιστορικό ρόλο του «δήμιου», του κόμματος που από τη θέση της κυβέρνησης θα ξεθεμελιώσει με διαδικασίες fast track όλες τις ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η κυβέρνηση Παπαδήμου που σε μεγάλο βαθμό είναι κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, αποτελούν εργαλεία της κοινωνικής αντιδραστικής μεταρρύθμισης. Αν το ΠΑΣΟΚ πριν την κρίση ήταν ήδη ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, με το κοινωνικό σοκ που προκαλούν οι πολιτικές του μνημονίου, μετασχηματίζεται σε επιθετικό βραχίονα του κράτους έκτακτης ανάγκης και στρέφεται ενάντια όχι μόνο στο μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης αλλά και όσων οργανωμένων κοινωνικών στηριγμάτων του έχουν απομείνει.
Η ιστορική κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι η βασική διάσταση των πολιτικών  διεργασιών, καθώς το ΠΑΣΟΚ, παρά το σοσιαλφιλελεύθερο εκφυλισμό του και το ρόλο δημίου που έχει αναλάβει από το 2009 μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατηρεί δεσμούς -έστω και πολύ εξασθενημένους και «συγκρουσιακούς»- με εργατικά και λαϊκά στρώματα και με το πλειοψηφικό τμήμα του οργανωμένου εργατικού συνδικαλισμού. Δεν έχει μετατραπεί ακόμη ολοκληρωτικά σε αστικό κόμμα, παρότι μια τέτοια πορεία είναι πλέον πιο πιθανή παρά ποτέ. Το αν θα καταφέρει να ανασυνταχθεί, ή θα διασπαστεί και η κρίση του θα πάρει διαλυτικά χαρακτηριστικά, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Η πολιτική του κατάρρευση και οι τάσεις αποδέσμευσης δυνάμεων (εκλογικά αλλά και κοινωνικά – συνδικαλιστικά) δημιουργούν δύο ταχύτητες: α. Μία ταχύτητα κεντρομόλας διαμαρτυρίας, από κόσμο ή στελέχη που απομακρύνονται μεν αλλά ελπίζουν σε μια διαδικασία ανασύνταξης και είναι έτοιμες να επιστρέψουν. Κοινωνικά, η ταχύτητα αυτή εκφράζει κατά κύριο λόγο μεσαία στρώματα ή στρώματα της εργατικής αριστοκρατίας. Αυτή η κεντρομόλα διαμαρτυρία είναι που «φουσκώνει» τα ποσοστά της Δημοκρατικής Αριστεράς του Κουβέλη. β. Μία ταχύτητα ουσιαστικής ρήξης, που εκφράζει εργατικά και λαϊκά στρώματα. Ο κόσμος αυτός «ψηφίζει» στις δημοσκοπήσεις Αριστερά (κυρίως ΣΥΡΙΖΑ), μετατοπίζεται πολιτικά στην Αριστερά και έχει αγωνιστικές παραδόσεις που τον κινητοποιούν και στο δρόμο.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΔΗΜ.ΑΡ

Η Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη συγκροτήθηκε με διακηρυγμένο στόχο την “κυβερνώσα και υπεύθυνη Αριστερά”, και την ανασυγκρότηση του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου, μέσα από μία προγραμματική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, η εξέλιξη της κρίσης έχει ακυρώσει την κεντροαριστερή κυβερνητική λύση: το σύστημα δεν χρειάζεται πλέον κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατίας με αρνητικές «τσόντες», αλλά βοναπαρτιστικές κυβερνήσεις ευρέος φάσματος, κυβερνήσεις στις οποίες τα αστικά κόμματα όπως το ΛΑΟΣ και κυρίως η ΝΔ δεν μπορούν να λείπουν. Η κεντροαριστερά σαν πολιτικός χώρος και πολιτική διεργασία παραμένουν, αλλά μας έχουν αδειάσει τη γωνιά σαν κυβερνητική λύση. Αυτό δίνει στα κεντροαριστερά εγχειρήματα την περιορισμένη δυναμική μιας κεντρώας ανασύνθεσης και σπρώχνει το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜ.ΑΡ. σε ευρύτερες κυβερνητικές λύσεις «σωτηρίας» αν θέλουν να παραμείνουν «κυβερνώσα Αριστερά». Η πορεία της ΔΗΜ.ΑΡ. από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα ήταν πορεία προσαρμογής σε αυτή την πραγματικότητα (μην ξεχνούμε ότι στήριξε «κριτικά» τόσο το Μεσοπρόθεσμο όσο και τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, ενώ τώρα στηρίζει το PSI!). Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, «δεν ήταν έτοιμη» να στηρίξει την κυβέρνηση Παπαδήμου, ενώ για να παίξει το ρόλο της σαν υποδοχέα της κεντρομόλας διαμαρτυρίας του ΠΑΣΟΚ, αναγκάζεται να κάνει «μια κάποια αντιπολίτευση»
Η σημασία της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι ο ρόλος που αντικειμενικά αποκτά σαν υποδοχέας της κεντρομόλας διαμαρτυρίας που προκαλεί η κρίση του ΠΑΣΟΚ, που αυξάνει θεαματικά τα ποσοστά της στις δημοσκοπήσεις. Η ΔΗΜ.ΑΡ. έχει συγκεκριμένο ρόλο και επιλογές:
α. Να αποτελέσει ανάχωμα, ώστε να συγκρατηθεί το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα των δυνάμεων που αποδεσμεύονται από το ΠΑΣΟΚ και να μην περάσει στην Αριστερά.
β. Να προχωρήσει σε ανασυγκρότηση του χώρου της κεντροαριστεράς, για τη δημιουργία μιας νέας, σοσιαλφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Ως προς αυτό, όμως, όλα θα κριθούν από τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Η ΔΗΜ.ΑΡ. θα συμμετάσχει ούτως ή άλλως σε ένα τέτοιο εγχείρημα – εκτός αν αποκλειστεί από το ΠΑΣΟΚ υπό τη νέα του ηγεσία, πράγμα καθόλου απίθανο.

Οικολόγοι Πράσινοι

Οι Οικολόγοι Πράσινοι ποντάρουν στο ρόλο τους σαν «brand name κύρους» για μέρος της δυσαρέσκειας μορφωμένων μεσοστρωμάτων αλλά και αστικών στρωμάτων. Η κοινωνική τους βάση τέμνεται με της ΔΗΜ.ΑΡ., χωρίς όμως να ταυτίζεται. Η δηλωμένη χειραφέτησή τους από τη διαχωριστική Αριστερά – Δεξιά και η επίσης δηλωμένη διαθεσιμότητά τους για συμμετοχή σε κυβερνητικές λύσεις με κριτήριο την πράσινη ατζέντα, τους καθιστούν καθεστωτική εφεδρεία «παντός καιρού».

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Μιλούμε για την Αριστερά με την έννοια που έχει επικρατήσει πολιτικά στην Ελλάδα: για τις δυνάμεις που εκτείνονται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και έχουν κομμουνιστογενείς ρίζες και αναφορές. Δεν περιλαμβάνουμε τη ΔΗΜ.ΑΡ. και τους Οικολόγους Πράσινους –παρά την ύπαρξη αριστερων τμημάτω ν και στελεχών στη βάση τους- γιατί η πολιτική τους και η κοινωνική τους βάση τους κατατάσσει στον ευρύτερο χώρο της σοσιαδημοκρατίας.
ΚΚΕ

Παρά το ρίζωμά του σε κοινωνικούς και εργατικούς χώρους, τα όρια της κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης του ΚΚΕ ορίζονται από μια τριπλή άρνηση: α. Της κοινής δράσης και συμπόρευσης με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, β. Της συμμετοχής σε κινηματικές διαδικασίες και αντιστάσεις που έχουν χαρακτήρα εισβολής του αυθόρμητου κοινωνικού και ταξικού στοιχείου στο προσκήνιο, γ. Της συμμετοχής στον αγώνα για την εξουσία.
Οριζόμενη από αυτές τις αρνήσεις, η κοινωνική και πολιτική του παρέμβαση δεν διαμορφώνει όρους για να δημιουργηθούν πραγματικά ανατρεπτικές δυναμικές και να είναι πραγματικά απειλητική για το σύστημα. Έτσι, η κοινωνική και πολιτική του παρέμβαση εν τέλει δεν παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα, παραμένοντας εν πολλοίς άσκηση κομματικής ετοιμότητας. Η μόνη πραγματικά ενοχλητική για το σύστημα παρέμβαση του ΚΚΕ είναι σε συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες, όπως στην περίπτωση των ναυτεργατών ή της «Χαλυβουργίας» ή η προσπάθεια του ΠΑΜΕ να στήσει συνδικάτα και να προκαλέσει κάποια κινητικότητα σε εργατικούς χώρους. Παρόλο που τέτοιες δράσεις του ΚΚΕ γίνονται πλέον ενοχλητική καθώς το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν ανέχεται πλέον κινητοποιήσεις που έχουν συμβολικά ή και πραγματικά στοιχεία αμφισβήτησης της καθεστωτικής νομιμότητας, ωστόσο η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό «σέβεται» το ΚΚΕ πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τον ΣΥΝ, για ‘ένα σημαντικό λόγο: γιατί αποτελεί ένα κόμμα της Αριστεράς που, παρά τις αγωνιστικές ή και αντικαπιταλιστικές «κορόνες», σέβεται την καθεστωτική νομιμότητα και γενικότερα το στάτους κβο. Ο σεβασμός της καθεστωτικής «νομιμότητας» φάνηκε το Δεκέμβρη του 2008 αλλά και πρόσφατα στα γεγονότα στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου. Ο σεβασμός στο στάτους κβο με την αστική τάξη φαίνεται από την άρνησή του για ενότητα στη δράση και πολιτική συνεργασία με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς για ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, αλλά και από την άρνησή του να συμμετάσχει στον αγώνα για την εξουσία.

Η άρχουσα τάξη αμφιταλαντεύεται απέναντί του: ξέρει ότι την κρίσιμη στιγμή θα το χρειαστεί και γι’ αυτό του επιφυλάσσει ειδική μεταχείριση (το «σέβεται» όπως δεν σεβάστηκε ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά δεν ανέχεται και την αντιπολίτευση του δρόμου ή συμβολισμούς που τραυματίζουν την καθεστωτική νομιμότητα. Σε γενικές γραμμές πάντως, η κυρίαρχη στάση της αστικής τάξης απέναντι στο ΚΚΕ εξακολουθεί να είναι στάση «σεβασμού». Συνήθως, όταν όλοι οι άλλοι ή πολλοί άλλοι μπαίνουν στο στόχαστρο, το ΚΚΕ μένει στο απυρόβλητο.
Κατηγορώντας όλη την υπόλοιπη Αριστερά σαν ανάχωμα του συστήματος, το ΚΚΕ είναι στην πραγματικότητα το ίδιο το μεγαλύτερο ανάχωμα και εμπόδιο για να ξεδιπλωθεί μια πραγματικά επίφοβη για το σύστημα αριστερή και ανατρεπτική δυναμική σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Είναι μια εν πολλοίς ακίνδυνη «κιβωτός πολιτικής διαμαρτυρίας» γενικά και ψήφου διαμαρτυρίας ειδικά. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο που η «επαναστατική» ρητορεία συνδυάζεται με μια κοινοβουλευτική στρατηγική: η κατάσταση θα αλλάξει πραγματικά όχι με νίκες όπως στο άρθρο 16 (που για το ΚΚΕ είναι «ψευτονίκες»…) αλλά όταν ο «συνειδητοποιημένος λαός» ψηφίσει μαζικά ΚΚΕ. Με αυτή την έννοια, η πιο «καθαρή» πολιτική γραμμή του ΚΚΕ στη συγκυρία έχει ταυτόχρονα κάτι το μουσειακό, αποφεύγοντας τις πραγματικά ρηξιακές αιχμές. Είναι -σε όποιο βαθμό είναι- πολιτικός ριζοσπαστισμός καθαυτός και όχι για το κίνημα και την Αριστερά.
Ωστόσο, οι ενωτικές διαθέσεις των μαζών «εισβάλλουν» στο ΚΚΕ, εξασκώντας ασφυκτικές πιέσεις στην ηγεσία του και προκαλώντας ρήγματα στη βάση.
Απέναντι σ’ αυτό το ΚΚΕ η μόνη αποτελεσματική τακτική, από τη σκοπιά της Αριστεράς, είναι μια διπλή και συστηματική πίεση (ούτε ενωτολογία γενικώς ούτε επικλήσεις γενικώς ούτε πολύ περισσότερο παρακλήσεις): στην ανάγκη της ενότητας στη δράση και μέσα στα κινήματα αντίστασης και της πολιτικής συμμαχίας της Αριστεράς σε ένα σχέδιο ανατροπής των συσχετισμών, καθώς και στη χειραφέτηση από την καθεστωτική νομιμότητα.

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ

Αν και ο ΣΥΝ, ως πολιτικό κόμμα, και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτική συμμαχία/σχηματισμός, δεν ταυτίζονται, ο συντριπτικός συσχετισμός δύναμης υπέρ του ΣΥΝ και η ατροφική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ καθιστούν ηγεμονική τη ριζοσπαστική ρεφορμιστική στρατηγική στο όλο σχήμα. Η διαφορά σε σχέση με τον ΣΥΝ είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ακόμη πιο ριζοσπαστική καταγραφή στη συνείδηση του κόσμου, είναι «φορέας» μιας ενωτικής υπόσχεσης και περιλαμβάνει μια σειρά δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Ωστόσο, οι εξελίξεις της τελευταίας τριετίας (κρίση, διάσπαση με το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, αδυναμία συγκρότησης αντικαπιταλιστικής πτέρυγας/πόλου) έχουν αποδυναμώσει αυτές τις δυνάμεις στο σύνολό τους, αλλά και τις δομές οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση και τις δυνατότητές του για συλλογική παρέμβαση στα κινήματα.
Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη δημοσκοπική άνοδο του ΣΥΡΙΖA διαμορφώνουν την εξής πραγματικότητα: η ηγετική ομάδα του ΣΥΝ αυτονομείται πολλές φορές από συλλογικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργώντας με σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα ηγεσίας, εγκαθιστώντας απευθείας σχέσεις με τους ψηφοφόρους και τα ακροατήρια του ΣΥΡΙΖΑ, με το βάρος να πέφτει σε μία επικοινωνιακή καμπάνια ενόψει των επερχόμενων εκλογών. Αυτή η λειτουργία έχει και μια άλλη, καθαρά πολιτική αιτία: η ηγετική ομάδα, ανεξαρτήτως προθέσεων, υλοποιεί πλέον ένα σχέδιο υποκατάστασης της σοσιαλδημοκρατίας, υιοθετεί ανοιχτά μια κεϊνσιανή κι όχι μαρξιστική γραμμή για την κρίση, υιοθετεί ραγδαία τα στοιχεία πολιτικής του λαϊκού μετώπου. Στις παλιότερες προτάσεις για το ευρωομόλογο (που δεν παύουν να επανέρχονται), τώρα προστίθεται η πρόταση για τριετή αναστολή των πληρωμών του χρέους (θέση που αρχικά εκφωνήθηκε χωρίς να έχει υιοθετηθεί και ούτε καν συζητηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ), η συστηματική στροφή σε επίπεδο ρητορείας στον πατριωτισμό, η στροφή στην υπεράσπιση της  δημοκρατίας γενικά και αφηρημένα (που καταλήγει να είναι υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας), καθώς και οι φωνές μέσα στην ηγεσία ότι ο ΣΥΝ και η Αριστερά πρέπει να είναι «δύναμη σταθερότητας» κ.λπ. Η στροφή της ηγεσίας του ΣΥΝ στον κεϊνσιανισμό δεν είναι παρά η γνωστή και από την ιστορία «προθέρμανση» στην κατεύθυνση μίας πολιτικής τύπου λαϊκού μετώπου, και όχι απλώς εκλογικίστικος οπορτουνισμός όπως μπορεί να πιστεύουν κάποιοι στο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν μάλιστα και οι κατά καιρούς εκκλήσεις στην αστική τάξη να «αναλογιστεί τον κίνδυνο» ξεσπάσματος της οργής των εργαζομένων – μια έμμεση υπόμνηση στην αστική τάξη ότι η Αριστερά μπορεί να είναι χρήσιμη για το σύστημα για να αποφύγει τα «χειρότερα», οι δε προτάσεις της μπορούν να αξιοποιηθούν στην ίδια κατεύθυνση. Με αυτά τα δεδομένα, η πρόταση εξουσίας της ηγεσίας του ΣΥΝ, ενώ ανοίγει το «ζήτημα της εξουσίας» και από αυτή την άποψη είναι θετική, ο τρόπος που το κάνει, είναι καταδικασμένος να δράσει αρνητικά και αποπροσανατολιστικά για το κίνημα.

