Πέντε ιμπεριαλιστικοί μύθοι για το ρόλο της Κίνας στην Αφρική

22867191143_147829900a_k-768x512-1
Η πρώην Υπουργός Διεθνών Σχέσεων και Συνεργασίας της Νότιας Αφρικής, Μαϊτέ Νκοάνα – Μασαμπάνε, ανταλλάσσει χειραψία με τον Γουάνγκ Γι, Υπουργό Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, μετά τις αρχικές δηλώσεις της κατά την τελετή έναρξης της 6ης Υπουργικής Συνάντησης του φόρουμ για τη Συνεργασία Κίνας-Αφρικής (FOCAC), 3 Δεκεμβρίου 2015, Πρετόρια, Νότια Αφρική. Φωτογραφία: DIRCO.

Του Nino Brown

Πηγή: https://liberationschool.org/five-imperialist-myths-about-chinas-role-in-africa/

Σε μετάφραση Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη, Νίκου Σταματίου και ΠΚ, για την Guernica και το avantgarde

Κατασκευάζοντας το πλαίσιο κάποιας «αντιπαράθεσης των μεγάλων δυνάμεων»

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Κίνα είναι μια ανερχόμενη δύναμη. Από όταν πρωτοϊδρύθηκε το 1949, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει καταφέρει μια εκπληκτική μεταμόρφωση στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής, ως απάντηση τόσο στην εξελισσόμενη εσωτερική της κατάσταση, όσο και στα διεθνή εμπόδια και προκλήσεις. Σε αυτή τη πορεία, η Κίνα έχει καταφέρει να βγάλει 800 εκ. ανθρώπους από τη φτώχεια, έχει αυξήσει τους μισθούς και το επίπεδο ζωής των πολιτών της, έχει αυξήσει το προσδόκιμο ζωής (μάλιστα παραπάνω από το αντίστοιχο στις ΗΠΑ), και σταθεροποιεί τη θέση της στην παγκόσμια αρένα – προς  απογοήτευση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Μέσα σε επτά δεκαετίες, η Κίνα έχει μεταμορφωθεί από μία ημι-φεουδαρχική, ημι-καπιταλιστική φτωχή χώρα, αποικισμένη και τεμαχισμένη από πολλαπλά ιμπεριαλιστικά έθνη, στην μεγαλύτερη ή έστω την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ανάλογα με το πώς το μετράει κανείς.

Η ανάπτυξη της Κίνας έχει δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία και άγχος στις κυβερνήσεις της Δύσης. Για ποιο λόγο; Η Κίνα κατάφερε να αναπτυχθεί μέσα από τους εγκαθιδρυμένους κανονισμούς και θεσμούς της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, αρχικά προσελκύοντας ξένες επενδύσεις μέσα από την αξιοποίηση του τεράστιου και εκπαιδευμένου εργατικού της δυναμικού, γινόμενη έτσι το «εργοστάσιο του κόσμου», και στη συνέχεια μετασχηματιζόμενη σταδιακά σε ένα κέντρο υψηλής τεχνολογίας και αναπτύσσοντας μία εσωτερική αγορά. Αυτή η διαδικασία κατευθύνθηκε από το κράτος, το οποίο έθεσε πολλούς όρους στις ξένες επενδύσεις, πράγμα το οποίο εν τέλει οδήγησε στην αύξηση της τεχνολογικής και της παραγωγικής δυνατότητας της Κίνας. Η Κίνα έθεσε ως προτεραιότητα στην εσωτερική και την διεθνή της πολιτική, την σταθερότητα και την εθνική της ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει για χρόνια το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Άλλο ένα γνώρισμα της ανάπτυξής της ήταν ότι, συγκριτικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα αφιέρωσε ένα πολύ μικρό ποσοστό της εθνικής της οικονομίας στον πόλεμο και τον μιλιταρισμό. Αυτό κατέστη δυνατό λόγω των μακροχρόνιων φιλικών σχέσεων με την Δύση – εν αντιθέσει, για παράδειγμα, με την Σοβιετική Ένωση, η οποία αφιέρωσε τεράστια ποσοστά του προϋπολογισμού της στα εξοπλιστικά προγράμματα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ο δυτικός καπιταλισμός δεν προσπάθησε για πολλά χρόνια να αναστείλει αυτή την ανάπτυξη. Άλλωστε, η Κίνα δεν προσπάθησε ιδιαιτέρως να εμπλακεί με την κυριαρχούμενη υπό τις ΗΠΑ παγκόσμια μονοπολική τάξη, που επιβλήθηκε έπειτα από την πτώση της ΕΣΣΔ. Το άνοιγμα και οι μαζικές επενδύσεις στην Κίνα επέτρεψαν τεράστια οφέλη για τον Δυτικό καπιταλισμό – κάτι το οποίο υπό μία έννοια τον διέσωσε από την οικονομική ανάσχεση της δεκαετίας του 70’.

Επομένως για ποιο λόγο η αμερικανική άρχουσα τάξη βλέπει τώρα την Κίνα ως έναν υπαρξιακό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική κυριαρχία;

Η σχέση έχει αλλάξει. Το σημείο καμπής είναι ήδη παρελθόν. Ενώ η Κίνα και η Δύση είναι στενά αλληλοσυνδεδεμένες όσον αφορά τις οικονομικές τους σχέσεις – πράγμα το οποίο δημιουργεί μία τάση μεγαλύτερης σταθερότητας – η Κίνα έχει γίνει περισσότερο δυναμική στην πολιτική της, όσο η οικονομία της αναπτύσσεται. Επίσης, η ανάπτυξή της είναι τόσο εντυπωσιακή και παρατεταμένη, καταφέρνοντας τώρα να σπάσει το μονοπώλιο της Δύσης σε πρωτοπόρα τεχνολογία, που ενδεχομένως να γίνει η βασική κινητήριος δύναμης της παγκόσμιας οικονομίας. Οι ιμπεριαλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών προσπαθούν να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου ο 21ος αιώνας να μην γίνει ο «Κινεζικός Αιώνας», σε αντίθεση με τον «Νέο Αμερικανικό Αιώνα» που ονειρεύονται.

Η ανάπτυξη της Κίνας από μόνη της αποτελεί έναν λόγο αυξημένου ανταγωνισμού με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό – και όχι οι πολιτικές της σε άλλες χώρες, ή η στάση της όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της ηγεσίας της Κίνας ή την στάση της στην εξωτερική πολιτική, δεδομένου του μεγέθους της, δεν μπορεί να γίνει μία μαριονέτα ή απλά ένας δευτεροκλασάτος συνεργάτης της Δύσης. Δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» – όπου με αυτό εννοούμε την αδιαπραγμάτευτη παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία. Αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα βαθύτερα κίνητρα μίας πολιτικής στάσης.

Το Πεντάγωνο και το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχει προσανατολίσει τις ΗΠΑ προς μίας περίοδο «μέγιστης αντιπαράθεσης». Αυτός ο προσανατολισμός αποσκοπεί προς την αντιπαράθεση σε ένα στρατηγικό επίπεδο και όχι απλώς στιγμιαία ή τακτικά. Με αυτό το τρόπο η άρχουσα αυτοκρατορική ελίτ των Αμερικανών διαβλέπει ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ανεξάρτητα από το αν είναι Ρεπουμπλικάνοι ή Δημοκράτες στον Λευκό Οίκο, ή ο Σι Τζινπίνγκ ή κάποιος άλλος στην εξουσία στο Πεκίνο.

Το Πεντάγωνο αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζει την Κίνα ως μεγαλύτερη απειλή συγκριτικά με τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» ή τον «ισλαμικό εξτρεμισμό». Ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, όσο ήταν διοικητής της CIA, είχε διακηρύξει ότι η Κίνα ήταν μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε σχέση με τη Ρωσία και το Ιράν, που αποτελούν δύο ακόμα αγκάθια στις προσπάθειες του ιμπεριαλισμού, και οι οποίες έχουν αντιμετωπίσει τις αμερικανικές αυτοκρατορικές στοχεύσεις με πολύ πιο ευθύ τρόπο στο πολεμικά μέτωπα της Μέσης Ανατολής.

Αυτό είναι το πλαίσιο της υπερπαραγωγής δηλώσεων, ακαδημαϊκών άρθρων, άρθρων εφημερίδας, καθώς και παραπληροφόρησης σε σχέση με την Κίνα. Η επιδίωξη της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ είναι η όσο το δυνατόν περισσότερο δαιμονοποίηση της Κίνας, τόσο από φιλελεύθερα όσο και από συντηρητικά ΜΜΕ. Το «Russiagate» έχει δώσει σιγά σιγά χώρο στο «Chinagate», με μπόλικες ευφάνταστες ιστοριούλες του πώς η Κίνα υπονομεύει την αμερικανική «δημοκρατία».

Η προπαγάνδα αντιπροσωπεύει το ιδεολογικό οπλοστάσιο μίας κοινής στρατηγικής απέναντι στην Κίνα, στο άλλο άκρο της οποίας είναι η λογική της προετοιμασίας για μία στρατιωτική αντιπαράθεση. Κάθε πόλεμος και αντιπαράθεση προϋποθέτει μία αφορμή και μια δαιμονοποίηση του εχθρού. Στη σύγχρονη εποχή, αξιοποιείται συνήθως μία αφορμή δήθεν ανθρωπιστικής κρίσης. Στις ΗΠΑ η αναπαράσταση του «ξένου εχθρού» είναι στενά συνδεδεμένη με ρατσιστικά αφηγήματα. Οι υποστηρικτές του αντιπολεμικού κινήματος και οι ταξικά συνειδητοποιημένοι εργάτες πρέπει να είναι υποψιασμένοι όσον αφορά τα μοτίβα της δαιμονοποίησης, του ψευτο-ανθρωπισμού και του ρατσισμού όσον αφορά την κάλυψη των ειδήσεων για την Κίνα. Απλώς προετοιμάζουν την αμερικανική κοινή γνώμη για πόλεμο.

Δεν υπάρχει πιο δημοφιλές και υποκριτικό ζήτημα από τον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται τα νέα όσον αφορά την σχέση της Κίνας με την Αφρική. Μέσα σε δέκα χρόνια, από το 2000 μέχρι το 2010, η Κίνα μετατράπηκε από έναν σχετικά μικρό εμπορικό συνεργάτη της Αφρικής σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς της συνέταιρους. Το 2000 ο όγκος των συναλλαγών ήταν περίπου $10 δις, ενώ πρόσφατα ξεπέρασε τα $220 δις. Πολλές από αυτές τις συμφωνίες αφορούν μακροπρόθεσμες σχέσεις αλληλεξάρτησης και δεν είναι απλώς ένα περαστικό φαινόμενο. Αυτή η οικονομική αλληλοσύνδεση συμβαίνει στο πλαίσιο μίας επικείμενης μαζικής δημογραφικής αλλαγής. Μέχρι το 2100 ο πληθυσμός της Αφρικής πρόκειται να αυξηθεί στο 38% του παγκόσμιου πληθυσμού (συγκριτικά με το 9% που αντιπροσώπευε το 1950). Αν τα έθνη της Αφρικής – με τον τεράστιο εθνικό τους πλούτο και μεγεθυνόμενες αγορές – αποφάσιζαν να προσανατολιστούν προς την Κίνα, αυτό θα δημιουργούσε ριζικές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης.