Αν και ηγεμονική, είναι θετικό ότι αυτή η γραμμή δεν είναι η μόνη στο ΣΥΝ, ούτε καν στην πλειοψηφία. Από τη μία πλευρά, στο εσωτερικό της Αριστερής Ενότητας, και ειδικά στη νεολαία, διαμορφώνονται σοβαρές πιέσεις από διάφορα τμήματα για μια πιο ριζοσπαστική πολιτική, με έμφαση στο διεθνή και ταξικό χαρακτήρα της κρίσης, τον αντιεθνικισμό και αντιρατσισμό, την ανάγκη ταξικής και διεθνιστικής απάντησης, τη συμμετοχή στο κίνημα και την προώθηση πιο ριζοσπαστικών συμμαχιών. Όμως η έμφαση στο ζήτημα της αναδιανομής ως βασικού προγραμματικού στοιχείου, η υποτίμηση του χρέους ως του κύριου οικονομικού και πολιτικού εργαλείου της αστικής επίθεσης και η ατελής ρήξη με ένα «ριζοσπαστικό ευρωπαϊστικό κεϊνσιανό» σχέδιο, δεν επιτρέπουν σε αυτά τα τμήματα να αναπτύξουν μια διακριτή γραμμή από αυτή της ηγεσίας και ως εκ τούτου να αποτελέσουν τη βάση για τη σταθερή συγκρότηση μιας αντικαπιταλιστικής πτέρυγας.
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ προωθεί κάποια πιο ριζοσπαστικά προγραμματικά στοιχεία (στάση πληρωμών, εθνικοποιήσεις κ.α), καθώς και συμμαχίες με αριστερές δυνάμεις στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα (Συντονισμός Πρωτοβάθμιων, επιτροπή Δεν χρωστάμε-Δεν πουλάμε-Δεν πληρώνουμε) και σε πολιτικό επίπεδο (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ενώ σωστά θέτει την ανάγκη συνεργασίας με τμήματα διαφωνούντων του ΠΑΣΟΚ σε προγραμματική βάση. Η επιμονή της όμως να υπερασπίζει το λαθεμένο αίτημα της επιστροφής στη δραχμή, εντάσσοντάς το μάλιστα σε ένα σχέδιο ανάκτησης της χαμένης εθνικής ανεξαρτησίας και ανάκτησης εργαλείων εθνικής οικονομικής πολιτικής για την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» και όχι σοσιαλιστικής ρήξης, υποβιβάζει το σοσιαλισμό από ενεργό πολιτικό σχέδιο σε «όραμα» για το απροσδιόριστο μέλλον, καταλήγοντας στην ουσία να προτείνει ένα σχέδιο «ριζοσπαστικού πατριωτικού κεϊνσιανισμού».

Με αυτά τα δεδομένα, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις δεν οφείλεται κυρίως στην πολιτική της ηγεσίας του, αλλά στις ενωτικές διακηρύξεις που καλλιέργησε και τον συνοδεύουν από την ίδρυσή του, κυριότερα όμως στη γενικότερη στροφή των εργαζόμενων προς τ’ αριστερά και στην ανοιχτή κρίση του ΠΑΣΟΚ. Η ηγεσία του ΣΥΝ αξιοποιεί αυτή τη δημοσκοπική άνοδο, που εκφράζει τη στροφή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων προς τα αριστερά, με οπορτουνιστικό τρόπο: εκλογοκεντρικά, παραγοντίστικα, χωρίς ξεκάθαρες προγραμματικές συμφωνίες και συμφωνημένο περιεχόμενο κοινής δράσης στο κίνημα. Με λάθος σχέδιο (υποκατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας) και λάθος τακτική (παραγοντισμός κορυφής, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα κερδηθεί η λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ).
Αυτές οι εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνθηκαν από την προσωρινή υποχώρηση του κινήματος το προηγούμενο δίμηνο. Αυτό μας δίνει ένα μέτρο για να εκτιμήσουμε τη στάση του ρεφορμισμού και τις διεργασίες στο ΣΥΝ – και κατ’ επέκταση το ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία θα προχωρήσει με ζιγκ ζαγκ: όταν το κίνημα πιέζει αποφασιστικά, θα σπρώχνεται αριστερά. Όταν το κίνημα υποχωρεί, θα στρέφεται δεξιά. Αυτά τα ζιγκ ζαγκ όμως έχουν ένα απόλυτο όριο: τη στιγμή που το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο, που τα διλήμματα θα γίνουν ακραία: ή με το σύστημα ή με την εργατική τάξη και το κίνημα, ή με την επανάσταση ή με την αντεπανάσταση. Τότε ο ρεφορμισμός θα βρεθεί κοντά στη διάσπαση, τόσο στην ηγεσία,  όσο κυρίως στη βάση. Τότε μαζικά του τμήματα ενδέχεται να στραφούν προς τον «κεντρισμό», ακόμη και την επανάσταση. Και αυτό αποτελεί ένα θεμελιώδη λόγο της ύπαρξής μας στο ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την περίοδο: για να βρισκόμαστε ακριβώς σε επικοινωνία και διάδραση με τα κομμάτια που θα κινηθούν προς τα αριστερά, για να κερδίσουμε όσο πιο μαζικά γίνεται στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Τη δεδομένη στιγμή ο ΣΥΝ είναι ένα αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα με την ηγεσία του να κινείται με ένα αριστερό κεϊνσιανό πρόγραμμα. Ωστόσο, μία ενδεχόμενη μεγάλη εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα ενισχύσει την επιρροή του, φέρνοντας κοντά τους χιλιάδες αγωνιστές-στριες και συσπειρώνοντας ευρύτερα ακόμη περισσότερους. Η εκλογική σύνθεση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει αναπόφευκτα πιο εργατική και λαϊκή, ανοίγοντας μια δυνατότητα να κινηθεί στην ίδια κατεύθυνση και η κοινωνική σύνθεση της βάσης (σε ποιο βαθμό θα αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα, θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις τους στην οργάνωση του κινήματος αλλά και από το πολιτική τους ικανότητα να οργανώσουν τη μετωπική πολιτική αντιπαράθεση με το σύστημα). Αποτελεί ισχυρή πιθανότητα, ο ΣΥΝ (κατ’ επέκταση και ο ΣΥΡΙΖΑ) από ένα κόμμα της ριζοσπαστικοποιημένης εργαζόμενης διανόησης και του πιο ριζοσπαστικού τμήματος των ειδικευμένων και καλύτερα αμειβόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης, ως αποτέλεσμα του μεγέθους της επίθεσης σε όλα ανεξαίρετα τα τμήματα των εργαζόμενων, αλλά και της κίνησης προς τις γραμμές του ευρύτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, να τείνουν να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά ενός πιο κλασικού αριστερού εργατικού κόμματος.
Ποιος θα υποδεχθεί κατά κύριο λόγο αυτή τη δυναμική, ο ΣΥΝ ή ο ΣΥΡΙΖΑ; Η θέση μας είναι ότι μπορεί καλύτερα και πρέπει να την υποδεχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος είναι ενωτικό εγχείρημα και έχει σαφώς πιο αριστερό προφίλ και πιο αριστερό συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό του. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να ενισχυθούν οι δομές βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και οι δομές παρέμβασης στα κινήματα και να δυναμώσει ο αριστερός συσχετισμός στους κόλπους του.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο διάστημα ύστερα από τις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές του 2010, όπου κατέγραψε ένα εκλογικό ποσοστό που της έδινε τη δυνηατότητα να δώσει τη μάχη να σταθεροποιηθεί σαν πολιτική δύναμη της Αριστεράς με εθνική αναγνωρισιμότητα, απλώς κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό αυτή τη δυνατότητα. Η σταθεροποίησή της σε αναγνωρίσιμη δύναμη της Αριστεράς παραμένει μια δυνατότητα, αλλά πλέον εξαιρετικά αποδυναμωμένη. Για να αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα, θα πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ξεπεράσει τα πολιτικά της όρια. Να ξεπεράσει το σεχταρισμό και τις ανεπάρκειες του πολιτικού της σχεδίου και να παίξει, από αντικαπιταλιστικές θέσεις, το ρόλο που έπαιξε για ένα διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποφεύγοντας σεχταριστικές διαχωριστικές (όπως η ανάδειξη σε λυδία λίθο της αντικαπιταλιστικής πολιτικής τού «έξω από την ΟΝΕ»), παίρνοντας ανοιχτές πρωτοβουλίες που απευθύνονται σε όλη την Αριστερά και ανοίγοντας τις γραμμές της σε κόσμο που θέλει να στρατευτεί όχι στις συνιστώσες της αλλά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όσον αφορά τη στάση της στην κρίση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτυγχάνει να καλύψει το πολιτικό κενό μιας ταξικής και διεθνιστικής πολιτικής γραμμής στην περίοδο. Η ανάδειξη σε βασική διαχωριστική γραμμή μέσα στην Αριστερά της στάσης απέναντι στην Ευρωζώνη υπονομεύει την «ταξική εμβέλεια» και τη μεταβατική – σοσιαλιστική δυναμική του αιτήματος της στάσης πληρωμών και ανοίγει την κερκόπορτα για τον πατριωτικό αντιμπεριαλισμό και τις θεωρίες των σταδίων. Κατά δεύτερο λόγο, είναι επίσης φανερή η εμμονή σε μια γραμμή κατά κύριο λόγο συνδικαλιστικής παρέμβασης – έστω «ταξικής», με υποτίμηση των καθαυτό πολιτικών εργαλείων, πρωτοβουλιών και μεθόδων πάλης και με συνειδητή «αποχή» από τη μάχη για την εξουσία.

Η σύγκριση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκλειστικά με βάση τη σύγκριση των πολιτικών του πλαισίων είναι λαθεμένη. Στηρίζεται στη μεταφυσική προσέγγιση ότι τα κόμματα είναι η πολιτική τους γραμμή, κάνοντας αφαίρεση του ουσιαστικού ζητήματος τι εκπροσωπούν κοινωνικά και άρα ποιο είναι το πραγματικό ειδικό τους βάρος στην ταξική αντιπαράθεση. Από αυτή την άποψη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ  πολύ λίγο επηρεάζει το συνολικό ταξικό συσχετισμό αλλά και το συσχετισμό μέσα στην Αριστερά. Ο λόγος είναι ότι δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ιστορική αδυναμία της άκρας αριστεράς, που αδυνατεί να μετασχηματιστεί σε χώρο που εκπροσωπεί σε αναγνωρίσιμα μαζική κλίμακα εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι διαθέτει ένα σημαντικό και μαχόμενο δυναμικό.


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ – ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Η κρίση με αυτά τα χαρακτηριστικά αναδεικνύει την κεντρική σημασία του προγράμματος. Για την επαναστατική μαρξιστική οργάνωση αναδεικνύεται σε όλη της τη σημασία η σπουδαιότητα του μεταβατικού προγράμματος. Μεταβατικό, γιατί αποσκοπεί στο να χτίσει «γέφυρες» ανάμεσα στις ώριμες στη συνείδηση των μαζών σημερινές ανάγκες και στην πάλη για την εξουσία, να χτίσει τη «γέφυρα» για τη σοσιαλιστική επανάσταση, να συσπειρώσει και κινητοποιήσει την εργατική τάξη στον αγώνα για την εξουσία. Γιατί, όπως σημείωνε ο Τρότσκι, αυτή η γέφυρα είναι απαραίτητο εργαλείο για όσους/ες σκοπεύουν να περάσουν «απέναντι», στο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα δεν έχει καμία σχέση με το «μίνιμουμ» πρόγραμμα των ρεφορμιστών, το οποίο διαχωρίζει την πάλη σε δύο διακριτά στάδια: στο σημερινό στάδιο των «μίνιμουμ» αιτημάτων για την καλυτέρευση της ζωής της εργατικής τάξης στο πλαίσιο του καπιταλισμού και στο στάδιο υλοποίησης των σοσιαλιστικών στόχων, που αποσυνδέεται από τους σημερινούς αγώνες και χάνεται στα βάθη του μέλλοντος.

Με αυτή τη λογική, τα βασικά μεταβατικά αιτήματα που συγκροτούν το μεταβατικό πρόγραμμα στην ιστορική συγκυρία της σημερινής κρίσης είναι τα εξής:
1. Κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων και ρυθμίσεων της περιόδου του μνημονίου και καταγγελία των σχετικών συμβάσεων και νομικών δεσμεύσεων προς την τρόικα και το ΔΝΤ.
2. Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, με την εξαίρεση του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου.
3. Εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων Κατάργηση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Κατάργηση του τραπεζικού και εμπορικού απορρήτου. Συγκεντροποίηση όλου του τραπεζικού συστήματος σε μια δημόσια τράπεζα και κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
4. Απαγόρευση των απολύσεων. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση όλων των επιχειρήσεων που προχωρούν σε απολύσεις ή κλείνουν, καθώς και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, και λειτουργία τους κάτω από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο.
5. Επανεθνικοποίηση όλων των δημόσιων επιχειρήσεων και ΔΕΚΟ που ιδιωτικοποιήθηκαν, αλλά και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων τους και κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
6. Επίδομα ανεργίας ίσο με τον κατώτερο μισθό για όλο το διάστημα της ανεργίας και συντάξεις ίσες με τον τελευταίο μισθό πριν την έξοδο στην σύνταξη.
7. Καθιέρωση εργατικού τιμαρίθμου με έλεγχο και δικαίωμα βέτο στην διαμόρφωση του από τις εργατικές οργανώσεις και καθιέρωση αυτόματης αναπλήρωσης του εργατικού εισοδήματος με βάση τις αυξήσεις του.
8. Μείωση του χρόνου εργασίας με 35ωρο – 5θημερο – 7ωρο (30ωρο -5θημερο – 6ωρο για τα βαρέα και ανθυγιεινά). Αυτόματη περαιτέρω μείωση του χρόνου εργασίας όταν αυξάνεται η ανεργία, με στόχο το χτύπημά της. Σύνταξη στα 30 χρόνια εργασίας χωρίς όριο ηλικίας.
9. Βαριά φορολόγηση των καπιταλιστικών κερδών και των μεγάλων εισοδημάτων (κινητή και ακίνητη περιουσία). Καταγραφή των περιουσιών ώστε να αποτραπεί η δραπέτευση κεφαλαίων και η φοροδιαφυγή
10. Διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
11. Αποκατάσταση και διεύρυνση των ευνοϊκών διατάξεων υπέρ των γυναικών. Καμία γυναίκα ανασφάλιστη. Σύνταξη της νοικοκυράς. Υποδομές κοινωνικής πρόνοιας που θα απαλλάσσουν τις γυναίκες από την αποκλειστική φροντίδα των παιδιών, των γερόντων και των άρρωστων μελών της οικογένειας, του νοικοκυριού.
12. Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Υπηκοότητα στους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Άσυλο και στέγη στους πρόσφυγες. Ανοικτά σύνορα.
13. Αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα – δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας στη Θράκη ως τουρκικής. Κατάργηση του 3% στον εκλογικό νόμο που στρέφεται κατά της εκλογής αντιπροσώπων της μειονότητας στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Τερματισμός των κρατικών παρεμβάσεων στις θρησκευτικές και πολιτικές υποθέσεις της μειονότητας.
Αναγνώριση της εθνικά μακεδονικής μειονότητας και των πολιτιστικών και γλωσσικών δικαιωμάτων της.
14. Αφοπλισμός της αστυνομίας, κατάργηση όλων των ειδικών μονάδων, κατάργηση των ΜΑΤ, απαγόρευση της χρήσης δακρυγόνων και χημικών
15. Κλείσιμο των βάσεων – αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και όλους τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς.

Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε, ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩ

1. Η κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι «κρίση αρχιτεκτονικής» της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της ζώνης του ευρώ: α. Είναι κομμάτι της συνολικότερης καπιταλιστικής κρίσης και έχει όλα της τα χαρακτηριστικά: Κρίση υπερσυσσώρευσης («επένδυση πέρα απ’ τα όρια και «πίστωση πέρα απ’ τα όρια»), που ο «μηχανισμός» της είναι μια βίαιη επιβολή του νόμου της αξίας πάνω στην υπερεπέκταση του χρηματοοικονομικού τομέα και στον υπερδανεισμό κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών. β. Είναι κρίση των χωρών-μελών: Στο βαθμό που η κρίση παρασέρνει την Ελλάδα, στη συνέχεια την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τώρα πλέον τις  από τις 4 ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία), μετατρέπεται αυτόματα σε κρίση της Ευρωζώνης συνολικά.
Η κρίση της Ευρωζώνης δεν είναι κρίση «αρχιτεκτονικής» όχι μόνο γιατί η κρίση στις χώρες-μέλη έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της συνολικότερης κρίσης, αλλά και γιατί την ίδια κρίση βιώνουν και χώρες εκτός Ευρωζώνης (Μ. Βρετανία), όπως και οι ΗΠΑ κ.λπ.

2. Η κρίση των χωρών-μελών αναπόφευκτα πλήττει την αξιοπιστία του ευρώ, επειδή η κρίση αμφισβητεί την ίδια του την αποστολή. Η βασική αποστολή του ευρώ είναι ταξική και ιμπεριαλιστική: α. Να επιβάλει ένα πλαίσιο ανταγωνιστικής λιτότητας, να δημιουργήσει τους όρους ώστε να επιβληθεί με γρηγορότερους ρυθμούς και σε μεγαλύτερο βάθος ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο λιτότητας και καταστροφής των μεταπολεμικών -και όχι μόνο- εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων στην Ευρώπη. β. Να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο παγκόσμιου ανταγωνισμού και οργάνωσης της εκμετάλλευσης του παγκόσμιου Νότου. Ο ταξικός – ιμπεριαλιστικός ρόλος του ευρώ εξασφαλίζει το κοινό «μέρισμα», το κοινό όφελος για τις αστικές τάξεις όλων των χωρών-μελών. Η δύναμη του ευρώ, η αξιοπιστία του προϋποθέτουν να μπορεί να εκπληρώσει τους δύο αυτούς ρόλους αποτελεσματικά. Η κρίση των χωρών-μελών αμφισβητεί την αξιοπιστία του και το ρόλο του. Επομένως, είναι η κρίση των χωρών που αμφισβητεί το ευρώ, κι όχι το ευρώ που ευθύνεται για την κρίση των χωρών-μελών.

3. Πριν το ξέσπασμα της κρίσης, το ευρώ λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής των κερδών για τις αστικές τάξεις των αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης: Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία γνώρισαν περίοδο οικονομικής ανάπτυξης με πολύ υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Στην Ελλάδα είχαμε επί 15 συνεχόμενα χρόνια (1994-2008) συνεχόμενη ανάπτυξη με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ περί το 4%, υψηλό ποσοστό επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και -το κυριότερο- πολύ υψηλά ποσοστά κέρδους. Στο διάστημα αυτό η ελληνική αστική τάξη κολύμπησε στα κέρδη, καθώς το ευρώ εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό τους δύο βασικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς προσαρμογής που λειτουργούν για χώρες με εθνικά νομίσματα: α. Την υποτίμηση του νομίσματος: Όταν αυξάνεται το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, τότε το εθνικό νόμισμα υποτιμάται, και αυτό περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε η επένδυση πέρα από τα όρια και η πίστωση πέρα από τα όρια να μη φτάσει σε επίπεδα να ξεσπάσει σε βίαιη κρίση. β. Την αύξηση του επιτοκίου δανεισμού (του Δημοσίου, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών): Όταν το κρατικό χρέος αυξάνεται, τότε αυξάνεται το επιτόκιο δανεισμού του κράτους και επομένως και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Με το ευρώ, το επιτόκιο δανεισμού παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα ενώ το κρατικό χρέος είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, συντηρώντας έτσι το «πάρτι» της καπιταλιστικής κερδοφορίας – κερδοσκοπίας μέχρι το «παραπέντε» της κρίσης.
Έτσι, συσσωρεύτηκε πολύ μεγαλύτερο εκρηκτικό υλικό: επένδυση και πίστωση πέρα από τα όρια, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τα καπιταλιστικά κράτη του ευρωπαϊκού Νότου απ’ ό,τι για τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Ύστερα από το ξέσπασμα της κρίσης, το ευρώ λειτουργεί αντίστροφα, σαν πολλαπλασιαστής της κρίσης: την περιπλέκει και τη βαθαίνει.

4. Η γερμανική απάντηση στην κρίση είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ευρώ και η τροποποίηση της «αρχιτεκτονικής» της Ευρωζώνης με τρόπο ώστε να αποκατασταθεί ο ταξικός και ιμπεριαλιστικός του ρόλος. Είναι η μόνη συνεπής με τις ιδρυτικές αρχές του ευρώ -και γι’ αυτό ηγεμονική- πρόταση για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη: αποκατάσταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στις χώρες με κρίση χρέους, αποκατάσταση του μηχανισμού του επιτοκίου και του μηχανισμού του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών μέσα από προγράμματα βαριάς λιτότητας στις χώρες που έχουν δημοσιονομική κρίση (κρίση χρέους).
5. Ο ισχυρισμός ότι αν ήταν άλλη η «αρχιτεκτονική» του ευρώ, δεν θα είχαμε κρίση ή αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν χρησιμοποιούνταν χρηματοοικονομικά εργαλεία όπως το ευρωομόλογο ή το τύπωμα χρήματος, είναι λάθος. Το αποδεικνύουν οι ΗΠΑ, που δεν έχουν προβλήματα «αρχιτεκτονικής» αλλά έχουν το πραγματικά παγκόσμιο νόμισμα, το δολάριο: με το τύπωμα χρήματος και τα άλλα γιατροσόφια, όχι μόνο δεν βγήκαν από την κρίση αλλά δεν κατάφεραν καν να αποφύγουν την οικονομική κατάρρευση κάποιων Πολιτειών τους (Ουισκόνσιν, Καλιφόρνια).

6. Η «ελλιπής αρχιτεκτονική» του ευρώ δεν πρόκειται να αποκατασταθεί. Ο στόχος της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης με κοινό προϋπολογισμό, κοινή πολιτική και κοινό «κράτος» δεν μπορεί να υπάρξει με ειρηνικά μέσα. Θα προϋπόθετε μια ειρηνική διαδικασία αυτό-απαλλοτρίωσης των αστικών τάξεων των επιμέρους χωρών-μελών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, που είναι ουτοπική και ανέφικτη.
Αντίθετα, μέσα στην κρίση και για τη διαχείρισή της, οι αποφάσεις της τελευταίας ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής στις 26-27 Οκτωβρίου σηματοδοτούν την κατεύθυνση των εξελίξεων: η ευρωπαϊκή ενοποίηση παίρνει πιο έντονα διακρατικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας», μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής «φυλακής των λαών», με ληστρικά και ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Μόνο με τέτοιους όρους μπορεί να αναστηλωθεί ο ταξικός και ιμπεριαλιστικός ρόλος του ευρώ.

7. Η κρίση είναι η στιγμή της αλήθειας για ευρώ και Ευρωζώνη: Αποδεικνύει ότι η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη δεν ενσωματώνουν ούτε διαφυλάσσουν -έστω «αντικειμενικά»- κάποιο «κεκτημένο» των Ευρωπαίων εργαζομένων, αλλά αντίθετα είναι ο μηχανισμός του κεφαλαίου που μεθοδικά και με πρωτοφανή ταχύτητα και σκληρότητα αποδομεί και καταστρέφει αυτό το «κεκτημένο», δηλαδή τις ιστορικές εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις. Επομένως, στρατηγικές για το «καλό ευρώ» ή -πολύ περισσότερο- για το «σοσιαλιστικό ευρώ» είναι λαθεμένες, αδιέξοδες και αποπροσανατολιστικές.

8. Ο στρατηγικός στόχος της Αριστεράς για την Ευρώπη πρέπει να είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία, οι Ηνωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Η κοινή εμπειρία των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων και λαών από δύο Παγκοσμίους Πολέμους με επίκεντρο την ευρωπαϊκή ήπειρο, το ιστορικά πιο προωθημένο στην Ευρώπη επίπεδο εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων (αυτό που αποκαλείται δημοσιογραφικά «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο»), η εμπειρία της ΕΟΚ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (που προσφέρει έναν κοινό αντίπαλο, αλλά και τη συνείδηση ότι ο αντίπαλος είναι κοινός), η μακρά παράδοση ομοσπονδιακών ή συνομοσπονδιακών κρατικών δομών (απολυταρχικών αλλά και της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας) έχουν αφήσει τα ιστορικά τους ίχνη. Επιτρέπουν και επιβάλλουν στην Αριστερά να θέσει το διεθνιστικό στόχο μιας ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας, που θα επιβάλλει το σοσιαλιστικό σχεδιασμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την «ευρωπαϊκή ενοποίηση»: η απαλλοτρίωση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων μέσα από μια ευρωπαϊκή επαναστατική διαδικασία.
Ο στρατηγικός αυτός στόχος πρέπει να υπηρετηθεί μέσα από τη σταδιακή διαμόρφωση ενός κοινού μεταβατικού προγράμματος των σοσιαλιστικών και διεθνιστικών δυνάμεων, που θα είναι το εργαλείο για μια κινηματική και πολιτική «άνοιξη των λαών» στην Ευρώπη. Στόχος, η μετωπική σύγκρουση και διάλυση της Ευρωζώνης, σαν μηχανής του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και σαν ληστρική «ιερή συμμαχία» και η Συντακτική Συνέλευση των λαών της Ευρώπης για την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας.

9. Ο στόχος της διάλυσης της Ευρωζώνης είναι προφανές ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργεί σε μεσο-μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Ωστόσο, η ίδια πρόταση στις επιμέρους χώρες-μέλη λειτουργεί πολύ πιο άμεσα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι η τύχη του ευρώ παίζεται πρώτα απ’ όλα στις επιμέρους χώρες που βιώνουν την κρίση. Αν το κίνημα και η Αριστερά καταφέρουν να σπάσουν έναν «αδύναμο κρίκο», να πετύχουν μια ανατροπή σε μια χώρα-μέλος, τότε το συνολικό οικοδόμημα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης θα κλυδωνιστεί. Αν θέλουμε να παλέψουμε ενάντια στο ευρώ, αν θέλουμε να συνεισφέρουμε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στον αγώνα ενάντια στην Ευρωζώνη και για τη διάλυσή της, πρέπει να αμφισβητήσουμε το ευρώ στη δική μας χώρα, να αγωνιστούμε ενάντια στο δικό μας καπιταλισμό, να αγωνιστούμε για να σπάσουμε το δικό μας αδύναμο κρίκο. Έτσι, ο κοινός στόχος για διάλυση της Ευρωζώνης σαν πολεμικής μηχανής του κεφαλαίου, μπορεί να είναι η βάση για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού σχηματισμού μάχης των κινημάτων και της Αριστεράς και ταυτόχρονα αιχμή του προγράμματος της Αριστεράς σε εθνικό επίπεδο.

10. Διαφωνούμε με την πρόταση να θέσει η Αριστερά το στόχο «Έξω από το ευρώ». Το «Έξω από το ευρώ» δεν μπορεί να είναι -και δεν είναι- μεταβατικό αίτημα, δεν ανήκει σε αυτά τα αιτήματα που γεφυρώνουν το σήμερα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό. Η σύγκρουση με την Ευρωζώνη (αλλά και το διεθνές σύστημα γενικότερα) θα είναι προϊόν της ρήξης με το δικό μας καπιταλισμό, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ρήξης. Αν θεωρήσουμε το «Έξω από το ευρώ» μεταβατικό αίτημα, τότε σημαίνει ότι την έξοδο από το ευρώ με καπιταλιστικούς όρους τη θεωρούμε προϋπόθεση για τη ρήξη με το δικό μας καπιταλισμό. Σε αυτή την περίπτωση, αναπόφευκτα πέφτουμε στο φετιχισμό του νομίσματος και στα οφέλη που θα αποφέρει: δυνατότητα τυπώματος χρήματος, υποτίμηση, ευνόηση των εξαγωγών κ.λπ.

11. Τα νομίσματα είναι ταξικά: είναι εργαλεία ταξικής πολιτικής. Η ταξικότητά τους δεν κρίνεται από το αν είναι εθνικά, αλλά από το σε ποιο πλαίσιο εξουσίας λειτουργούν. Υπό καπιταλιστικούς όρους, όχι μόνο το ευρώ αλλά και η δραχμή ή οποιοδήποτε εθνικό νόμισμα είναι ταξικό εργαλείο, δηλαδή εργαλείο ταξικής πολιτικής της αστικής τάξης. Άρα, η θέση μας είναι: καμιά θυσία για το ευρώ – καμιά αυταπάτη για τη δραχμή!

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

1. Η δυνατότητα να σπάσει ο «αδύναμος κρίκος» της διακυβέρνησης, να ανατραπεί η κυβέρνηση του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη φθορά των καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων και την άνοδο της Αριστεράς, θέτει επιτακτικά το ζήτημα μιας πρότασης μάχης. Όλο και σε πιο μαζική κλίμακα, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά μικροαστικά στρώματα αντιλαμβάνονται ότι στο βαθμό που συνεχίσουν να κυβερνούν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου και πάμε από μνημόνιο σε μνημόνιο, η κατάσταση θα χειροτερεύει. Σε αντίθεση με πολλές δυνάμεις της Αριστεράς που προτείνουν ακόμη πλαίσια κοινωνικής διαπραγμάτευσης και αντίστασης, αντιλαμβάνονται -έστω ενστικτωδώς- ότι «χωρίς να πάρουμε την κυβέρνηση» δεν πρόκειται η επίθεση του κεφαλαίου να ανακοπεί και να ανοίξει ένας άλλος δρόμος. Ο ίδιος ο κόσμος λοιπόν απαιτεί από την Αριστερά να τολμήσει να μπει στον αγώνα για την εξουσία, διεκδικώντας κατ’ αρχάς την κυβερνητική εξουσία, για να πάψουν να πληρώνουν οι εργαζόμενοι την κρίση και να πληρώσει το κεφάλαιο και οι τοκογλύφοι. Η «Κυβέρνηση της Αριστεράς» είναι λοιπόν πηγαίο αίτημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Για τους παραπάνω λόγους, δημιουργούνται οι όροι ώστε το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς» να γίνει στα χέρια της οργάνωσής μας ένα όπλο με διαπαιδαγωγητική αξία αλλά και ένα εργαλείο τακτικής, σύμφωνα με την παράδοση της «εργατικής (ή εργατο-αγροτικής) κυβέρνησης του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Μεταβατικού Προγράμματος του Τρότσκι.

2. «Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα η εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη.
Σ’ αυτές τις χώρες το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης» αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου».
(4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
Οι όροι για να χρησιμοποιηθεί το «Κυβέρνηση της Αριστεράς» σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα έχουν ήδη επαρκέστατα δημιουργηθεί. Οι όροι ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα επίσης έχουν δημιουργηθεί σε μεγάλο βαθμό.

3. Κυβέρνηση της Αριστεράς με ποιο πρόγραμμα;
«Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας».
(4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
Επομένως, ρίχνοντας το σύνθημα για κυβέρνηση της Αριστεράς, βάζουμε ταυτόχρονα μια απαραίτητη προϋπόθεση: Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να υλοποιήσει ένα «στοιχειώδες» πρόγραμμα, που θα διασφαλίζει ότι θα ισχυροποιήσει τη θέση της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων στο συνολικό αγώνα για την εξουσία. Δεν καλούμε λοιπόν γενικώς τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς να κυβερνήσουν και, πολύ περισσότερο, δεν αδιαφορούμε για το πρόγραμμα.
Στο «στοιχειώδες» αυτό πρόγραμμα, κρίσιμης σημασίας είναι τα στοιχεία του προγράμματος που θα εξοπλίσουν την εργατική τάξη και το κίνημα αντίστασης γενικότερα στο συνολικό αγώνα για την εξουσία. Στις συνθήκες της δικής μας πάλης, τέτοια αιτήματα πρέπει να είναι όχι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου (η ταξική αντιπαράθεση δεν διεξάγεται σε αυτή τη φάση με τέτοια μέσα), αλλά: α. Ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών με «όπλα» που θα διευκολύνουν την εφαρμογή του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου: Κατάργηση της παράνομης και καταχρηστικής απεργίας, κατάργηση της πολιτικής επιστράτευσης, νομοθεσία για την εργατική δημοκρατία της βάσης στα συνδικάτα, απαγόρευση των απολύσεων και νομοθεσία που θα διευκολύνει το πέρασμα των επιχειρήσεων που απολύουν ή κλείνουν στη διαχείριση των εργαζομένων, νομοθεσίες για την κατάργηση του εμπορικού και επιχειρηματικού απορρήτου κ.λπ. β. Να τεθεί εκτός νόμου η «Χρυσή Αυγή» και να εκκαθαριστούν οι «θύλακοι» του Άγ. Παντελεήμονα κ.λπ. γ. Να καταργηθεί ο τρομονόμος, να διαλυθούν τα ειδικά σώματα της αστυνομίας και να αφοπλιστεί, να απαγορευτεί η χρήση χημικών.
Πρόσθετα σε αυτά, προφανώς, πρέπει να προστεθούν βασικά μεταβατικά αιτήματα, όπως: Στάση πληρωμών για διαγραφή του χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, κατάργηση όλων των ρυθμίσεων και διεθνών συμφωνιών και νομικών δεσμεύσεων της περιόδου του μνημονίου, μαζική επανεθνικοποίηση όλων των πρώην ΔΕΚΟ κ.λπ.
Το «στοιχειώδες» αυτό πρόγραμμα έχει δύο στόχους: α. Να εξοπλίσει την εργατική τάξη με όλα τα εργαλεία που θα της δώσουν δύναμη να διεξαγάγει με ακόμη μεγαλύτερη ορμή τον αγώνα για την εξουσία. Γιατί για μια επαναστατική οργάνωση η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να θεωρείται θρυαλλίδα, σημείο καμπής στο συνολικό αγώνα για την εξουσία. β. Να εξασφαλίσει τις άμεσες παρεμβάσεις που θα ανοίξουν το δρόμο ώστε η κυβέρνηση της Αριστεράς να μην πισωγυρίσει στη διαχείριση του συστήματος ή να μην επιτρέψει τη συντριβή του κινήματος από τη βέβαιη βίαιη αντίδραση της αστικής τάξης και του «βαθέος» κράτους.

4. «Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία αστικής τάξης και σοσιαλδημοκρατίας οι κομμουνιστές αντιτάσσουν το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και το πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας, όλος ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να περάσει στα χέρια της εργατικής κυβέρνησης και οι θέσεις της εργατικής κυβέρνησης να ενισχυθούν».
(4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι εργαλείο της τακτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου. Επομένως, δεν έχει καμία σχέση με τη ρεφορμιστική στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, τις διάφορες εκδοχές του λαϊκού μετώπου ή τη στρατηγική της κεντροαριστεράς.
5. «Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές απόρριψαν χωρίς ενδοιασμούς το σύνθημα της «κυβέρνησης εργατών και αγροτών» στην αστική-δημοκρατική του έκδοση. Διαβεβαίωσαν τότε και διαβεβαιώνουν και τώρα ότι, αν το κόμμα του προλεταριάτου αρνηθεί το βήμα πέρα από τα αστικά-δημοκρατικά όρια, η συμμαχία του με την αγροτιά θα καταλήξει απλά στην υποστήριξη του κεφαλαίου, όπως έγινε με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλ-Επαναστάτες, το 1917, όπως έγινε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, το 1925-27, και όπως γίνεται τώρα με τα Λαϊκά Μέτωπα στην Ισπανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες».
«Έτσι, το σύνθημα «κυβέρνηση εργατών και αγροτών», χρησιμοποιείται από μας αποκλειστικά με την έννοια που είχε το 1917 στο στόμα των Μπολσεβίκων, δηλαδή σαν ένα σύνθημα ενάντια στην μπουρζουαζία και τον καπιταλισμό, αλλά σε καμιά περίπτωση με τη «δημοκρατική» έννοια που του έδωσαν αργότερα οι επίγονοι, μεταμορφώνοντάς το από γέφυρα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση στο κύριο εμπόδιο στο δρόμο της.