Έτσι, οι ίδιες χώρες που υποδούλωσαν, λεηλάτησαν και αποίκισαν την Αφρικανική Ήπειρο για αιώνες, τώρα έρχονται να κλαψουρίσουν για κάποια «κινεζική αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμό». Λίγοι θα έβλεπαν στο πρόσωπο του Mike Pence, της Hilary Clinton και του Steve Bannon όψιμους υπερασπιστές του αντι-αποικιακού αγώνα, όμως όταν τίθεται το ζήτημα της παρουσίας της Κίνας στην Αφρική όλοι ξαφνικά σηκώνουν το λάβαρο του «δίκαιου» αγώνα. Αυτή η συνειδητή προσπάθεια παραχάραξης της αλήθειας έχει επαναληφθεί τόσες πολλές φορές στα αστικά ΜΜΕ, από Αμερικανούς πολιτικούς και επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών στις οποίες ηγεμονεύουν οι ΗΠΑ, ώστε πλέον να έχει καταστεί «κοινός τόπος», με αποτέλεσμα να τις αναπαράγουν προοδευτικοί, αριστεροί αλλά ακόμα και σύντροφοι της Μαύρης Απελευθέρωσης.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την παραπάνω περιγραφή:

«Αυτό που κάνουν (οι Κινέζοι) στην υποσαχάρια Αφρική ονομάζεται καπιταλισμός της λεηλάτησης. Γνωρίζουν ότι οι χώρες που δανείζουν και τα πρότζεκτ που χρηματοδοτούν δεν θα καταφέρουν να επιστρέψουν τα χρήματα τους. Έτσι επιδιώκουν να πάρουν ως αντάλλαγμα ένα μεγαλύτερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα αυτών των χωρών».

Αυτά τα λόγια προήλθαν από τον Steve Bannon, τον τέως σύμβουλο του Trump. Τέτοια λόγια ακούμε όμως και από την αριστερά.

Με δεδομένο τον εμπορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας, υπάρχει τεράστια πιθανότητα άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης, και καθώς η αντι-κινεζική προπαγάνδα μάς σκάει από όλες τις πλευρές, είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε την σχέση ανάμεσα στην Κίνα και την Αφρική. Στο παρόν άρθρο θα επιδιώξουμε να αναιρέσουμε πέντε βασικούς μύθους όσον αφορά το ρόλο της Κίνας στην Αφρική, οι οποίοι έχουν κερδίσει υπερβολικά πολύ έδαφος στη συζήτηση των προοδευτικών κύκλων. Ο σκοπός μας δεν είναι να παρουσιάσουμε μία περιεκτική και τελική ανάλυση όσον αφορά την περίπλοκη και δυναμική σχέση της Κίνας με την Αφρική, αλλά να αποδομήσουμε ορισμένα από τα πιο βασικά ζητήματα της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας. Σκοπός μας επίσης είναι να αναδείξουμε τη σημασία του να ερευνούμε ενδελεχώς τις πηγές μας, και του να βρίσκουμε πηγές που δεν συνδέονται με τα δυτικά ΜΜΕ.

Δεν είναι αναγκαίο να έχουμε τις ίδιες απόψεις με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ή να υπερασπιστούμε όλες τις πολιτικές του, είτε στο εσωτερικό είτε στην εξωτερική πολιτική. Αρκεί να αναγνωρίσουμε τα βασικά σημεία που συγκροτούν τους μύθους περί κάποιας κινεζικής «αποικιοκρατίας».

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ορισμένες κινεζικές συμφωνίες και πρακτικές αποπνέουν ανισοτιμία και χαρακτηριστικά κατάχρησης εξουσίας. Από την άλλη, το διεθνές εμπόριο περιλαμβάνει χώρες διαφορετικών μεγεθών και αγορών και υπό αυτή την άποψη οι εμπορικές σχέσεις είναι κατά κανόνα ανισότιμες, στον βαθμό που αυτό γίνεται στο πλαίσιο μίας αστικής ηθικής όπου το κάθε μέρος προσπαθεί να διεκδικήσει το μεγαλύτερο μέρος για τον εαυτό του. Εν τέλει πάντοτε κάποιος θα έχει μεγαλύτερο έλεγχο και δύναμη. Αυτό πρέπει να εξειδικευτεί στην περίπτωση του εμπορίου ανάμεσα στην Κίνα και την Αφρική. Για παράδειγμα για κάθε ανισότιμη εμπορική συμφωνία, κάποιος μπορεί να βρει συμφωνίες που η Κίνα θέτει παράξενα ευνοϊκούς όρους στις αφρικανικές χώρες. Αυτό δεν συμβαίνει αναγκαστικά λόγω κάποιας ιδεολογικής πεποίθησης ή διάθεσης φιλανθρωπίας, αλλά επειδή η Κίνα βλέπει ότι η ανεξαρτησία και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Αφρικής αποτελεί τμήμα των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της.

Αυτό από μόνο του είναι μία βασική διαχωριστική γραμμή συγκριτικά με την στάση και την δράση των Ευρωπαίων και των Αμερικανών στην Αφρική.

Μύθος 1: Οι κινεζικές επενδύσεις απλώς επαναλαμβάνουν τα «νεο-αποικιοκρατικά» πρότυπα

Πρώτον, τι είναι η νεο-αποικιοκρατία; Το 1965, στην πρωτοποριακή ανάλυση του θέματος «Νεο-αποικιοκρατία: Το τελευταίο στάδιο του ιμπεριαλισμού», ο Κβάμε Νκρούμαχ (Kwame Nkrumah) έδωσε τον ακόλουθο ορισμό:

Η ουσία της νεο-αποικιοκρατίας είναι ότι το κράτος που υπόκειται σε αυτήν θεωρητικά είναι ανεξάρτητο και διαθέτει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της διεθνούς κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, το οικονομικό του σύστημα και, επομένως, η πολιτική του διευθύνονται από το εξωτερικό.

Οι μέθοδοι και η μορφή αυτής της διεύθυνσης μπορούν να λάβουν διάφορα σχήματα. Για παράδειγμα, σε μια ακραία περίπτωση, μπορεί τα στρατεύματα της αυτοκρατορικής δύναμης να εγκατασταθούν στην επικράτεια του νεοαποικιακού κράτους και να ελέγχουν την κυβέρνησή του. Πιο συχνά, όμως, ο νεοαποικιοκρατικός έλεγχος ασκείται μέσω οικονομικών ή νομισματικών μέσων. Το νεοαποικιακό κράτος μπορεί να υποχρεώνεται να αγοράζει τα βιομηχανικά προϊόντα της ιμπεριαλιστικής δύναμης αποκλείοντας ανταγωνιστικά προϊόντα από αλλού. Ο έλεγχος της κυβερνητικής πολιτικής στο νεοαποικιακό κράτος μπορεί να εξασφαλίζεται μέσω της κάλυψης του κόστους λειτουργίας του κράτους, με την τοποθέτηση δημόσιων υπαλλήλων σε θέσεις όπου μπορούν να υπαγορεύσουν πολιτική, και με νομισματικό έλεγχο του ξένου συναλλάγματος μέσω της επιβολής ενός τραπεζικού συστήματος που ελέγχεται από την αυτοκρατορική δύναμη.

Ποια χώρα στην Αφρική διευθύνεται πολιτικά από την Κίνα; Ούτε μία. Υπάρχει μια αφρικανική χώρα με κινεζική στρατιωτική βάση, το Τζιμπουτί, αλλά η πολιτική της δεν διευθύνεται από το Πεκίνο. Μολονότι κανείς θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι υπάρχουν παραδείγματα «ξεφορτώματος» («ντάμπινγκ») κινεζικών προϊόντων σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, καμία χώρα δεν είναι υποχρεωμένη να αποκλείσει «ανταγωνιστικά προϊόντα από αλλού». Η Κίνα δεν ελέγχει κανένα αφρικανικό τραπεζικό σύστημα. Οι αφρικανικές χώρες έχουν αρχίσει να υιοθετούν το κινεζικό γουάν ως αποθεματικό σε ξένο νόμισμα, αλλά το έχουν κάνει ως μια μορφή διαφοροποίησης απέναντι στην εξάρτηση από το δολάριο και το ευρώ.

Απομακρυνόμενοι από τους τεχνικούς ορισμούς, ποιο είναι το αποτέλεσμα της νεοαποικιοκρατίας; Ο Νκρούμαχ λέει:

Το αποτέλεσμα της νεο-αποικιοκρατίας είναι ότι το ξένο κεφάλαιο χρησιμοποιείται για την εκμετάλλευση και όχι για την ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων τμημάτων του κόσμου. Οι επενδύσεις στο πλαίσιο της νεο-αποικιοκρατίας αυξάνουν, αντί να μειώνουν, το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών χωρών του κόσμου.

Αυτό είναι που συμβαίνει; Συνολικά, το κινεζικό εμπόριο εμβαθύνει την ανισότητα της Αφρικής σε σχέση με τον Παγκόσμιο Βορρά ή συμβάλλει προς την αντίθεση κατεύθυνση; Έχει το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Αφρικής οδηγήσει σε ουσιαστική ανάπτυξη, ή πρόκειται απλώς για απόσπαση πλούτου και εκμετάλλευση παλιάς αποικιακής μορφής;

Σε αντίθεση με τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κράτη, η Κίνα επενδύει σημαντικά στην τεχνολογία και τις υποδομές στην Αφρική. Για παράδειγμα, η Κίνα διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε μεγάλα σιδηροδρομικά έργα, όπως αυτό που συνδέει το Ναϊρόμπι της Κένυα με το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, Μομπάσα, και αυτό που συνδέει την πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, Αντίς Αμπέμπα, με τα λιμάνια του Τζιμπουτί.

Υπάρχει ένα παρόμοιο κινεζικό έργο που έχει σχεδιαστεί να συνδέσει το Μάλι με τις ακτές της Δυτικής Αφρικής μέσω της Σενεγάλης.

Το Ινστιτούτο Brookings, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φίλος της Κίνας, ανέφερε στην ανασκόπησή του για τις σιδηροδρομικές συμφωνίες: «Τα οφέλη των σιδηροδρομικών έργων στις αφρικανικές χώρες είναι προφανή. Η μεταφορά γίνεται ευκολότερη, ταχύτερη και φθηνότερη· κατασκευάζονται υποδομές· δημιουργούνται θέσεις εργασίας και έσοδα· τονώνονται τα οικονομικά σχέδια που συνδέονται με τα έργα αυτά. Όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την κινεζική χρηματοδότηση και τους Κινέζους εργολάβους. «

Η Κίνα έχει ηγηθεί της κατασκευής ηλεκτρικών φραγμάτων σε περισσότερες από 10 αφρικανικές χώρες, κερδίζοντας πρόσφατα τη σύμβαση για ένα μεγάλο έργο στην Αιθιοπία. Το 2015, η Κίνα ολοκλήρωσε την κατασκευή ενός μεγάλου φράγματος στη Γουινέα ένα χρόνο νωρίτερα από τα οριζόμενα στο χρονοδιάγραμμα, συμβάλλοντας στην επίλυση χρόνιων διακοπών της ηλεκτρικής ενέργειας· αυτό μάλιστα το πέτυχε παρά την επιδημία Έμπολα, που οδήγησε τις περισσότερες δυτικές επιχειρήσεις και εργαζόμενους να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Εκτός από τις σιδηροδρομικές μεταφορές και την ηλεκτρική ενέργεια, η Κίνα βρίσκεται επίσης στην πρώτη γραμμή της εναέριας διασύνδεσης της ηπείρου, χρηματοδοτώντας μια σειρά αεροδρομίων σε διάφορες χώρες.