Απ’ όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις, που βασίζονται πάνω στους εργάτες και τους αγρότες και μιλούν στο όνομά τους, απαιτούμε να σπάσουν τους πολιτικούς τους δεσμούς με την μπουρζουαζία και να μπούνε στο δρόμο της πάλης για μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών. Σ’ αυτό το δρόμο, τους υποσχόμαστε πλήρη υποστήριξη ενάντια στην καπιταλιστική αντίδραση. Ταυτόχρονα, αναπτύσσουμε ακούραστα μια ζύμωση γύρω από τις μεταβατικές διεκδικήσεις που θα πρέπει κατά τη γνώμη μας, να αποτελούν το πρόγραμμα της «Κυβέρνησης Εργατών και Αγροτών».
(Τρότσκι, Μεταβατικό Πρόγραμμα)

Άρα, το σύνθημα κυβέρνηση της Αριστεράς δεν συνιστά τακτική συμφιλίωσης με το ρεφορμισμό ή το λαϊκό μέτωπο, αλλά τακτική διεκδίκησης της εργατικής και κινηματικής πρωτοπορίας από το ρεφορμισμό με εργαλείο μια τακτική μάχης για την εξουσία. Λέμε στην ηγεσία των ρεφορμιστικών κομμάτων: τολμήστε να μπείτε στον αγώνα για την εξουσία για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, τολμήστε να σπάσετε το στάτους κβο με την αστική τάξη, τολμήστε να σπάσετε τους δεσμούς σας μαζί της. Διεκδικήστε την κυβερνητική εξουσία, με ένα πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς, για να εφαρμόσετε ένα τέτοιο «στοιχειώδες» πρόγραμμα που θα ανακουφίσει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και θα ισχυροποιήσει τη θέση τους στο συνολικό αγώνα για την εξουσία, που θα ξεσπάσει ακόμη πιο βίαιος και γενικευμένος με την άνοδο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία.

6. Λέμε κυβέρνηση της Αριστεράς κι όχι εργατική κυβέρνηση: Γιατί από τη μια οι όροι συγκρότησης της εργατικής τάξης στον αγώνα για την εξουσία είναι τόσο αδύναμοι και από την άλλη τα κόμματα της Αριστεράς δεν αυτοπροσδιορίζονται σαν εργατικά κόμματα, που αγωνίζονται για την εργατική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, ώστε ένα σύνθημα για «εργατική κυβέρνηση» δεν θα είναι πολιτικά συγκεκριμένο αλλά ιστορικά αφηρημένο. Όταν διατυπώθηκε, αυτό το σύνθημα πίεζε τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων γιατί η εργατική τάξη ως τέτοια ήταν παρούσα στον αγώνα για την εξουσία και η κίνησή της πίεζε τις ηγεσίες του ρεφορμισμού. Τώρα, αυτό το στοιχείο στη συγκυρία είναι υπανάπτυκτο, με αποτέλεσμα ένα σύνθημα για «εργατική κυβέρνηση» να λειτουργεί σαν αφηρημένη προπαγάνδα και άρα να μην κάνει τη βασική δουλειά στην οποία αποσκοπεί αυτή η τακτική: την πίεση στα ρεφορμιστικά κόμματα να σπάσουν τους δεσμούς τους με την αστική τάξη, αλλιώς να βρεθούν εκτεθειμένα στον κόσμο τους.

7. Δεν υιοθετούμε την τακτική που εκφράζει το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς» επειδή θεωρούμε ότι η υπαρκτή Αριστερά, μπορεί να δει το ζήτημα με το δικό μας τρόπο και να το υλοποιήσει από τη δική μας, δηλαδή από επαναστατική σκοπιά. Αντίθετα, ο ρεφορμισμός (ΣΥΝ, ΚΚΕ) δεν μπορεί παρά να επαναλάβει τον εαυτό του: αν -υπό τις σημερινές συνθήκες- σχηματίσει κυβέρνηση της Αριστεράς, αυτή θα είναι κυβέρνηση λαϊκού μετώπου. Εμείς θα είμαστε μέσα σ’ αυτό το πολιτικό μέτωπο, όπως οι Ισπανοί επαναστάτες διεθνιστές ήταν μέσα στο λαϊκό μέτωπο ή κάποιοι τροτσκιστές ήταν μέσα στο ΕΑΜ και (λιγότεροι) στον ΕΛΑΣ. Θα είμαστε εκεί όμως για να αντιπαλέψουμε την πολιτική του λαϊκου μετώπου, να στηριχτούμε και να δώσουμε έκφραση στα πιο πρωτοπόρα κινηματικά τμήματα που θα αποκτούν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και θα απαιτούν βάθεμα της ρήξης με το σύστημα.

Γιατί συνεχίζουμε να προπαγανδίζουμε το σύνθημα για «Κυβέρνηση της Αριστεράς» παρόλο που προβλέπουμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς, της «υπαρκτής»-ρεφορμιστικής Αριστεράς, θα είναι κυβέρνηση λαϊκού μετώπου;

Για τους εξής λόγους:
α. Γιατί έτσι (προσπαθούμε να) συγκροτούμε και να κερδίζουμε πολιτικά τις κινηματικές πρωτοπορίες και τα ριζοσπαστικά κομμάτια της βάσης του ρεφορμισμού πάνω στα επιτακτικά καθήκοντα της περιόδου, πάνω σε μια γραμμή μάχης για την εξουσία.
β. Γιατί θέλουμε να στρέφουμε όλη την πίεση του κινήματος και ιδιαίτερα των συνειδητών πρωτοποριών του, αλλά και της βάσης των ρεφορμιστικών κομμάτων, προς την ηγεσία τους με όπλο προτάσεις που είναι εντελώς ώριμες στη συνείδησή τους. Τους πιέζουμε προτείνοντας το βήμα που μπορεί και πρέπει να γίνει αυτή τη στιγμή.
γ. Γιατί οι επαναστάτες είναι στην (πολύ ισχνή) μειοψηφία, δεν μπορούν να ασκήσουν με δικά τους μέσα μια τέτοια μαζική πολιτική κλίμακας και επομένως πρέπει να στοχοθετούν αυτό που μπορεί (με βάση τις αντικειμενικές συνθήκες της πάλης αλλά και τις υποκειμενικές διαθέσεις των μαζικών πρωτοποριών) και πρέπει να γίνει σε κάθε φάση και να το θέτουν σαν καθήκον της Αριστεράς εν γένει.
δ. Γιατί οι πολιτικές προτάσεις έχουν νόημα αν αφορούν υπαρκτά υποκείμενα και όχι το αφηρημένο υποκείμενο. Όμως, η απαίτηση το πολιτικό μας σχέδιο να παίρνει υπόψη του τα συγκεκριμένα, υπαρκτά υποκείμενα δεν σημαίνει ότι προσαρμόζουμε τις προτάσεις μας σ’ αυτό που μπορούν, απ’ την ίδια τους τη φύση, να κάνουν αυτά τα υποκείμενα, αλλά ότι τα πιέζουμε προτείνοντάς τους αυτό που πρέπει και μπορεί να γίνει, και που εμείς γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν να κάνουν! Αυτή η «λεπτομέρεια» είναι εντελώς κεφαλαιώδης: αν προσαρμόσουμε το πολιτικό μας σχέδιο σ’ αυτό που μπορούν να κάνουν ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λπ., απλώς θα έχουμε προσαρμοστεί στο ρεφορμισμό και θα «κατακτήσουμε» την αντικειμενική θέση των συμβούλων του. Γι’ αυτό συνδέουμε απαραιτήτως την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς με ένα ελάχιστο (όχι μίνιμουμ, αλλά «στοιχειώδες» με την έννοια που το βάζει η Κομμουνιστική Διεθνής) πρόγραμμα που διασφαλίζει (όχι αντικειμενικά, γιατί δεν έχουμε αυτή τη δύναμη, αλλά απ’ τη σκοπιά του δικού μας πολιτικού σχεδίου, το οποίο θα κληθούμε άμεσα να υπερασπιστούμε και αύριο-μεθαύριο να απολογίσουμε) ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα εκφυλιστεί σε κυβέρνηση λαϊκού μετώπου.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, η προσαρμογή στις δυνατότητες των υπαρκτών (δηλαδή των ρεφορμιστικών) πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς δεν είναι παρά συμφιλιωτισμός με το ρεφορμισμό και και άρα προδοσία της επανάστασης!
Τελικά, η τακτική αυτή (όπως και εν γένει η τακτική μας) δεν αποσκοπεί στο να κάνουμε κάποιου είδους lobbying στις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων, αλλά στο να επιταχύνουμε τη συγκρότηση μιας μαζικής επαναστατικής μαρξιστικής οργάνωσης: αυτό είναι το τελικό και υπέρτατο κριτήριο ορθότητας της «μαζικής» μας πολιτικής.

ΕΝΙΑΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Η ιστορική συγκυρία της διαρκούς επίθεσης του καπιταλισμού σε κρίση ενάντια στις ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, που παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας διαρκούς κοινωνικής αντεπανάστασης, η ανάγκη όσο το δυνατόν πιο ενιαίας και μαζικής άμυνας και πάλης της εργατικής τάξης και η ανάγκη δημιουργίας μιας μαχόμενης κοινωνικής συμμαχίας στη βάση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, αναδεικνύουν σε πρώτο πλάνο τη σημασία του ενιαίου μετώπου. Πρέπει καταρχήν να αποκαταστήσουμε την έννοια του ενιαίου μετώπου: ενότητα στη δράση για κοινούς στόχους και ενάντια στον κοινό αντίπαλο («βαδίζουμε χώρια, χτυπάμε μαζί»), ενότητα όχι μόνο στη βάση αλλά και στην ηγεσία, ενότητα όχι μόνο σε επιμέρους μέτωπα αλλά και κεντρικά πολιτικά (εφόσον είναι εφικτό), ενότητα δράσης (και όχι μόνο) μεταξύ μαζικών κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ενότητα πρώτα απ’ όλα της τάξηυς, για την ηγεμονική της παρουσία στην ευρύτερη κοινωνική συμμαχία. Ο στόχος είναι η μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων της εργατικής τάξης και η ανάδειξή της σε ηγεσία σε ένα ευρύτερο κοινωνικό μέτωπο, η ευρύτερη δυνατή ενότητά της στον αγώνα ενάντια στον κοινό εχθρό. Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι όπλο των επαναστατών με αυταξία (στο βαθμό που μπορεί να συμβάλει στη διεξαγωγή νικηφόρων αγώνων) αλλά και όπλο απέναντι στον κυρίαρχο ρεφορμισμό, για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας και την ανατροπή των συσχετισμών υπέρ του επαναστατικού ρεύματος (καθώς σε περίοδο κρίσης που ο καπιταλισμός δεν ενέχεται μεταρρυθμίσεις και η ταξική πάλη εκτραχύνεται, ο ρεφορμισμός αποδεικνύεται «στρατηγός της ήττας»).
Ενιαίο μέτωπο χωρίς τη συμμετοχή μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του ρεφορμισμού (φυσικά, των κομματιών του ρεφορμισμού που έχουν διάθεση να δώσουν μάχες), δεν έχει νόημα. Ταυτόχρονα όμως, η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι μια παθητική τακτική όπου οι επαναστάτες κάνουν εκκλήσεις ενότητας στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης περιμένοντας να εισακουστούν από τις ηγεσίες τους ή, σε αντίθετη περίπτωση, να κερδίσουν τη συμπάθεια της βάσης τους, αλλά μια μαχητική τακτική όπου οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και ο συσχετισμός δύναμης είναι κρίσιμοι παράγοντες. Με το ενιαίο μέτωπο δεν αποσκοπούμε στο να κάνουμε πολιτική μέσω τρίτων, αλλά στο να αξιοποιήσουμε την ιδέα της ενότητας στον κοινό αγώνα, που μέσα στην κρίση αποκτάει εξαιρετική δύναμη και διεισδυτικότητα, για να δημιουργήσουμε τους όρους για κοινούς αγώνες με νικηφόρα αποτελέσματα. Είναι επομένως μια τακτική που δοκιμάζεται όχι στις εκκλήσεις αλλά στην πράξη, στην πρωτοβουλία, στη δράση, στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Επομένως, στην τακτική του ενιαίου μετώπου ο συσχετισμός δύναμης, τόσο σαν προϋπόθεση όσο και σαν αποτέλεσμα, είναι κρίσιμης σημασίας. Ως προϋπόθεση, γιατί είναι μια τακτική που στις περισσότερες περιπτώσεις επιβάλλεται στους ρεφορμιστές είτε από τα πράγματα είτε από την πίεση των επαναστατών είτε από το συνδυασμό των δύο, αλλά και γιατί το πραγματικό περιεχόμενο και ο τρόπος διεξαγωγής του κοινού αγώνα για τον κοινό στόχο απέναντι στον κοινό αντίπαλο κρίνονται από μια σχέση ενωτική αλλά ταυτόχρονα συγκρουσιακή μέσα στον κοινό αγώνα. Ως αποτέλεσμα, γιατί αν η τακτική του ενιαίου μετώπου στην εφαρμογή της αντί να οδηγεί στην ισχυροποίηση των επαναστατών έναντι του ρεφορμισμού, αντίθετα οδηγεί στην ισχυροποίηση του ρεφορμισμού έναντι των επαναστατών, τότε είναι προφανώς αποτυχημένη, είτε εξαιτίας του τρόπου υλοποίησής της είτε εξαιτίας ανυπέρβλητων εμποδίων στο συνολικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στους επαναστάτες και τους ρεφορμιστές. Ωστόσο, ο συσχετισμός δύναμης είναι ένα πολύ δυναμικό μέγεθος που δεν μπορεί να υπολογιστεί με αλγόριθμους και με στατικά ιδωμένους οργανωτικούς συσχετισμούς, ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στην κρίση, που το «φαινόμενο της παλίρροιας», οι διαρκείς μεταβολές και οι ξαφνικές επιταχύνσεις δεν επιτρέπουν στην υπεροχή του ρεφορμισμού να γίνει απόλυτη αν οι επαναστάτες δεν είναι εντελώς περιθωριοποιημένοι και διαθέτουν μια σωστή τακτική.

Συμπερασματικά, η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι συμφιλιωτισμός ή «ιστορικός συμβιβασμός» με το ρεφορμισμό, αλλά ο πιο αποτελεσματικός και πιο παραγωγικός, για το κίνημα και τους επαναστάτες, τρόπος ανταγωνισμού με το ρεφορμισμό, ο πιο παραγωγικός και χρήσιμος για την εργατική τάξη και το κίνημα τρόπος να ωθήσουμε τα πράγματα στο δρόμο της αποφασιστικής και νικηφόρας αναμέτρησης με το σύστημα.

Με την τακτική του ενιαίου μετώπου συνδέεται ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα: η απεύθυνση στις μάζες και η απεύθυνση στις πρωτοπορίες. Το ζήτημα αυτό αποκτάει εξαιρετική σπουδαιότητα σε συνθήκες προεπαναστατικής περιόδου. Στις συνθήκες αυτές συσσωρεύονται οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μαζικών – μαχητικών κοινωνικών πρωτοποριών και οργάνωσης των καλύτερων στοιχείων τους στην επαναστατική οργάνωση. Έτσι, η τακτική του ενιαίου μετώπου συνδυάζεται με αυξανόμενη ένταση με το ρεφορμισμό σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, προγραμματικό, παρέμβαση στο κίνημα. Ο σχηματισμός μαζικών – μαχητικών κοινωνικών πρωτοποριών είναι μια «στιγμή» πολιτικής και κινηματικής ανάπτυξης που προετοιμάζει την εισβολή στο ιστορικό προσκήνιο της επαναστατημένης μάζας, της μαζικής προλεταριακής πρωτοπορίας. Σε αυτές τις συνθήκες, η εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου από τους επαναστάτες πρέπει να πάρει τον πιο ενεργητικό και μαχητικό χαρακτήρα και να εστιάσει κατά προτεραιότητα στην επαφή και το κέρδισμα των καλύτερων στοιχείων από τις σχηματιζόμενες κοινωνικές πρωτοπορίες.
Αν η τακτική του ενιαίου μετώπου γενικά δεν σημαίνει την παθητική γενική απεύθυνση -μέσω εκκλήσεων και νουθεσιών- στις ρεφορμιστικές ηγεσίες και στο «μέσο εργαζόμενο» (ο οποίος είναι μια αφαίρεση και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει), στη συγκυρία όπως διαμορφώνεται σε προεπαναστατική, η ενεργητικότητα στην εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία της. Το ενωτικό πνεύμα πρέπει να συνδυάζεται διαρκώς με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, πρωτοβουλία, μαχητικότητα και σύγκρουση με τη γραφειοκρατική λογική των ρεφορμιστικών κομμάτων και των ηγεσιών των συνδικάτων, με τη μεγαλύτερη δυνατή καθαρότητα, αντιπαράθεση και όταν χρειάζεται και πολεμική με τη ρεφορμιστική θεωρία, πολιτική και πρόγραμμα. Η τακτική του ενιαίου μετώπου ενσωματώνει τη συνεπή πολιτική ρήξης με το σύστημα και τα ρεφορμιστικά του προγεφυρώματα μέσα στο κίνημα, αλλά και τη συνεπή πολιτική απεύθυνσης, κερδίσματος των καλύτερων στοιχείων και κατά το δυνατόν συγχώνευσης με τις μαχητικές και αγωνιστικές κοινωνικές πρωτοπορίες σαν όρο για την ενότητα της τάξης σε ανώτερο αγωνιστικό επίπεδο, μέσα σε μια ενιαία πολιτική που δεν διασπά και διασπείρει τις δυνάμεις του κινήματος και της τάξης αλλά της συσπειρώνει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και έτσι μπορεί να είναι νικηφόρα. Στη βάση αυτή, διαφωνούμε με τις οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς που θεωρούν ότι μια πολιτική ρήξης με το σύστημα, το ρεφορμισμό και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία πρέπει υποχρεωτικά να συνδυάζεται με μορφές οργανωτικής ρήξης μέσα στα συνδικάτα ή δυσανεξίας στις πιο πλατιές ενότητες και σχηματισμούς μάχης. Χρειαζόμαστε μια πολιτική κουλτούρα και ικανότητα μαζικής παρέμβασης, συνάντησης και συγχώνευσης με τις μαζικές κοινωνικές πρωτοπορίες, με ενωτικό πνεύμα και ταυτόχρονα εντελώς ξεκάθαρη στρατηγικά, προγραμματικά και πολιτικά.

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

1. Η θέση μας ότι το πλαίσιο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης έχει καταργηθεί, ότι έχουμε κράτος έκτακτης ανάγκης, ότι έχει ανοίξει νη αυλαία του αγώνα για την εξουσία, ότι η περίοδος είναι προεπαναστατική, το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς» – όλα παραπέμπουν στην ανάγκη συγκρότησης του κινήματος όχι μόνο ως κινήματος διαμαρτυρίας ή αντίστασης αλλά ως κοινωνικού σχηματισμού μάχης για την εξουσία και ως εμβρύου της εργατικής εξουσίας.
Η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση πυροδοτεί ήδη σημαντικούς εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ο αγώνας των εργατών της «Χαλυβουργίας» (που δεν είναι ο μόνος – υπάρχουν πολλοί ακόμη αγώνες σαν κι αυτόν) και ο αγώνας των εργαζομένων στο χώρο του Τύπου σηματοδοτούν την ευρύτερη εργατική και κοινωνική διάθεση για αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και την τρόικα. Παρ’ όλη την υποχώρηση των κεντρικών, πολιτικού χαρακτήρα μαχών, πρωτοβουλίες συντονισμού είναι ήδη σε εξέλιξη στο χώρο του Τύπου, σε άλλους κλάδους εργαζομένων. Αναπτύσσονται πρωτοβουλίες συντονισμού των λαϊκών συνελεύσεων. Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης -στον αγώνα των εργαζομένων στη «Χαλυβουργία», στο χώρο του Τύπου και όχι μόνο- και τα δίκτυα αλληλεγγύης πληθαίνουν.
Ήρθε η στιγμή που όλα τα ρυάκια του κινήματος πρέπει να σταθεροποιηθούν, να συντονιστούν, κλαδικά, περιφερειακά και πανεθνικά σε ένα μεγάλο εργατικό και κοινωνικό ρεύμα ανατροπής. Ο στόχος μας είναι η γενίκευση του συντονισμού, η συγκρότηση οργάνων εργατικής και κοινωνικής πάλης στα οποία θα συμμετέχουν και εκφράζονται όλα τα αγωνιζόμενα τμήματα του κινήματος, η συγκρότηση μιας πανεθνικής συνέλευσης αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων από όλους τους εργατικούς και κοινωνικούς χώρους και κινήματα που αγωνίζονται σε όλη την Ελλάδα.

2. Ένας τέτοιος πανεθνικός «κοινωνικός σχηματισμός μάχης για την εξουσία» πρέπει να συγκροτηθεί στη βάση της κοινής πάλης με εργαλείο ένα «στοιχειώδες» πρόγραμμα σαν αυτό που προαναφέραμε μιλώντας για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Ο ρόλος μιας τέτοιας πανεθνικής συνέλευσης του κινήματος θα ήταν να αναβαθμίσει την πάλη των κινημάτων σε συνολικό αγώνα για την εξουσία και να «υποχρεώσει» την κυβέρνηση της Αριστεράς να υλοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, που θα επιτρέψει στα όργανα του πανεθνικού κινηματικού συντονισμού να μετασχηματιστούν από έμβρυα σε πραγματικά όργανα της εργατικής εξουσίας.

3. Η τεράστια επέκταση της ανεργίας, της φτώχειας και της απόλυτης εξαθλίωσης τροφοδοτούν ήδη πάμπολλες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Ήρθε η ώρα που το σύνθημα «Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας» αποκτάει την πλήρη του σημασία. Είναι καθήκον μας να οργανώσουμε όπου παρεμβαίνουμε τέτοιες πρωτοβουλίες και να μην υποτιμήσουμε καμία πρωτοβουλία και καμία μορφή αλληλεγγύης, αλλά χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι:
Η αλληλεγγύη που εκφράζεται με τρόφιμα, χρήματα (λιγότερο, για προφανείς λόγους), εναλλακτικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια, ανταλλακτικό εμπόριο κ.λπ. προάγει την κουλτούρα της κοινωνικής αλληλεγγύης και συμβάλλει στην ανακούφιση ανέργων και φτωχών, αλλά πρέπει να γίνουν δύο διευκρινίσεις:
α. Δεν είναι η βασική γραμμή στο ζήτημα της αλληλεγγύης: Ο βασικός άξονας της αλληλεγγύης είναι η ταξική αλληλεγγύη και εκφράζεται με την κινητοποίηση συμπαράστασης στα κομμάτια που αγωνίζονται, κυρίως όμως με την επέκταση του ίδιου του αγώνα, δηλαδή το κατέβασμα στον αγώνα και άλλων κομματιών. β. Δεν μπορεί να είναι ο βασικός άξονας της παρέμβασής μας στο κοινωνικό πεδίο στην περίοδο, όπως προτείνουν κομμάτια της αυτονομίας και του ρεφορμισμού: Ένα σχέδιο να «σώσουμε τον κόσμο που καταστρέφεται» είναι ανέφικτο, γιατί η έκταση της εξαθλίωσης είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδιανόητο να αντιμετωπιστεί με αυτά τα μέσα. Στην πραγματικότητα θέλουμε να φτιάξουμε γέφυρες αλληλεγγύης με κοινωνικά κομμάτια που είναι σε αγώνα ή είναι στην περιφέρεια λαϊκών συνελεύσεων και θέλουμε να ενταχθούν στον αγώνα. Αλληλεγγύη στους «δικούς μας ανθρώπους» με στόχο όχι απλώς να τους ανακουφίσουμε, αλλά να τους στρατεύσουμε στον αγώνα.  γ. Έχει νόημα μόνο όταν εντάσσεται σε μια συνολική στρατηγική αγώνα. Τα δίκτυα αλληλεγγύης είναι μία από τις διαστάσεις του αγώνα μας, και όχι η πιο σημαντική. δ. Τέλος, είμαστε αντίπαλοι σε μία λογική που βλέπει στα δίκτυα αλληλεγγύης τη δημιουργία θυλάκων μέσω των οποίων θα αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να πάρουμε την εξουσία.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

1. Η ιστορική συγκυρία της κρίσης, αλλά ακόμη περισσότερο η είσοδος σε προεπαναστατική περίοδο στην Ελλάδα, επιβάλλουν την επείγουσα επικαιροποίηση της επαναστατικής στρατηγικής. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι ασφαλώς στρατηγικός στόχος, αλλά αυτός ο στρατηγικός στόχος δεν αφορά ένα κάποιο μακρινό μέλλον! Αυτό σημαίνει ότι η επαναστατική οργάνωση πρέπει να κάνει κτήμα της το γρηγορότερο την πείρα από το παρελθόν, ώστε να τη μετατρέψει σε πολιτικό σχέδιο στη συγκυρία. Αυτό δεν σημαίνει μόνο μια επείγουσα θεωρητική δουλειά και εξοπλισμό πάνω σε όλη την γκάμα των θεωρητικών ζητημάτων και των ιστορικών συμπερασμάτων και κατακτήσεων του επαναστατικού ρεύματος, αλλά επίσης την επικαιροποίηση της επαναστατικής στρατηγικής και κυρίως το μετασχηματισμό της σε επαναστατική γραμμή παρέμβασης στη συγκυρία.

2. Η «εξέγερση σαν τέχνη» αφορά την τέχνη της επανάστασης. Ωστόσο, η εξέγερση πρέπει να μας απασχολήσει και με μια άλλη, επίσης γνωστή από την ιστορική εμπειρία, έννοια: με την μορφή της πιθανότητας να ξεσπάσουν αυθόρμητες εξεγέρσεις, που δεν θα έχουν τους όρους για να νικήσουν αλλά θα αφήσουν βαθιά τα αποτυπώματά τους στην ταξική πάλη. Η νικηφόρα επανάσταση συχνά προετοιμάστηκε από ηττημένες εξεγέρσεις είτε και από ηττημένες επαναστάσεις. Η προεπαναστατική περίοδος στην Ελλάδα εγκυμονεί σαφώς το ενδεχόμενο της εξέγερσης, η δε εμπειρία του κινήματος αντίστασης ενάντια στο μνημόνιο μας έδωσε αρκετά δείγματα των εξεγερτικών διαθέσεων που ωριμάζουν, άρα η πολιτική προετοιμασία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι σημαντικό πολιτικό καθήκον. Αν δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο της εξέγερσης αλλά αντίθετα τη θεωρούμε πιθανή, τότε πρέπει να δούμε πώς εντάσσεται στο πολιτικό μας σχέδιο.
3. Μιλώντας για επικαιροποίηση της επαναστατικής στρατηγικής, διευκρινίζουμε ότι αυτό δεν αποτελεί ούτε μια εγκεφαλική διαδικασία ούτε μια απλή διαδικασία «μετάφρασης» των παλιών θεωρητικών κεκτημένων στις νέες συνθήκες. Θα πρέπει να μπούμε σε μια τέτοια διαδικασία όχι σαν «πάπες» που κατέχουν ήδη την αλήθεια, αλλά με τη συνείδηση ότι θα είναι ένα επίπονο έργο που θα πρέπει διαρκώς να επαληθεύεται από την πράξη και τη «ζωή».

Ρεφορμισμός, κεντρισμός και επανάσταση

Παρά τη δική μας θέση και πάλη να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ «στρατηγικά ανοιχτός», στο ΣΥΡΙΖΑ ηγεμονεύει ο αριστερός ρεφορμισμός, τα δε «αντισυστημικά» στοιχεία της ταυτότητάς του είναι ασθενικά και ηγεμονευόμενα. Αντίστοιχα, παρά την ύπαρξη ριζοσπαστικών αριστερών τάσεων στον ΣΥΝ (όπως περιγράφτηκαν παραπάνω), ο ΣΥΝ παραμένει ένα κόμμα του αριστερού μεταρρυθμισμού. Ο χαρακτήρας των κομμάτων ή των πολιτικών σχηματισμών, που δεν είναι απλώς πρωτόλειες μορφές μετώπων αλλά έχουν πιο συνεκτικό χαρακτήρα (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ), είναι ενιαίος. Εκφράζεται από την ηγεσία και συνοψίζεται κυρίως στη σχέση τους με το πολιτικό σύστημα και το κράτος, δευτερευόντως δε από το πρόγραμμα και τους εσωτερικούς συσχετισμούς μεταξύ των τάσεων. Η ηγεσία είναι αυτή που «συνοψίζει» τον εσωκομματικό συσχετισμό και εκφράζει τη σχέση με το πολιτικό σύστημα και το κράτος, στην περίπτωση δε του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνει και μια πολιτική και προγραμματική ατζέντα, η οποία συχνά, και σε σημαντικά ζητήματα, «καπελώνει» την πολιτική και προγραμματική ατζέντα που διαμορφώνουν τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ (καταλήγοντας να είναι ατζέντα εσωτερικής χρήσης). Η σχεδόν πλήρης μονοπώληση της κοινοβουλευτικής και πολιτικής εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ από τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας, και στη συνέχεια από λίγα κεντρικά στελέχη του ΣΥΝ, διευκολύνουν μια τέτοια λειτουργία της ηγεσίας του ΣΥΝ στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ότι ο χαρακτήρας των κομμάτων και των πολιτικών σχηματισμών, όπως ο ΣΥΡΙΖ,Α που δεν είναι απλώς πολιτικά μέτωπα, καθορίζεται κυρίως από τη σχέση τους με το κράτος και από τον τρόπο ένταξής τους στο πολιτικό σύστημα, έχει στη σημερινή περίοδο κομβική σημασία. Όταν το κράτος μετασχηματίζεται σε «κράτος έκτακτης ανάγκης», τότε η πίεση πάνω στην Αριστερά γενικά, και στον ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα, γίνεται ασφυκτική: πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει μέρος του αστικού πολιτικού συστήματος (έστω και με αντιπολιτευτικό ρόλο) ή αν θα σπάσει το status quo με την αστική τάξη, να έρθει σε ρήξη με το πολιτικό σύστημα και να παραβιάσει τα όρια της καθεστωτικής «νομιμότητας». Στο βαθμό που η ηγεσία του ΣΥΝ εκφράζει τις σχέσεις με το πολιτικό σύστημα και το κράτος, αποφεύγει να προχωρήσει σ’ αυτή τη ρήξη και συνήθως αναδιπλώνεται όταν τα «ανοιχτά» χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν επιμέρους όρους ή «εικόνες» μιας τέτοιας ρήξης.

Επιπλέον, ενώ στη συγκυρία η διελκυστίνδα Αριστερά – Δεξιά μετασχηματίζεται σε πόλωση ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτική συμμαχία των αστικών δυνάμεων και των δυνάμεων που τις αντιμάχονται, και ενώ αυτός ο μετασχηματισμός είναι αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της ιστορικής πόλωσης μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης, στην ιστορική περίοδο που έχουμε μπει, ωστόσο, δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Ο πόλος της επανάστασης δεν έχει σχηματιστεί και άρα η «πολικότητα» επανάσταση – αντεπανάσταση δεν λειτουργεί άμεσα παρά μόνο «σε τελευταία ανάλυση». Γι’ αυτό το λόγο, με το σημερινό βαθμό ωρίμανσης της συγκυρίας, δεν έχουν αναπτυχθεί ούτε μαζικές κεντριστικές τάσεις στα ρεφορμιστικά κόμματα, ούτε μαζικός αντικαπιταλιστικός πολιτικός φορέας, δηλαδή πολιτικός φορέας που θα οργανώσει τη ρήξη με τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό, καμία από τις αριστερές τάσεις στον ΣΥΝ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «κεντριστική», γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένας αντικαπιταλιστικός πολιτικός σχηματισμός. Μόνο στο βαθμό που η προεπαναστατική περίοδος ωριμάζει και αρχίζει να λειτουργεί ανοιχτά η διελκυστίνδα επανάστασης – αντεπανάστασης, μόνο τότε θα αποκτήσει κυριολεκτική σημασία ο διαχωρισμός ρεφορμισμός – κεντρισμός – επανάσταση. Αλλά τότε, ο κεντρισμός θα είναι αυτό που ιστορικά ήταν: πολιτικό εμπόδιο για την επανάσταση, που θα πρέπει να υπερπηδηθεί για την επικράτησή της. Αυτό σημαίνει ότι στη διαλεκτική των αριστερών μετατοπίσεων μέσα στα ρεφορμιστικά κόμματα συμμαχούμε για συγκεκριμένες μάχες, κινηματικές, πολιτικές ή και προγραμματικές, με τα τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα αυτών των κομμάτων, όμως, ταυτόχρονα, δεν ταυτιζόμαστε με αυτά και δίνουμε τη μάχη για να μετατοπιστούν προς το μεταβατικό πρόγραμμα, προς μια πολιτική ρήξης με το πολιτικό σύστημα και το αστικό κράτος και την επαναστατική στρατηγική.