Το 2018, η Κίνα και 47 κράτη κυρίως από την υποσαχάρια Αφρική ανακοίνωσαν μια σύμπραξη με τίτλο «10.000 χωριά», με στόχο την περαιτέρω διάδοση των υπηρεσιών δορυφορικής τηλεόρασης στη χώρα. Για παράδειγμα, στη Ρουάντα 6.000 άτομα σε 300 χωριά θα αποκτήσουν πρόσβαση σε δορυφορική τηλεόραση, με σχέδια για εκπαίδευση εκατοντάδων μηχανικών οι οποίοι θα διευκολύνουν τη διαχείριση και την εγκατάσταση.

Ομοίως, η Κίνα ανακοίνωσε φέτος ότι θα καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους για τον πρώτο δορυφόρο της Αιθιοπίας, συμφωνία που έρχεται μετά μια άλλη παρόμοια συμφωνία μεταξύ της Κίνας και της Νιγηρίας το περασμένο έτος για την εκτόξευση δύο δορυφόρων.

Όλες αυτές οι προσπάθειες, βεβαίως, έχουν τις αντιφάσεις τους. Αλλά το να τις αποκαλούμε «αποικιοκρατικές» ή «νεο-αποικιακρατικές» συσκοτίζει πολύ περισσότερα από όσα εξηγεί. Οι επενδύσεις, τα δάνεια και οι επιχορηγήσεις της Κίνας στοχεύουν ενάντια στα νεοαποικιοκρατικά πρότυπα, και προσφέρουν αντικειμενικά σε πολλές αφρικανικές χώρες την ευκαιρία να σπάσουν την πλήρη εξάρτηση από τον Παγκόσμιο Βορρά, να αυξήσουν τις δικές τους οικονομικές ικανότητες και, κατ’ επέκταση, να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση απέναντι στη Δύση.

Ένα κίνητρο για χώρες της Αφρικής να αυξήσουν το εμπόριο με την Κίνα ήταν ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης του 2008, που αναδύθηκε στις δυτικές ιμπεριαλιστικές οικονομίες και εξαπλώθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η κατάρρευση έπληξε βαθιά τα αφρικανικά έθνη εξαιτίας της εξάρτησής τους από τη Δύση και το αμερικάνικο δολάριο. Δυτικοί δανειστές απαίτησαν τα χρήματα που είχαν δανείσει, επενδυτές απέσυραν τα χρήματά τους και τα κατηύθυναν προς «ασφαλέστερες» επενδύσεις, και πολλά αφρικανικά έθνη αναγκάστηκαν να ξεπουλήσουν περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να μην καταρρεύσουν.

Παρά το επίπεδο ολοκλήρωσης της Κίνας με τη Δύση, η Κίνα –σε αντίθεση με τη Δύση– χρησιμοποίησε ποικίλους μηχανισμούς σχεδιασμού και τόνωσης για να αντιμετωπίσει αυτή τη θύελλα (σε μια περίοδο κατά την οποία η Δύση επέβαλλε βάρβαρη λιτότητα). Πολλές αφρικανικές χώρες έμαθαν αυτό το μάθημα, και έχουν έκτοτε ενισχύσει τις σχέσεις τους με την Κίνα, ώστε να δημιουργήσουν ένα επίπεδο προστασίας και ανεξαρτησίας για την επόμενη φορά που η κρίση θα πλήξει τις χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα.

Σε ποιο βαθμό κάθε μία από αυτές τις συμφωνίες εμπορίου και κατασκευής υποδομών είναι «καθαρά θετικές» για τους εργάτες και τους αγρότες της Αφρικής είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια του κειμένου αυτού. Μια τέτοια κρίση θα απαιτούσε εξέταση κατά περίπτωση, και οι εργατικές και αριστερές δυνάμεις στην ήπειρο μπορούν βέβαια να αντιτάσσονται ή να καλωσορίζουν με επιφύλαξη συγκεκριμένες συμφωνίες που διαπραγματεύονται οι αστικές κυβερνήσεις τους.

Ένα αποφασιστικό ζήτημα για την αξιολόγηση κάθε κατάστασης είναι συχνά ο χαρακτήρας των εν λόγω αφρικανικών κυβερνήσεων: ποιες είναι οι στρατηγικές, οι προτεραιότητες και οι απαιτήσεις τους, και σε ποιο βαθμό αυτές ενεργούν προς το συμφέρον των λαϊκών τάξεων ή, αντιθέτως, προς το συμφέρον μικρών κλικών διαπλεκόμενων καπιταλιστών, καθώς μπαίνουν σε διαπραγματεύσεις με την Κίνα. Μολονότι αδύνατο να γενικεύσει κανείς και να δηλώσει ότι κάθε συμφωνία με την Κίνα είναι καλή ή κακή από τη σκοπιά της αφρικανικής εργατικής τάξης, είναι λάθος να γενικεύει υποστηρίζοντας ότι αυτές οι νέες συμφωνίες είναι απλώς νεο-αποικιοκρατία με διαφορετικό πρόσωπο.

Μύθος 2: Κινεζικές επιχειρήσεις απασχολούν μόνο Κινέζους εργαζόμενους

Ο πρώην πρόεδρος Barack Obama και ο αντιπρόεδρός του Joe Biden έβαλαν στόχο την Κίνα κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής Αφρικής-ΗΠΑ το 2014 με αυτόν τον ισχυρισμό, και έχει επαναληφθεί πολλές φορές από τότε. Ο Τζο Μπάιντεν είπε «Η Αμερική είναι υπερήφανη για το βαθμό στον οποίο οι επενδύσεις μας στην Αφρική συμβαδίζουν με τις προσπάθειές μας να προσλάβουμε και να εκπαιδεύσουμε τους ντόπιους για να προωθήσουμε την οικονομική ανάπτυξη και όχι μόνο να εξαγάγουμε ό,τι υπάρχει στο έδαφος.» Ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι στη συνέχεια απάντησε με μια ρητορική ερώτηση, «πόσοι Κινέζοι έρχονται να κάνουν τη δουλειά;»

Αντέχουν αυτές οι κατηγορίες στην πραγματικότητα;

Μετά την έρευνα σε 1.000 κινεζικές εταιρείες στην Αφρική, η εταιρεία συμβούλων McKinsey σημείωσε: «Το 89 τοις εκατό των εργαζομένων ήταν Αφρικανοί, προσθέτοντας πάνω από 300.000 θέσεις εργασίας για Αφρικανούς εργάτες. Κλιμακώνοντας ανάλογα και στις 10.000 κινεζικές εταιρείες στην Αφρική, οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις απασχολούν ήδη αρκετά εκατομμύρια Αφρικανούς».

Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από την Κινεζική Πρωτοβουλία Έρευνας για την Αφρική, «οι ντόπιοι είναι πάνω από τα 4/5 των εργαζομένων σε 400 κινεζικές επιχειρήσεις και έργα σε 40 και πλέον αφρικανικές χώρες». Επιπλέον, «έρευνες για την απασχόληση σε κινεζικά έργα στην Αφρική επανειλημμένα ανακαλύπτουν ότι τα 3/4 ή περισσότεροι από τους εργαζόμενους είναι στην πραγματικότητα ντόπιοι.»

Τα γεγονότα απλά δεν υποστηρίζουν το κυρίαρχο αφήγημα στα μέσα ενημέρωσης για τις σχέσεις Κίνας-Αφρικής. Υπάρχουν αναμφίβολα αδικίες και καταχρήσεις στον χώρο εργασίας σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε Κινέζους πολίτες, όπως και με τους καπιταλιστές από κάθε άλλο έθνος που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στην Αφρική. Αυτό ισχύει όταν η εργασία και το κεφάλαιο έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τα ασυμβίβαστα μεταξύ τους συμφέροντα. Αλλά η ιδέα ότι οι Αφρικανοί εργαζόμενοι, κατά κανόνα, εκτοπίζονται μαζικά από Κινέζους εργαζόμενους δεν είναι αληθινή.

Επιπλέον, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό αποκρύπτει την ικανότητά των αφρικανικών κυβερνήσεων να περιορίζουν ή να χαλαρώνουν τις αναλογίες των ντόπιων μισθωτών και των Κινέζων διευθυντών. Στις περιπτώσεις της Αγκόλας και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, για παράδειγμα, το επίπεδο των κινεζικών προσλήψεων εξαρτάται από τις πολιτικές της κυβέρνησης, όχι της Κίνας.

Μύθος 3: Η Κίνα εμπλέκεται σε μαζικές αρπαγές γης

Η Κίνα έχει το 9 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης του κόσμου, το 6 τοις εκατό του νερού, και πάνω από το 20 τοις εκατό του λαού. Η «παγκόσμια» στρατηγική της Κίνας είναι κατ’ ανάγκη προσανατολισμένη στις δικές της εσωτερικές ανάγκες. Ωστόσο, οι συνεχείς ισχυρισμοί ότι η Κίνα εμπλέκεται σε μαζικές αρπαγές γης δεν είναι λογική.

Η Deborah Brautigam και η ομάδα ερευνητών της διερεύνησαν αυτό το θέμα στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Johns Hopkins για την Κίνα και την Αφρική, και παρήγαγαν το βιβλίο «Θα ταΐσει η Αφρική την Κίνα;» μετά από τρία χρόνια επιτόπιων εργασιών σε περισσότερες από 12 αφρικανικές χώρες. Ανακάλυψαν ότι η Κίνα κατείχε ή μίσθωνε «λιγότερα από 700.000 στρέμματα» γης στην Αφρική, πολύ λιγότερα από τα 15 εκατομμύρια στρέμματα που είχε αναφέρει ο Δυτικός Τύπος. Επιπλέον:

«Οι μεγαλύτερες υφιστάμενες κινεζικές φάρμες ήταν φυτείες καουτσούκ, ζάχαρης και σιζάλ. Καμία δεν καλλιεργούσε τρόφιμα για εξαγωγή στην Κίνα. Και ενώ χώρες όπως η Ζάμπια φιλοξενούν τώρα αρκετές δεκάδες Κινέζους επιχειρηματίες που κάνουν καλλιέργειες και εκτρέφουν κοτόπουλα για τοπικές αγορές, δεν βρήκαμε χωριά Κινέζων αγροτών».

Σε περαιτέρω έρευνα διαπίστωσαν ότι η διαδικασία αυτή ήταν εξαιρετικά άνιση από χώρα σε χώρα. Από το 2016, το 41% των αγορών γης της Κίνας στην Αφρική ήταν μόνο σε μία χώρα.

Αντί η Κίνα να κλέβει γη και πόρους για την ίδια, είναι πιο ακριβές να ειπωθεί ότι τα έργα υποδομής που υποστηρίζονται από την Κίνα διευκολύνουν την ικανότητα των αφρικανικών γεωργικών συμφερόντων να πωλούν προϊόντα στην Κίνα και σε άλλες χώρες στην παγκόσμια αγορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλα παραρτήματα των εργοστασίων της βιομηχανίας μεταποίησης αγροτικών προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και τη Βραζιλία –δύσκολα μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει κινεζικές «νεοαποικίες»– εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τους Κινέζους καταναλωτές.