Η πολιτική τακτική μας στο ΣΥΡΙΖΑ

Κεντρικός στόχος της τακτικής μας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ την ερχόμενη περίοδο είναι η αντιπαράθεση με τα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά ηγεσίας, με τον αριστερό κεϊνσιανισμό (είτε ευρωπαΐζοντα είτε πατριωτικό), με το status quo με την αστική τάξη, με το σχέδιο υποκατάστασης της σοσιαλδημοκρατίας, με την ένταξη της κυβερνητικής πρότασης σε μια στρατηγική φιλολαϊκής διαχείρισης του συστήματος. Ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι η στροφή του ΣΥΝ ή του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντροαριστερά, αλλά η ενδυνάμωση των στοιχείων και η πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία για πολιτικές και κυβερνητικά σχέδια τύπου λαϊκού μετώπου, με στόχο τη σωτηρία της «πατρίδας» και της «δημοκρατίας», και άρα η υπαγωγή του προγράμματος, των συμμαχιών και της στάσης στο κίνημα σε αυτού του τύπου τα σχέδια και τις πολιτικές.
Η εισαγωγή σε μία προεπαναστατική περίοδο και ο μετασχηματισμός του κράτους σε κατεύθυνση «κράτους έκτακτης ανάγκης» δεν επιτρέπουν πλέον κυβερνητικές λύσεις τύπου κεντροαριστεράς. Το σύστημα χρειάζεται συσπείρωση όλων των αστικών κομμάτων σε κυβερνήσεις με, λιγότερο, ή περισσότερο, έντονα βοναπαρτιστικό χαρακτήρα. Η κατεξοχήν κεντροαριστερή ΔΗ.ΜΑΡ κάποια στιγμή θα «καταναλωθεί» σαν εφεδρεία του συστήματος για να καλύψει τις ανάγκες τέτοιου τύπου κυβερνητικών λύσεων σε κυβερνήσεις τύπου Παπαδήμου, ακριβώς γιατί οι πολιτικές εφεδρείες του συστήματος έχουν σε μεγάλο βαθμό καεί. Ο κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να αξιοποιηθεί σαν τέτοιου τύπου εφεδρεία, συμμετέχοντας σε τέτοιου τύπου κυβερνήσεις σωτηρίας του συστήματος, αλλά να μπει σε τροχιά κυβερνητικών λύσεων τύπου λαϊκού μετώπου: όταν η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση και η αστάθεια του συστήματος βαθύνουν, να συμμαχήσει με κομμάτια της σοσιαλδημοκρατίας και της φιλελεύθερης ή «πατριωτικής» αστικής τάξης με στόχο τη σωτηρία της «πατρίδας» ή της «δημοκρατίας», με απεμπόληση ή ριζική υποβάθμιση του κοινωνικού και ταξικού χαρακτήρα του προγράμματός της.

Από αυτή την άποψη, η πλατιά «αντιμνημονιακή» συμμαχία με υποβάθμιση ή και αποσιώπηση της σημασίας του προγράμματος, δηλαδή των κοινωνικών και ταξικών της στόχων, που δεν εντάσσεται συνειδητά σε ένα σχέδιο ρήξης με το σύστημα, μπορεί να αποτελέσει τον προθάλαμο για την ανοιχτή στροφή, σε επόμενη φάση, σε πολιτικές και κυβερνητικές λύσεις τύπου λαϊκού μετώπου. Η συγκρότηση μιας ευρύτερης συμμαχίας είναι αναγκαία και επιθυμητή, ο στόχος της συσπείρωσης γύρω από την Αριστερά στελεχών, κόσμου ή και συλλογικοτήτων που «σπάνε» από τα αριστερά από το ΠΑΣΟΚ είναι σωστός, αλλά όλα αυτά πρέπει να βασίζονται σε ένα «στοιχειώδες» πρόγραμμα (βλέπε κεφάλαιο για κυβέρνηση της Αριστεράς) και σε ένα σχέδιο ρήξης με το σύστημα και ανατροπής του στάτους κβο με την αστική τάξη, αλλιώς κινδυνεύουν να καταλήξουν σε κυβερνήσεις σωτηρίας του συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβερνητική πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΝ έχει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από τη δική μας πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς, αφού εντάσσεται σε ένα διαφορετικό σχέδιο. Επιπλέον, προϋποθέτει μια άλλη πολιτική συμμαχιών με έμφαση στο πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και συσπείρωση επιπλέον δυνάμεων (π.χ. θραυσμάτων του ΠΑΣΟΚ) γύρω από έναν τέτοιο πολιτικό κορμό.

Στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ συντελούνται αντίρροπες διεργασίες. Ένα μέρος της διαμαρτυρίας στο ΠΑΣΟΚ είναι κεντρομόλο: αφορά μεσαία ή και αστικά κοινωνικά στρώματα, που αποτέλεσαν κορμό της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής συμμαχίας, που τώρα νιώθουν έκπτωτα και απαιτούν από το ΠΑΣΟΚ να «αναμορφωθεί», ώστε να πάψει να αγνοεί τα συμφέροντά τους. Αυτά τα κομμάτια δεν θέλουν να μετατοπιστούν στη ριζοσπαστική Αριστερά, γι’ αυτό και «κάνουν στάση» στη ΔΗΜ.ΑΡ,  φουσκώνοντας τα δημοσκοπικά της ποσοστά, εν αναμονή και των γενικότερων εξελίξεων στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, όπως έχουμε δει όλο αυτό το διάστημα, εργατικές και λαϊκές δυνάμεις της βάσης του, έρχονται σε ρήξη με το ΠΑΣΟΚ και στρέφονται στη ριζοσπαστική Αριστερά, αναζητώντας πολιτικές ουσιαστικής ρήξης με τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου, την τρόικα και το μνημόνιο. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜ.ΑΡ δεν απευθύνονται στον ίδιο κόσμο του ΠΑΣΟΚ, αλλά σε κομμάτια του με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άρα, ο εκλογικός ανταγωνισμός με τη ΔΗΜ.ΑΡ, που οδηγεί σε «στρογγύλεμα» των θέσεων και του προγράμματος, είναι και άνευ αντικειμένου και πολιτικά επικίνδυνος, όπως επίσης και η απεύθυνση για τη συγκρότηση του ευρύτερου πολιτικού μετώπου στη ΔΗΜ.ΑΡ και τους Οικολόγους Πράσινους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν συνοδεύεται από δημόσια διατυπωμένες προγραμματικές προϋποθέσεις.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου εισήγαγε σε μια περίοδο βοναπαρτιστικών πολιτικών λύσεων για το σύστημα που σίγουρα θα έχουν συνέχεια. Το γεγονός αυτό έχει ανοίξει τη συζήτηση για το ζήτημα της «εκτροπής». Και εδώ χρειάζεται να είμαστε σαφείς: δε μιλάμε για υπεράσπιση της «δημοκρατίας» γενικά, αλλά για υπεράσπιση των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Δίνουμε τη μάχη ενάντια στο κράτος έκτακτης ανάγκης και τον πολιτικό βοναπαρτισμό από αυτή τη σκοπιά και όχι από τη σκοπιά της υπεράσπισης της καθεστωτικής – αστικής «νομιμότητας».

Τέλος, για τις εκλογές η θέση μας είναι ξεκάθαρη: δεν περιμένουμε απλώς, απαιτώντας να γίνουν «εδώ και τώρα», αλλά πρέπει να κάνουμε ανένδοτο πολιτικό αγώνα και να συμβάλουμε στην ανάπτυξη του κινήματος  με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του κεφαλαίου.
Με βάση τα παραπάνω, θα δώσουμε τη μάχη για την αποτροπή της διολίσθησης σε πολιτικές λαϊκού μετώπου και για την ενδυνάμωση της πολιτικής πρότασης για κυβέρνηση της Αριστεράς, ως βήμα για να κλιμακωθεί με καλύτερους όρους για την Αριστερά και το κίνημα ο αγώνας για την εξουσία. Θα δώσουμε επίσης τη μάχη για την περαιτέρω συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο απ’ τα πάνω όσο -κυρίως- απ’ τα κάτω, με βασικό στόχο να ισχυροποιηθούν τα δημοκρατικά, ριζοσπαστικά και κινηματικά του χαρακτηριστικά. Θα παλέψουμε για τη δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΝ στις συμφωνημένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και για την πλουραλιστική εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα.
Αυτά τα πολιτικά καθήκοντα θα καθορίσουν και τις συμμαχίες μας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δίνοντας αυτές τις μάχες, θα συμμαχήσουμε με όλες τις δυνάμεις (συνιστώσες, τάσεις, ρεύματα) του ΣΥΡΙΖΑ που μπορούν να συμβάλουν στην ισχυροποίηση ενός τέτοιου πολιτικού προσανατολισμού, συνολικότερα, αλλά και σε επιμέρους σημεία.
Παραμένουμε στη συμμαχία της ΑΝΑΣΑ, της οποίας το περιεχόμενο είναι οργανωτικού κυρίως (για την εμβάθυνση της δημοκρατικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ), και δευτερευόντως πολιτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες και μάχες. Η ΑΝΑΣΑ όμως, παρά τις δικές μας προσπάθειες, δε μπορεί να μετασχηματιστεί σε αντικαπιταλιστικό ρεύμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Συμβάλλουμε στη συγκρότηση επαναστατικής – διεθνιστικής πτέρυγας μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να δοθεί πιο αποτελεσματικά και πιο συνολικά η μάχη του προγράμματος, των συμμαχιών και της πολιτικής πρότασης από τη σκοπιά της επαναστατικής στρατηγικής.

Ανασύνθεση της Αριστεράς

Κατευθύνσεις

1. Η ανασύνθεση είναι η ιδιαίτερη ιστορική μορφή που πήρε για οργανώσεις και ρεύματα των επαναστατών – διεθνιστών ο γενικός προσανατολισμός προς τους μαζικούς κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα και στην πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα και μέχρι σήμερα. Είναι τακτική και όχι στρατηγική και μάλιστα μία από τις τακτικές που υλοποιούν το γενικό προσανατολισμό στα μαζικά κόμματα και σχηματισμούς, πολιτικούς και κοινωνικούς, της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.
2. Οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση γι’ αυτή την τακτική είναι πρώτο η ιστορική χρεοκοπία και αδυναμία του ρεφορμισμού, ιδιαίτερα στην περίοδο ύστερα από την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και δεύτερο η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας στο σοσιαλφιλελευθερισμό, τον οποίο κυρίως στην Ευρώπη αλλά και τη Λατινική Αμερική, υπηρέτησε επί μακρόν από τη θέση της κυβέρνησης. Ήταν οι δύο όψεις της ιστορικής χρεοκοπίας του ρεφορμισμού, είτε του προερχόμενου από τη μήτρα της Δεύτερης Διεθνούς (σοσιαλδημοκρατία) είτε του προερχόμενου από το σταλινισμό και τον ευρωκομμουνισμό. Οι συνθήκες αυτές είχαν μεταξύ άλλων το αποτέλεσμα ότι αποδυναμώθηκε εξαιρετικά το εργατικό κίνημα αλλά και οι ζωντανοί κοινωνικοί δεσμοί του πάσης φύσεως ρεφορμισμού με την εργατική τάξη και τα κινήματα. Η κατάσταση αυτή γέννησε το διπλό αίτημα για ανασυγκρότηση της Αριστεράς, αλλά και του κινήματος, σε νέες βάσεις.

3. Ύστερα από το πρώτο έναυσμα για ένα νέο ανοδικό κύκλο των αγώνων με σημείο αναφοράς τη γενική απεργία το Δεκέμβρη του 1995 στη Γαλλία, ήταν φανερό ότι η παραδοσιακή ρεφορμιστική Αριστερά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο καθήκον για ανασύνταξη της Αριστεράς και του κινήματος σε νέες βάσεις. Η σοσιαλφιλελεύθερη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας και η διαρκής αποδυνάμωση των ζωντανών κοινωνικών της δεσμών με την εργατική τάξη και τα κινήματα δημιουργούσε ένα πολιτικό και κινηματικό «κενό». Ο κομμουνιστογενής ρεφορμισμός, κυρίως ο ευρωκομμουνισμός, αναγκάστηκε να στραφεί αριστερά για να επιβιώσει, συμπήγοντας κινηματικές συμμαχίες με δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, αλλά και δημιουργώντας με τέτοιες δυνάμεις νέους πολιτικούς σχηματισμούς και νέα κόμματα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή νη διαδικασία, υπ’ αυτές τις ιστορικά πρωτότυπες συνθήκες, ονομάστηκε ανασύνθεση. Η προϋπόθεσή της ήταν η ιστορική αδυναμία του ρεφορμισμού, που έδινε στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς ιστορικά πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες σε σχέση με το παρελθόν να επηρεάσουν τη διπλή διαδικασία ανασύνταξης του κινήματος και της Αριστεράς ύστερα από τη μεγάλη ήττα όπως ολοκληρώθηκε στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα.
4. Ωστόσο, στο βαθμό που η ανασύνθεση κατανοήθηκε από δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς σαν μια νέα ιστορική φόρμουλα οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος, που καθιστά πλέον άχρηστα τα παλιά εργαλεία επαναστατικής οικοδόμησης, ή, ακόμη χειρότερα, κατανοήθηκε σαν μια διαδικασία δημιουργίας νέων στρατηγικών ταυτοτήτων, κοινών ανάμεσα στον αριστερό ρεφορμισμό και τους αντικαπιταλιστές και επαναστάτες, δημιούργησε παρεξηγήσεις και συγχύσεις που υπονόμευσαν την επαναστατική οικοδόμηση. Η ανυπαρξία ενός «ορισμού» για την ανασύνθεση ως «μεθόδου» επαναστατικής οικοδόμησης, όπως επίσης και η απουσία οποιουδήποτε «ορισμού» για το περιεχόμενο του αντικαπιταλισμού, ύστερα από δύο τουλάχιστον δεκαετίες χρήσης και κατάχρησης αυτών των εννοιών, είναι αψευδής μάρτυρας των παρανοήσεων και της σύγχυσης που κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί πάνω στο ζήτημα της ανασύνθεσης.
5. Ακόμη και μέσα σε πλατιούς πολιτικούς σχηματισμούς/μέτωπα της Αριστεράς, η ανάπτυξη των επιμέρους οργανώσεων, και ειδικότερα των επαναστατικών μαρξιστικών οργανώσεων, παρά το βαθμό αλληλεξάρτησής τους, παραμένει «αυτόκεντρη». Διότι όλες οι οργανώσεις αναπτύσσονται γύρω από ένα «κέντρο»: τη στρατηγική, το πρόγραμμα, την ηγεσία και τις δομές που συμπυκνώνουν τις κατακτήσεις σ’ αυτά τα δύο επίπεδα, τους οργανωτικούς της κόμβους. Δεν μπορεί μια οργάνωση να οικοδομηθεί με δύο ή πολλές στρατηγικές, με δύο ή πολλά προγράμματα, με διασπασμένη ηγεσία και με ανυπαρξία δομών, δηλαδή χωρίς «κέντρο»: σε αυτή την περίπτωση, θα διασπαστεί ή θα πολυκερματιστεί.
Στην πραγματικότητα, στις γραμμές μας υπήρξε απόλυτη σύγχυση ανάμεσα στον όρο αυτόκεντρη ανάπτυξη και γραμμική ανάπτυξη, δηλαδή στην αντίληψη ότι ξεκινώντας από έναν αρχικό μικρό πυρήνα, με διαρκή – γραμμική ανάπτυξη αυτού του πυρήνα θα οικοδομήσουμε το μαζικό επαναστατικό κόμμα. Πρέπει πλέον να ξεκαθαρίσουμε με απόλυτη σαφήνεια ότι είμαστε ενάντια σε μεταφυσικές λογικές γραμμικής οικοδόμησης, αλλά απολύτως υπέρ της «αυτόκεντρης» ανάπτυξης. Είναι ο βασικός μας στόχος να αναπτυχθούμε, γύρω από τα «κέντρα» μας: στρατηγική, πρόγραμμα, ηγεσία, οργανωτικοί κόμβοι.
Αυτό σημαίνει ένα πράγμα: ότι προσδοκούμε στην διαδρομή της οικοδόμησης επαναστατικού κόμματος να συναντηθούμε και με άλλα κομμάτια (συλλογικότητες, οργανώσεις, τμήματα οργανώσεων ή κομμάτων). Αυτά τα κομμάτια θα έχουν μέχρι τη συνάντησή μας αναπτυχθεί επίσης «αυτόκεντρα», και μαζί τους θα φτιάξουμε το ενιαίο «κέντρο» για να συνεχιστεί πιο ισχυρή η αυτόκεντρη ανάπτυξη των επαναστατών/στριών: στρατηγική, πρόγραμμα, κοινή ηγεσία. Η συνάντηση με άλλους στην πορεία της επαναστατικής οικοδόμησης θα γίνει εφικτή επειδή από την ίδια τους την πείρα αλλά και υπό την επιρροή του δικού μας παραδείγματος θα συγκλίνουν με μας προς τα κοινά «κέντρα» της επαναστατικής οικοδόμησης. Μέσα από ζιγκ ζαγκ, με σχίσματα και συνενώσεις, δηλαδή με μη γραμμικό τρόπο, χρειάζεται να επιβεβαιώνεται σε διαρκώς ανώτερο επίπεδο η αυτόκεντρη ανάπτυξη του επαναστατικού παράγοντα!

6. Ύστερα από το ξέσπασμα της κρίσης και ιδιαίτερα στο πλαίσιο της προεπαναστατικής περιόδου που έχει διαμορφωθεί στο ελληνικό θέατρο της ταξικής πάλης, η ανασύνθεση αποτελεί μία από τις τακτικές που υλοποιούν τη γενική κατεύθυνση προσανατολισμού στα μαζικά κόμματα και σχηματισμούς της εργατικής τάξης και των κινημάτων, και όχι αυτοτελής στρατηγική. Δίπλα στην τακτική της ανασύνθεσης, που εκφράζεται από τη συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ (που έχει χαρακτηριστικά προωθημένης μορφής πολιτικού μετώπου/συμμαχίας και υβριδικού πολιτικού σχηματισμού), υπάρχουν επίσης: η συμμετοχή σε σχήματα όπως η Πρωτοβουλία Δεν χρωστάμε Δεν πουλάμε Δεν πληρώνουμε, η συμμετοχή – στήριξη του συνδικαλιστικού «άξονα» Πρωτοβάθμιων σωματείων – Αυτόνομης Παρέμβασης, κυρίως όμως η τακτική που κωδικοποιείται στο σύνθημα «Πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς – Κυβέρνηση της Αριστεράς». Στη συγκυρία της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και της προεπαναστατικής περιόδου, ο προσανατολισμός στα μαζικά κόμματα και οργανώσεις υλοποιείται πλέον με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, που όλοι τους λογοδοτούν στη διπλή μεθοδολογία του ενιαίου εργατικού μετώπου: Πρώτο, στη συγκρότηση ενιαίου «σχηματισμού μάχης» της εργατικής τάξης ενάντια στο σύστημα, και, δεύτερο, στο ότι αυτή η τακτική αποβλέπει στο να κερδίσουν οι επαναστάτες-τριες στο συσχετισμό δεύναμης στην εργατική τάξη και τα κινήματα των κατεπιεσμένων από το ρεφορμισμό.