Μύθος 4: Κίνα προσπαθεί να παγιδεύσει τα αφρικανικά έθνη στο χρέος

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από μελετητές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, από το 2000 έως το 2015 η Κίνα δάνεισε στα αφρικανικά έθνη τουλάχιστον 95,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι μεγάλος αριθμός. Ωστόσο, το κινεζικό χρέος μπορεί να μετρηθεί μόνο σε σχέση με το συνολικό χρέος της Αφρικής. Τα κινεζικά δάνεια από το 2000 έως το 2016 αντιπροσώπευαν μόνο το 1,8% του εξωτερικού χρέους της Αφρικής.

Θα πρέπει να απαντήσουμε τον ισχυρισμό ότι τα κινεζικά δάνεια είναι «παγίδες» με σκοπό να αναγκάσουν τα αφρικανικά έθνη να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους ή να εκβιαστούν από την κινεζική κυβέρνηση.

Έρευνες δείχνουν ότι τα κινεζικά δάνεια δεν είναι κερδοσκοπικά, ούτε συνδέονται με έργα ιδιωτικοποιήσεων και «διαρθρωτική προσαρμογή», όπως είναι συνήθως τα δάνεια του ΔΝΤ. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των δανείων συμβάλλει στην κάλυψη των κενών στη χρηματοδότηση των υποδομών. Ένα ασυνήθιστα έντιμο άρθρο στην Washington Post εξηγεί: «Σε μια ήπειρο όπου πάνω από 600 εκατομμύρια Αφρικανοί δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα, το 40% των κινεζικών δανείων καταβλήθηκαν για την παραγωγή και μετάδοση ενέργειας. Άλλο 30% πήγε στον εκσυγχρονισμό της καταρρέουσας υποδομής μεταφορών της Αφρικής».

Αυτό που παραλείπεται ή αποκαλύπτεται στα περισσότερα άρθρα για τα κινεζικά δάνεια είναι ότι η Αφρική βρισκόταν ήδη σε «παγίδα χρέους» από τις ίδιες χώρες που κατηγορούν την Κίνα: τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κράτη.

Η Δύση αποδεκάτιζε τα αφρικανικά έθνη καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990 με νεοφιλελεύθερα σχέδια διαρθρωτικής προσαρμογής, τα οποία προώθησαν τη λιτότητα στα ήδη φτωχά έθνη, τα ανάγκασαν να πάρουν δάνεια που έχουν επιτόκια που τα καθιστούν αδύνατο να αποπληρωθούν, και επιπλέον, είναι συνδεδεμένα  με όρους που είναι θεμελιωδώς νεοαποικιακοί: καθορίζουν ποια διακυβέρνηση είναι «καλή» και «κακή»,  συνδέοντας οποιαδήποτε ή και όλη τη βοήθεια ουσιαστικά με την απειλή των αφρικανικών εθνών.

Χωρίς να προχωρήσω πολύ μακριά εκτός του πεδίου πραγμάτευσης αυτού του άρθρου, αυτό συνέβη και πρόσφατα στη Σρι Λάνκα, όπου η χώρα μετέφερε ένα μεγάλο λιμάνι σε κινεζικό έλεγχο. Παρά τις αναφορές από τον Δυτικό Τύπο, τα επαχθή και συσσωρευτικά επιτόκια των δυτικών δανείων και όχι της Κίνας ήταν που προκάλεσαν την οικονομική κρίση της Σρι Λάνκα. Η Σρι Λάνκα κατέβαλε εγκαίρως τα κινεζικά δάνειά της (η Κίνα αντιπροσωπεύει μόνο το 15% του εξωτερικού χρέους της). Προκειμένου να μην αθετήσει τα δάνειά της προς τη Δύση, και για να αποφύγει τους αυστηρούς όρους για να λάβει νέα δάνεια από το ΔΝΤ, η Σρι Λάνκα επιδιώκει νέα χαμηλότοκα δάνεια και ανταλλαγές μετοχικού κεφαλαίου από την Κίνα και την Ινδία. Αυτό που οδήγησε στην εκμίσθωση του λιμανιού και όχι η «ληστρική παγίδα χρέους που έστησε η Κίνα».

Σε αντίθεση με τη Δύση, τα δάνεια της Κίνας στην Αφρική είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μείγμα μηδενικών ή χαμηλότοκων δανείων με ενίοτε περιόδους αποπληρωμής δεκαετιών. Ορισμένα είναι ευνοϊκά και επαναδιαπραγματεύσιμα, καθώς και συνδεδεμένα με την πραγματική επιτυχία και την παραγωγικότητα των έργων.

Μεγάλο μέρος της δέσμευσης της Κίνας είναι η οικοδόμηση «βιομηχανιών προστιθέμενης αξίας» που θα επέτρεπαν στα αφρικανικά έθνη να αρχίσουν να συσσωρεύουν τις παραγωγικές δυνάμεις που απαιτούνται για τη μετάβαση σε τομείς υψηλότερων μισθών. Αυτό, με τη σειρά του, ενίσχυσε την ανάπτυξη ντόπιων επιχειρήσεων αντί να βασίζονται στην κινεζική εργασία για τη συναρμολόγηση τελικών προϊόντων.

Μια εξέταση της σχέσης πιστωτή-οφειλέτη, όπως αυτή αναπτύσσεται με την Κίνα και την Αφρική, αντικρούει την προπαγάνδα για την παγίδα του χρέους. Όπως γράφει ο Tim Hancock σε μια πρόσφατη ιστορία για τη μελέτη του Ομίλου Rhodium σχετικά με 40 περιπτώσεις κινεζικού ξένου δανεισμού:

«Η ανάμειξη της Κίνας παραμένει περιορισμένη, με πολλές από τις επαναδιαπραγματεύσεις να επιλύονται υπέρ του δανειολήπτη. Σε 14 περιπτώσεις διαπιστώθηκε διαγραφή χρεών, αναβολές σε 11 περιπτώσεις, και αναχρηματοδότηση και μεταβολές στη διάρκεια του χρέους που αντιστοιχούν στις περισσότερες άλλες περιπτώσεις».

Η μελέτη αποφάνθηκε ότι η «πλήρης διαγραφή χρεών» ήταν η πιο κοινή έκβαση των επαναδιαπραγματεύσεων χρέους, και πως οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων ήταν «πολύ σπάνιες». Το αυξανόμενο πρότυπο της διαγραφής του χρέους αποσκοπεί στην ενίσχυση της καλής θέλησης και της μεγαλύτερης διαφάνειας της Κίνας στην ήπειρο. Από την πλευρά της Κίνας, η δημιουργία βιώσιμων οικονομικών εταιρικών σχέσεων Νότου-Νότου και μακροπρόθεσμων εμπορικών συμφωνιών στην Αφρική είναι πολύ πιο πολύτιμη από τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα.

Μύθος 5: Η Κίνα βάζει στο στόχαστρο τα αφρικανικά κράτη με άφθονους φυσικούς πόρους και δικτάτορες

Το κινεζικό εμπόριο και η βοήθεια ήταν πολιτικά άνευ όρων και δεν υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Κίνα βάζει στο στόχαστρο συγκεκριμένα τα αφρικανικά έθνη με κακή διακυβέρνηση και άφθονους φυσικούς πόρους είναι ανύπαρκτα. Με την προϋπόθεση ότι μια χώρα θα αναγνωρίσει την «Αρχή της Ενιαίας Κίνας»* (σε σχέση με την Ταϊβάν), η Κίνα θα συνεργαστεί με σχεδόν κάθε υποσαχάριο αφρικανικό έθνος.

Πέντε από τα 10 πρώτα έθνη που λαμβάνουν κινεζικές επενδύσεις (Αίγυπτος, Μαυρίκιος, Τανζανία, Αιθιοπία και Μαδαγασκάρη) δεν είναι «πλούσιες σε πόρους» χώρες. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, οι άμεσες κινεζικές ξένες επενδύσεις στην Αφρική «δεν έχουν ιδιαίτερη απόκλιση προς τον τομέα φυσικών πόρων σε διεθνή σύγκριση».

Στις εμπορικές συμφωνίες της, η Κίνα δεν φαίνεται να ευνοεί κανένα έθνος για τη μορφή ή την ιδεολογία της κυβέρνησής του. Από το 1964, ο Πρωθυπουργός της Κίνας Zhou En Lai τόνισε ότι στις συναλλαγές με τις αφρικανικές χώρες, δεν θα έθετε πολιτικούς όρους. Αυτή είναι η αρχή που επαναλαμβάνεται με συνέπεια στις κινεζικές εφημερίδες και στις διεθνείς διασκέψεις σήμερα. Η Κίνα έχει συμφέρον να διαμορφώσει τέτοιου είδους συμπεριφορά, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει συνεχή πολιτική παρέμβαση από τη Δύση.

Κάποιοι αναλυτές έχουν τονίσει ότι αυτή η αρχή επιτρέπει στα καταπιεστικά κράτη να δικαιολογήσουν τη δικτατορία τους, ή επιτρέπει στους δεξιούς Αφρικανούς ηγέτες να κερδίσουν νομιμότητα, περιορίζοντας τα έργα υποδομής που υποστηρίζονται από την Κίνα ως συμβολικά οικονομικά επιτεύγματα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα του λαού παραμένει στη φτώχεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένων των αντιλαϊκών και των αντεπαναστατικών κυβερνήσεων, θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν τις κινεζικές οικονομικές συμφωνίες για τους δικούς τους σκοπούς.

Αλλά αυτό το φαινόμενο δεν αφορά ουσιαστικά την Κίνα. Στη Ζάμπια, για παράδειγμα, η κινεζική οικονομική παρουσία και η μετανάστευση έχουν αυξηθεί αστραπιαία, και η οικονομική δραστηριότητα με την υποστήριξη της Κίνας έχει επιταχύνει τα υπάρχοντα φαινόμενα κυβερνητικής διαφθοράς. Αυτό έχει προκαλέσει κάποια αντι-κινεζική αίσθηση μεταξύ των φτωχών και εργατών της χώρας. Ωστόσο, λαϊκές και αριστερές δυνάμεις έχουν επιδιώξει να επιστρέψουν την κριτική στην αστική κυβέρνηση της Ζάμπιας πίσω από αυτές τις συμφωνίες. Σε πρόσφατη ομιλία του στη Νέα Υόρκη, ο αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ζάμπια, Κοσμά Μουσουκάλι, προειδοποίησε ενάντια στην ξενοφοβία κατά της Κίνας, εξηγώντας ότι μια σοσιαλιστική Ζάμπια θα χρειαζόταν συνεργασίες με την Κίνα και επανέλαβε: «Δεν έχουμε πρόβλημα με την Κίνα. Έχουμε κυβερνητικό πρόβλημα».

*Σημείωμα μετάφρασης:

Η «Αρχή της Ενιαίας Κίνας» η οποία είναι η αρχή που επιμένει ότι τόσο η Ταϊβάν όσο και η ηπειρωτική Κίνα είναι αναφαίρετα μέρη μιας ενιαίας Κίνας, σε αντίθεση με την ιδέα ότι υπάρχουν δύο κράτη, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) και η Δημοκρατία της Κίνας (Ταιβάν).

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