Αποφάσεις

Στη βάση των παραπάνω, απαιτείται η πολιτική αποσαφήνιση του ζητήματος της ανασύνθεσης στα εξής σημεία:
α. Η ανασύνθεση είναι μία από τις τακτικές για την επαναστατική οικοδόμηση. Γι’ αυτό, για συμβολικούς και ουσιαστικούς λόγους, αποφασίζουμε την τροποποίηση του «υπότιτλου» στο λογότυπο της οργάνωσης από «για την ανασύνθεση της Αριστεράς και το σοσιαλισμό» σε «για την ανασύνθεση της Αριστεράς, την επανάσταση και το σοσιαλισμό». Αυτό διορθώνει το λάθος της υποκατάστασης ταυτότητας (υποκατάσταση του «επανάσταση» από το «ανασύνθεση») και αποκαθιστά την ανασύνθεση ως κομμάτι της τακτικής κι όχι ως στρατηγικό -ταυτοτικό στοιχείο της οργάνωσης.
β. Αποσαφηνίζουμε την έννοια της ανασύνθεσης ώστε να υπάγεται στην επαναστατική οικοδόμηση: παλεύουμε για την ανασύνθεση σημαίνει ότι δημιουργούμε διαρκώς συσχετισμούς για να προωθείται η συγκρότηση ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης, και τελικά του μαζικού επαναστατικού κόμματος. Για εμάς ανασύνθεση σημαίνει ανατροπές μέσα στην Αριστερά που θα οδηγήσουν στην ισχυροποίηση του επαναστατικού ρεύματος και στην επαναστατική συγκρότηση.
γ. Η γραμμή οικοδόμησης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι «χτίζουμε το ΣΥΡΙΖΑ με βασικό στόχο την οικοδόμηση του Κόκκινου».
δ. Δίνουμε τη μάχη μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση των ριζοσπαστικών αριστερών χαρακτηριστικών του, ώστε να μπορεί να γίνει -σε όποιο βαθμό αυτό είναι εφικτό- στρατηγικά «ανοιχτός». Αυτή είναι η δική μας μάχη, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να παραγνωρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «ποιοτικά» δεν είναι παρά μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή, σε σχέση με τον ΣΥΝ, αριστερού μεταρρυθμισμού, με ενωτικά στοιχεία και με πιο ενισχυμένα -αν και αδύναμα- αντισυστημικά χαρακτηριστικά.
ε. Στο πλαίσιο του συνθήματος για κυβέρνηση της Αριστεράς, υποστηρίζουμε-συμμετέχουμε σε όλες τις προσπάθειες, μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, για τη δημιουργία πολιτικού μετώπου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη βάση ενός στοιχειώδους προγράμματος που αναφέρεται στο κείμενο για την πολιτική συγκυρία και τα καθήκοντά μας.
στ. Διερευνούμε τις δυνατότητες για δημιουργία ενός πλαισίου συνεργασίας μεταξύ επαναστατικών – διεθνιστικών οργανώσεων που συμπίπτουν σε βασικές εκτιμήσεις και προτάσεις για τη συγκυρία.
ζ. Το Κ.Ο που θα εκλεγεί από το συνέδριο αναλαμβάνει να ολοκληρώσει τη διαδικασία συζητήσεων με τις πολιτικές ομάδες «Κόκκινη Ορχήστρα» και ΤΕΜΑ, με στόχο την ένταξη τους  στη βάση των αποφάσεων του συνεδρίου μας.


Ισχυροποίηση του Κόκκινου στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας πιο ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης

1. Η ισχυροποίηση του Κόκκινου στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας πιο ισχυρής επαναστατικής μαρξιστικής οργάνωσης αποτελεί κεντρικό καθήκον για την ερχόμενη περίοδο και απορρέει ευθέως από τις εκτιμήσεις μας για την κρίση και την προεπαναστατική περίοδο. Σε αυτό το καθήκον και μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο λογοδοτούν όλες μας οι τακτικές, οι παρεμβάσεις, η οργανωτική μας δουλειά.
2. Δεν αντιλαμβανόμαστε την επαναστατική οργάνωση σαν «θεωρητική πρωτοπορία» αλλά σαν συγχώνευση θεωρίας και πράξης, Δεν αντιλαμβανόμαστε επίσης την επαναστατική οργάνωση σαν «λόμπι πίεσης» στις ρεφορμιστικές ηγεσίες, παρόλο που είναι απαραίτητο να ασκείται συστηματική πίεση σε αυτές.
3. Στόχος μας είναι η «πρωταρχική συσσώρευση» ενός υποδείγματος, θεωρητικού αλλά και οργανωτικού, που θα επιτρέψει την επιτάχυνση της διαδικασίας οικοδόμησης. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, αλλά και χωρίς επαναστατική οργάνωση η ενότητα θεωρίας και πράξης διασπάται.

3 responses to “Πολιτική οργάνωση ΚΟΚΚΙΝΟ: απόφαση 5oυ Συνεδρίου

  1. Γεια σας σύντροφοι. Στέλνω ένα ενδιαφερον προσφατο κειμενο των Blaumachen , στο οποιο υπαρχει μία αλλη οπτική γωνία. Ισως «συγκροτείται» σήμερα ένα νεο (μη) υποκειμενο ……………………………………………………………………………. «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη: το φάντασμα του “κουκουλοφορισμού”. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: Ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron και η Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα, ο ιταλός υπ.εσ. Roberto Maroni, o Άδωνις και ο Τάκης Φωτόπουλος, ιταλοί COBAS και γερμανοί αστυνομικοί».
    Από το rioter.info

    Η Κυριακή 12 Φλεβάρη ήταν μία από εκείνες τις ιστορικές στιγμές που οι αντιφάσεις μιας καπιταλιστικής κοινωνίας συναντιούνται στο χρόνο και στο χώρο, ξεσπούν εκρηκτικά και παράγεται μια νέα πραγματικότητα. Η ταξική πάλη ανανεώνει δηλαδή τη δυναμική της και η νέα δυναμική αποτελεί επίσης το νέο εγγενές όριο που πρέπει να ξεπεράσει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το γεγονός (κανένα γεγονός μόνο του δεν έχει καθοριστική σημασία από τη σκοπιά της επανάστασης), αλλά η ένταξη του μέσα στην ιστορική διαδικασία ανάδυσης του (μη-) υποκειμένου που παράγεται στην τρέχουσα συγκυρία.
    Η Κυριακή αυτή ήταν αναμενόμενη από όλους, αντίθετα από το Δεκέμβρη του 2008. Τους τελευταίους μήνες σε όλη την Ευρώπη περίμεναν πλέον την έκρηξη που αντιστοιχούσε στην Ελλάδα. Την αντιμετώπιζαν όλοι σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου και μετά από πολλές πολιτικές μανούβρες, την ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ για Κυριακή 12 Φλεβάρη (η ειρωνεία της ιστορίας λειτούργησε στην εντέλεια) και της έδωσαν τον τίτλο «ψήφιση μνημονίου 2». Κανείς δεν έκανε κάτι για να σταματήσει την άφιξη της, κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν όπως δείχνει το κείμενο ενός νέου «άσπονδου φίλου» των «Γαβριάδων» [1]. Η έκρηξη αυτή είχε τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής που βρισκόμαστε, της «εποχής των ταραχών», και το περιεχόμενο της ήταν αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η διάρθρωση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα και ταυτόχρονα ενέτεινε το αδιέξοδο αυτό (συμπυκνωμένη έκφραση της οξύτητας του αδιεξόδου αποτελεί η Ελλάδα).
    Κάθε σημαντικό γεγονός της ταξικής πάλης είναι εμβαπτισμένο μέσα στο σύνολο των ιστορικά καθορισμένων αντιφάσεων του παρόντος μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και εμφανίζεται πάντοτε με μια ειδική μορφή, φετιχοποιημένο, πολλαπλά διαμεσολαβημένο [2]. Στην παρούσα στιγμή, στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολύ σημαντικής πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της, η σύγκρουση εμφανίζεται σε όλα τα επίπεδα ως πολιτική σύγκρουση (σε πλήρη αντίθεση για παράδειγμα με τον Αύγουστο του 2011 στο Λονδίνο, καθώς η εποχή των ταραχών δεν μπορεί παρά να εξειδικεύεται στις τοπικές -ιστορικές- ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικού σχηματισμού). Η ανακοίνωση της επερχόμενης έκρηξης (ή της πρώτης από μια «αλυσίδα» εκρήξεων) από το Κράτος ήταν μια πολιτική ανακοίνωση και κατ’ αυτήν την έννοια αποτελούσε ταυτόχρονα την ενσωμάτωση της, ως αναγκαίας έκρηξης, στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση πειθάρχησης, κατασταλτική, μια ενσωμάτωση που γίνεται μέσα στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση «διά του αποκλεισμού». Το Κράτος, στη συνέχεια, μετά το τέλος των γεγονότων και την επιστροφή στην κανονικότητα, μετά τη νίκη του, υποχρεώνεται να παραστήσει ότι ορισμένες πρακτικές των «κουκουλοφόρων» είναι εγκληματικές, ώστε να μπορέσει προσωρινά να διαχειριστεί τον αναπόφευκτο αντίκτυπο των γεγονότων. Ο λόγος του Κράτους είναι ολοκληρωτικός, απαγορεύει κάθε άλλη άποψη: Κανείς δεν μπορεί να (πει ότι) είναι με τους «κουκουλοφόρους», πόσο μάλλον ότι είναι μία ή ένας από αυτούς και να διεκδικήσει την άρθρωση λόγου στη δημόσια σφαίρα σχετικά με τις πράξεις της Κυριακής.
    Δε θα μπορούσε να λείπει από την «αντίσταση ενάντια στο μνημόνιο», όπως χαϊδευτικά ονομάστηκε η όλη κατάσταση, και η εμφάνιση του σημερινού ορίου του συνδικαλισμού. Η 48ωρη γενική απεργία ήταν πράγματι μεγαλειώδης καθώς ανέδειξε σε όλο του το μεγαλείο τον οριστικό θάνατο του εργατικού κινήματος: Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, ούτε αυτοί που νέμονται μερίδιο υπεραξίας (αληθινής υπεραξίας, καπιταλιστικού κέρδους), μέσα από τη μπίζνα τους που έχει ως πάρεργο (επίσημα αναγνωρισμένο μέχρι στιγμής) την κήρυξη πού και πού γενικών απεργιών. Παρότι οι συνδικαλιστές των τριτοβάθμιων σωματείων είναι ακόμα οι μόνοι κοινωνικά νομιμοποιημένοι να προκηρύσσουν γενικές απεργίες, είναι άφαντοι, ανύπαρκτοι, καθώς έχουν ενημερωθεί έγκαιρα ότι ο συνδικαλισμός αποτελεί παρελθόν και ψάχνουν για άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα (ίσως μια καλή, αν και υψηλού ρίσκου, ευκαιρία επένδυσης να είναι η ασφάλιση των διαδηλώσεων, τώρα που οι διοργανωτές θα πρέπει να πληρώνουν το κόστος των καταστροφών που θα προκαλούνται). Το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί πλέον να συμπεριληφθεί στις μορφές και τις πρακτικές μιας σύγκρουσης στην οποία διακυβευόταν η ίδια η ύπαρξη βασικού μισθού, αποτελεί ένδειξη για το σε ποιο βαθμό έχει πλέον τεθεί εκτός αναπαραγωγής του κεφαλαίου η μισθολογική διεκδίκηση. Ταυτόχρονα αυτή η μη επισήμως εργατική μορφή του προλεταριακού κινήματος αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την συνάντηση του αδιεξόδου της διεκδίκησης με την επερχόμενη διαδικασία κατάργησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για συνάντηση ρήξης, για ιστορική παραγωγική διαδικασία.
    Η Κυριακή ήταν πολύ μαζική και η σύνθεση των «κουκουλοφόρων», όπως και ολόκληρου του διαμαρτυρόμενου πλήθους, διαταξική. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε στη μαζικότατη συμμετοχή στις συγκρούσεις με την αστυνομία και στην σχεδόν πάνδημη αποδοχή τους. Κανείς μα κανείς (ούτε το συνδικαλιστικό τους όργανο) δεν βρέθηκε εκείνο το απόγευμα στην πλατεία να υπερασπιστεί τους αστυνομικούς για το ρόλο τους. Δεν βρέθηκαν αυτή τη φορά «ειρηνοποιοί» του κινήματος, όπως το προηγούμενο καλοκαίρι, ο μόνος που τους υποστήριξε ήταν ο εκπρόσωπος του κόμματος της Τάξης, ο επίδοξος πρωθυπουργός. Η αστυνομία στη γενική της έκφραση είναι πάντα η καπιταλιστική τάξη σε θέση μάχης απέναντι στο προλεταριάτο. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία όμως, αποτελεί την υλική έκφραση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό: Για να επιβληθεί η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης πρέπει το ελληνικό κράτος να χάσει την αυτονομία του, να ενσωματωθεί οργανικά πλέον σε έναν ευρύτερο συνασπισμό και να αναγνωριστεί επίσημα η χαμηλή του θέση στην εσωτερική ιεραρχία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς και τη μοίρα των μικροαστικών στρωμάτων. Η επίθεση στην αστυνομία αποτελεί φυσικά αναγκαίο βήμα ρήξης για το ξεπέρασμα των ορίων των πρακτικών «διαλόγου» με το Κράτος για τη διαπραγμάτευση της τιμής της εργασιακής δύναμης ή για οποιοδήποτε άλλο «δικαίωμα». Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία όμως μπορεί να εκφράζει μεταξύ όλων των άλλων και την εσωτερική σύγκρουση μικροαστικών στρωμάτων με το Κράτος που τους ισοπεδώνει. Όπως ξεκάθαρα μας έδειξε η Αίγυπτος του 2011, η επίθεση στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους δε σημαίνει απευθείας και αμφισβήτηση της πιο σημαντικής καπιταλιστικής κοινότητας, του έθνους [3], ούτε βέβαια και του αληθινού θεού, του χρήματος, και της ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό πολλοί πρώην ή νεότευκτοι «αγανακτισμένοι» συμμετείχαν στις συγκρούσεις και σε πολλές περιπτώσεις η πρακτική της σύγκρουσης συνοδευόταν από το σεβασμό «στις περιουσίες των ανθρώπων» και από βρισιές στους «προδότες γερμανοτσολιάδες ή τούρκους» αστυνομικούς, οι οποίοι «θα έπρεπε να είναι μαζί μας και όχι εναντίον μας». Η Κυριακή αυτή, ακόμη και στα θέατρα των συγκρούσεων, και ειδικά λόγω της πρωτοφανούς μαζικότητας τους, δε θα μπορούσε παρά να έχει το έντονο «εθνικό» και «λαϊκό» στοιχείο που έχει αναγκαστικά παραχθεί σε όλη αυτήν την περίοδο του «αντιμνημονιακού αγώνα».
    Πέρα όμως από τη διαταξική συμμετοχή που ήταν απαραίτητη για τη μαζική σύγκρουση με την αστυνομία και τη στήριξη αυτής της σύγκρουσης, σημαντικό στοιχείο της Κυριακής με το οποίο το Κράτος και όλοι οι υπερασπιστές του Πολιτισμού λύσσαξαν, ήταν η λεηλασία και στη συνέχεια η πυρπόληση των καταστημάτων και των άλλων κτιρίων. Η πρακτική αυτή που εμφανίστηκε σε μαζική κλίμακα το Δεκέμβρη του 2008 επανήλθε μετά την οπισθοχώρηση που επέβαλε το συμβάν Μαρφίν το Μάιο του 2010, καθώς η ταξική πάλη είναι μια αλυσιδωτή αντίδραση, η ίδια αποτελεί δυναμική του εαυτού της. Οι πυρπολήσεις των κτιρίων ήταν επίσης αποτέλεσμα της ειδικής πολιτικής μορφής που δεσπόζει στην ταξική πάλη στην Ελλάδα. Από τη μία πλευρά η αστυνομία έπρεπε να διαφυλάξει επιθετικά το κοινοβούλιο και να ωθήσει τον κόσμο στους γύρω δρόμους, και από την άλλη το βάρος της πολιτικής ιστορίας δεν επιτρέπει στο ελληνικό κράτος να ανεβάσει ακόμη περισσότερο το επίπεδο της καταστολής και να πάρει απροκάλυπτα δικτατορική μορφή (banks or tanks) ακόμα και τώρα, που η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τόσο σοβαρή. Σε ολόκληρη την περίοδο του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού (στην Ελλάδα ξεκινάει περίπου το 1996) η μετατροπή της αστυνομίας σε στρατό κατοχής στο αστικό περιβάλλον είναι το στοιχείο που έχει επιτρέψει στο αστικό κράτος να παραμένει δημοκρατικό ενώ καταστέλλει σκληρά τα δρώντα κομμάτια του προλεταριάτου. Μέσα στη δεκαετία του 2000 τα παραδοσιακά μπάχαλα άρχισαν να μην είναι πλέον εφικτά, στο βαθμό που η αστυνομία στρατιωτικά δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις δυναμικές μειοψηφίες που χρησιμοποιούσαν τα μέσα του δρόμου. Έτσι στο φοιτητικό κίνημα του 2006-07, η οργή του νεανικού επισφαλούς προλεταριάτου που απωθούνταν απο την αστυνομία εκφράστηκε ενάντια σε κτίρια της Αθήνας, και το 2008 κάθε ιδιοκτήτης επιχείρησης συνειδητοποίησε ότι πρέπει να αυξήσει τα έξοδα για την ασφάλεια της περιουσίας του από τις επιδρομές των επικίνδυνων τάξεων. Στην αρχή της περιόδου των μνημονίων, η συνάντηση των πρακτικών αυτών με μια από τις τελευταίες εκλάμψεις μιας μορφής συνδικαλιστικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα τη Μαρφίν. Η κοινωνική βία περιθωριοποιήθηκε και καταστάλθηκε από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς για διάστημα περίπου ενός έτους. Στο διαταξικό κίνημα των πλατειών όμως, τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της βίας ως κεντρική εσωτερική αντίφαση του κινήματος, καθώς ο νέος γύρος των μέτρων ήταν ακόμη σκληρότερος και οι «πρακτικές των ταραχών» περικύκλωναν τις πλατείες, με αποκορύφωμα τις 28-29 Ιουνίου 2011. Γινόταν από τότε ορατό ότι ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού έτειναν να εμπλακούν στις συγκρούσεις με την αστυνομία.
    Το κομμάτι του προλεταριάτου που πυρπολεί και λεηλατεί αποτελεί παραγωγή της περιόδου του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά του τελευταίου διαστήματος που οδήγησε στην κρίση. Όλοι αυτοί που το Νοέμβρη του 2005 μιλούσαν για γεγονότα που αφορούν το κοινωνικό περιθώριο στη Γαλλία, το Μάρτη του 2006 για «αλήτες που επιτίθενται στις φοιτητικές πορείες», το Δεκέμβρη του 2008 για «μητροπολιτική εξέγερση από αυτές που συμβαίνουν κάθε τόσο αλλά σβήνουν σαν πυροτεχνήματα και σημασία έχει τί κάνει το εργατικό κίνημα», όλοι αυτοί άρχισαν να ζορίζονται όταν τον Αύγουστο του 2011 εξερράγη το Λονδίνο. Το κομμάτι αυτό του προλεταριάτου δεν μπορεί να σταματήσει εκ των έσω την παραγωγική διαδικασία (τουλάχιστον όχι ακόμη), συνεπώς δρα στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Το αναδυόμενο (μη-)υποκείμενο είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και μη-υποκείμενο, λόγω της ιστορικά καθορισμένης σχέσης ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τον αποκλεισμό από την διαδικασία παραγωγής αξίας. Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι αν παράγεται με ποσοτικούς όρους αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου, αλλά το ότι παράγεται αύξηση της λουμπενοποίησης του προλεταριάτου – μιας λουμπενοποίησης που όμως δεν εμφανίζεται σαν εξωτερικότητα σε σχέση με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας αλλά σαν καθοριστικό στοιχείο του ορισμού του. Η επισφάλεια, το «μέσα-έξω», παράγουν ένα (μη-)υποκείμενο (μη) αποκλεισμένων, αφού η ενσωμάτωση τείνει ολοένα περισσότερο να γίνεται διά του αποκλεισμού, ιδίως για τους νέους. Πρόκειται για μια δυναμική, μια κίνηση που ανανεώνεται συνεχώς. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ριζικό αποκλεισμό από τη μισθωτή σχέση, κυρίως αναφερόμαστε στον αποκλεισμό από ό,τι θεωρείται «κανονική» εργασία, «κανονικός» μισθός, «κανονική» επιβίωση. Σε ένα περιβάλλον παραγωγής πλεονάζοντος πληθυσμού και βίαιης επίθεσης στην ιστορικά προσδιορισμένη αξία της εργασιακής δύναμης, το πολυαναμενόμενο «υποκείμενο» χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. Δεν υπάρχει «υποκείμενο» χωρίς να έχει δοθεί διαχωρισμένα η «αντικειμενικότητα» που του επιτρέπει να διάγει βίο υποκειμένου. Μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού χάνεται το έδαφος (η αγκύρωση στη μισθωτή σχέση) και ταυτόχρονα το οξυγόνο (η δυνατότητα διεκδίκησης βελτίωσης των όρων ζωής). Αυτοί που έχουν ήδη εγκλωβιστεί στο συνεχές επισφάλεια / αποκλεισμός διεμβολίζουν το κίνημα το οποίο τείνει ακόμα να επικαλείται μια «κανονική» εργασία και έναν «κανονικό» μισθό, και το κίνημα αυτό διεμβολίζεται αποτελεσματικά από το (μη-)υποκείμενο επειδή έχει ήδη διεμβολιστεί και διεμβολίζεται από τον συνεχή βομβαρδισμό της «κανονικής» εργασίας και του «κανονικού» μισθού από το κεφάλαιο. Όλη αυτή η κατάσταση παράγει τις καταστροφικές πρακτικές ως απόκλιση στο εσωτερικό της κίνησης του προλεταριάτου και πιέζει το κεφάλαιο να εντείνει την κατασταλτική διάσταση της αναπαραγωγής του ως σχέσης και να προσπαθεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο και πιο βίαια το ποσοστό εκμετάλλευσης.
    Με τις πρακτικές της Κυριακής (τις πρακτικές των ταραχών) τα συγκεκριμένα κομμάτια του προλεταριάτου γίνονται, εντός της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας, παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης. Ο ρόλος του (μη-)υποκειμένου αντανακλά την επανάσταση που παράγεται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων, η οποία είναι η κατάργηση όλων των διαμεσολαβήσεων της αξίας, δηλαδή όλων των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, και όχι η ανάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους. Ο ορίζοντας της επανάστασης (αυτής της περιόδου) δεν είναι το επαναστατικό πρόγραμμα που περιμένει την προσέλευση εκείνου του «υποκειμένου» που θα πρέπει αναπόφευκτα να υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο. Οι παραγωγικοί εργαζόμενοι, παρά τον ειδικό τους ρόλο, δεν παράγονται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων ως ένα διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα κομμάτια υποκείμενο της επανάστασης που θα καθοδηγήσει τη διαδικασία μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε «κοινωνία εργασίας», η επανάσταση δεν θα έχει ως επίδικο τον «έλεγχο της παραγωγής». Στο μέλλον, οι καταστροφικές πρακτικές που αναδύονται σήμερα θα βρουν το όριο τους στην ίδια την αναπαραγωγή τους και δε θα μπορούν να αφορούν μόνο την καταστροφή σταθερού κεφαλαίου ως «ζημιά» ή ως προσωρινό σαμποτάζ. Για τη συνέχιση της ζωής μέσα στον αγώνα οι πρακτικές θα μετασχηματιστούν και θα αναγκαστούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη των μέσων παραγωγής ως μέσων παραγωγής αξίας. Η αμφισβήτηση αυτή δε θα είναι μια μονολιθική διαδικασία προς κάποια «νίκη», αλλά θα φέρει μέσα της όλες εκείνες τις συγκρούσεις που θα παράγουν, ως ρήξεις, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, δηλαδή την κατάργηση της αξίας και μαζί την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου. Προς το παρόν, μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, το (μη-)υποκείμενο γίνεται πλέον δρώσα δύναμη, εμφανίζεται συνεχώς και οι πρακτικές του τείνουν να συνυπάρχουν «ανταγωνιστικά» με τις πρακτικές διεκδίκησης, αλλά και οι πρακτικές διεκδίκησης τείνουν να «μιμούνται» τις πρακτικές των ταραχών, που αναγκαστικά τις μαγνητίζουν καθώς έχει καταργηθεί ο «κοινωνικός διάλογος».
    Τον Σεπτέμβριο του 2011 γράφαμε σχετικά με την τότε συγκυρία: «Το σημαντικό στις μελλοντικές εξελίξεις, ως κρίση και ένταση της ταξικής πάλης, είναι η εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στις πρακτικές τύπου Αγγλίας [Αυγούστου 2011] και στις πρακτικές των «αγανακτισμένων». Η σχέση αυτή αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω της ρευστότητας ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δομούμενα υποκείμενα (η ανεργία έχει μπει στο κέντρο της μισθωτής σχέσης). Η σχηματοποίηση του νέου ορίου (η αστυνομία, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός) οδηγεί σε μια νέα μορφοποίηση που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε με τον όρο «ταραχές». Οι «ταραχές» περικυκλώνουν τα κινήματα των «αγανακτισμένων», τα διεμβολίζουν και τελικά διεισδύουν σ’ αυτά και παράγουν αποκλίσεις ανάμεσα σε πρακτικές των κινημάτων αυτών (μια πρώτη έκφανση αυτού του γεγονότος αποτελεί το διήμερο 28-29 Ιουνίου στην Ελλάδα). Η διαλεκτική της απόκλισης δουλεύει πυρετωδώς…». Η Κυριακή συνιστά υπέρβαση κατά το ότι πλέον οι πρακτικές έχουν συναντηθεί, έχουν έρθει αντιμέτωπες εν δράσει. Η συνάντηση των πρακτικών είναι αποτέλεσμα της δυναμικής που παράγει την αμοιβαία διείσδυση ανάμεσα στους «αγανακτισμένους», τους «προλεταριοποιούμενους μικροαστούς», τους δημόσιους υπαλλήλους, τους νέους, τους επισφαλείς/ανέργους. Η διαλεκτική κίνηση των πρακτικών ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως αυτή η διαλεκτική δε θα εξελιχθεί μέσα σε κενό αέρος, είναι εμβαπτισμένη και αυτή στη συνολική δυναμική της ταξικής πάλης: «Τα τετρακόσια ευρώ αμοιβή δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τις περικοπές στο κέρδος των φαρμακείων, ούτε με τις περικοπές των επιδομάτων των ΔΕΚΟ ή των τραπεζών, ούτε με τις περικοπές των επικουρικών, ούτε με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, ούτε με τίποτα από όλα εκείνα που οδηγούν συνδικαλιστές και εργαζόμενους σε καταλήψεις, διαδηλώσεις και απεργίες διαρκείας. Όταν οι παραπάνω λοιπόν φτάνουν σε τέτοια όρια όπως ισχυρίζονται, τότε τι ακριβώς θα κάνουν αυτοί που αποδεδειγμένα δεν έχουν καμιά ελπίδα επιβίωσης; Τα παιδιά των υποβαθμισμένων γειτονιών που τριγυρνούν στους αθλητικούς συνδέσμους των αφορολόγητων εφοπλιστών μισούν το κέντρο της Αθήνας και τα όμορφα φώτα του. Οι νέοι άνεργοι της πρωτεύουσας είναι απελπισμένοι και έτοιμοι να μην ανεχτούν πάνω τους τη λέπρα του κοινωνικού περιθωρίου. Τους μιλάμε για αλληλεγγύη. Τρίχες. Κανείς δεν θυσιάζει ούτε το ελάχιστο […] για να πάρουν μερικά ευρώ παραπάνω οι εικοσάρηδες της Ελλάδας». [4]Οι πρακτικές ανήκουν σε δομούμενα από την ίδια την ταξική πάλη σήμερα, ρευστά και διαρκώς αναδιαμορφωνόμενα υποκείμενα. Μέσα στη συγκυρία κάθε κρίσης όπου το πραγματοποιούμενο κέρδος δεν αρκεί για να εμφυσήσει πνοή ζωής σε όλη την τεράστια μάζα της αποκρυσταλλωμένης εργασίας του παρελθόντος, το προλεταριάτο, μέσα στη διαδικασία συμπίεσης του, κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο. Μέσα όμως στην τρέχουσα συγκυρία στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η αποβολή της διεκδίκησης από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δυναμική που αποτελούσε συστατικό στοιχείο όλης της προηγούμενης περιόδου, η δυναμική της κρίσης μετατρέπεται πλέον σε δυναμική κρίσης της ίδιας της μισθωτής σχέσης. Καθώς εφαρμόζεται η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης και η μαύρη εργασία γίνεται τάση που καθοδηγεί την τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο για το κεφάλαιο να διαχειριστεί τον αναγκαίο για την αναπαραγωγή του ποιοτικό διαχωρισμό ανάμεσα στα «ενσωματώσιμα» στρώματα του προλεταριάτου και τον πλεονάζοντα πληθυσμό. Ο διαχωρισμός αυτός, η κατανομή της εργασιακής δύναμης, είναι μεν δομικό στοιχείο κάθε περιόδου του κεφαλαίου, τα κρίσιμα όμως στοιχεία τώρα είναι αφενός το ότι το αποβαλλόμενο κομμάτι τείνει να μεγεθύνεται και προεικονίζεται μια κατάσταση στην οποία θα αποτελεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού, και αφετέρου το ότι η διάκριση μεταξύ ενσωμάτωσης και μη είναι πια απολύτως ενδεχομενική.
    Κάθε πρόβλεψη είναι επικίνδυνη καθώς η συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου εμπεριέχει το στοιχείο του απρόβλεπτου και της δημιουργίας πολλαπλών ρήξεων. Η ιστορικής σημασίας μεταβολή στο «εθνικό ζήτημα» που τίθεται επί τάπητος ως αναγκαία για την αναπαραγωγή της τρέχουσας διάρθρωσης του κεφαλαίου εγγράφει στη συγκυρία την πιθανότητα μιας «εθνικής» αριστερής ή φασιστοειδούς αντεπανάστασης, η οποία βέβαια δεν μπορεί να έχει τη σταθερότητα (εθνικοσοσιαλιστική ενσωμάτωση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου εντός των ορίων ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού) των φασισμών του παρελθόντος. Αυτή θα παραχθεί ως αναγκαία την όποια ώρα αποβεί ύστατη από την σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο αναγκάζεται να λειτουργεί με όρους «πολιτικής οικονομίας κινδύνου». Η οικειοποίηση πρακτικών σύγκρουσης και η συνεχώς αναπαραγόμενη κατάσταση πολέμου μέσα στην οποία είναι απαραίτητο πλέον να διεκδικεί οτιδήποτε το προλεταριάτο, μαζί με την συνολική συμπίεση του εργαζόμενου/άνεργου πληθυσμού, θα παίξουν κι αυτά το ρόλο τους, προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης πρακτικών του (μη-)υποκειμένου των (μη-)αποκλεισμένων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σταθμός της Κυριακής θα είναι μόνο ένας από μια σειρά που προοιωνίζεται πυκνή και τις νύχτες φωτεινή.

    ________________________________________
    [1] Α. Αλαβάνος: «Η βία του συστήματος γεννά Γαβριάδες», http://konserbokoyti.blogspot.com/2012/02/blog-post_2450.html
    [2] Δες και το κείμενο «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…», http://classwar.espiv.net/?p=1933, στο οποίο εξετάζεται η πολιτική μορφή με την οποία αναγκαστικά εμφανίζεται η σύγκρουση πρακτικών διαφορετικών κομματιών του προλεταριάτου στην Ελλάδα.
    [3] Το έθνος ως έννοια αποτυπώνει την αντιφατική ενότητα των τάξεων μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, το κράτος μετασχηματίζει, δηλαδή καθιστά κοινωνικά έγκυρα, τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου, εμφανίζοντάς τα, και θέτοντάς τα σε λειτουργία, ως εθνικά συμφέροντα. Κράτος, έθνος και κεφάλαιο αποτελούν όψεις μιας και της αυτής ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού.
    [4] Σινεμά: Η Κόλαση, της Αγγέλικας Ψαρρά, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4858

    Μου αρέσει!

  2. Γεια σας σύντροφοι. Υπαρχει ενας προβληματισμός σχετικά με το νεο επαναστατικό κοινωνικο υποκειμενο. Νομιζω οτι η πολιτική αποφαση παρακαμπτει ενα θεμελιώδες ζητημα : Σε ποιο βαθμό αναδύεται αραγε σημερα ενα νεο (μη ) υποκειμενο… Ενδιαφερον παρουσιάζει ενα προσφατο κειμενο των Blaumachen :http://www.blaumachen.gr/2012/02/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B4%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85/

    Μου αρέσει!

  3. Πρωτοσέλιδο άρθρο στο σημερινό φύλλο (25/2/12) της εφημερίδας Ριζοσπαστης μιλάει για διεθνή ασκηση που θα γίνει τον ερχόμενο Νοέμβριο στην Ελλάδα με θέμα την καταστολή σε αστικό περιβάλλον. Φαίνεται ότι τα αστικά επιτελεια έχουν αντιληφθεί ότι το νεο (μη) υποκείμενο που αναδύεται είναι η νέα απειλη που πρεπει να αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον. Επειδή το υποκειμενο αυτό δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί , οπως σωστά νομιζω επισημαίνεται στο αρθρο των Βlaoumachen, απομένει μονο ο δρόμος της μαζικής καταστολής μέσα στις μητροπολεις….. http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=25/2/2012&id=13938&pageNo=3&direction=1

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε