37 χρόνια από την ιρανική επανάσταση

iranian_revolution_in_shahyad_square

Στις 11 Φλεβάρη, το Ιράν γιόρταζε την 37η επέτειο της επανάστασής του. Αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό παλιότερο άρθρο του Κ. Ρουσίτη, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Εργατική Εξουσία τον Οκτώβρη του 2006.

Το Ιράν, τοποθετημένο στον άξονα του κακού, βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο της ιμπεριαλιστικής στόχευσης, αφού από το 1979 μέχρι σήμερα το καθεστώς της Τεχεράνης βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαλότητα με τον ιμπεριαλισμό.

Από την άλλη, η ιρανική επανάσταση το 1979 στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αφού μια σειρά οργανώσεις εμπνεύσθηκαν από αυτή. Όμως, ούτε η επανάσταση του ’79 ήταν μια ‘ισλαμική’ επανάσταση, ούτε ο Χομεϊνί ήταν ο ‘φυσικός’ της ηγέτης που βρέθηκε ‘δικαιωματικά’ στην εξουσία. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσει τα βασικά γεγονότα της ιρανικής επανάστασης και να υποστηρίξει ότι η άνοδος των αγιατολλάδων στην εξουσία δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε η μοναδική δυνατότητα μέσα στην επαναστατική κρίση που άνοιξε για το Ιράν το 1978.

Η προϊστορία της επανάστασης

Τίποτα δεν είναι μακρύτερα απ’ την αλήθεια από την αντίληψη ότι ο ιρανικός λαός βρισκόταν γενικά κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των μουλάδων (μουσουλμάνων ιερέων) και γενικότερα του θρησκευτικού κατεστημένου και γι’ αυτό το λόγο οι ισλαμιστές κατέλαβαν την εξουσία κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κρίσης του ’79. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η αντίληψη είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον τύπο και τα ΜΜΕ της Δύσης, σε σημείο μάλιστα που έχει γίνει σχεδόν μια αυτονόητη αλήθεια. Η αιτία είναι ότι οι απολογητές του ιμπεριαλισμού το βρίσκουν πολύ πιο βολικό να παρουσιάζουν την ιρανική επανάσταση σαν μια τρέλα τυφλωμένων από φανατισμό μαζών και όχι σαν αυτό που ήταν πραγματικά: μια διαδικασία που έθεσε σε αμφισβήτηση όχι μόνο το σάχη και το δικαίωμά του να κυβερνάει αλλά πολύ περισσότερο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Μία τέτοια αντίληψη διαστρεβλώνει και αγνοεί συστηματικά όχι μόνο την ίδια την επανάσταση του ’79 αλλά ένα ολόκληρο αιώνα ιρανικής ιστορίας και αγώνων ενάντια στο καθεστώς των σάχηδων. Μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες, το θρησκευτικό στοιχείο και οι ισλαμικές οργανώσεις ήταν γενικά ισχυρές. Οι μη-θρησκευτικές πολιτικές οργανώσεις όμως ήταν τις περισσότερες φορές εξίσου ισχυρές αν όχι ισχυρότερες. Η ιστορία του Ιράν μέσα στον 20ο αιώνα και η ίδια η επανάσταση του ’79 δεν καθορίστηκε από τη διαπάλη του θρησκευτικού με το μη-θρησκευτικό στοιχείο ούτε από την υποτιθέμενη κυριαρχία των μουλάδων πάνω στις λαϊκές μάζες. Αντίθετα, καθορίστηκε από εντελώς διαφορετικούς παράγοντες που είχαν σχέση με την καπιταλιστική ανάπτυξη του Ιράν, το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις και επίσης από την πολιτική του ιμπεριαλισμού που είχε ιδιαίτερα συμφέροντα στην περιοχή λόγω των πλουσιότατων κοιτασμάτων πετρελαίου.

Συνταγματική επανάσταση και ο αστικός συμβιβασμός

Η επανάσταση του ’79 δεν ήταν η πρώτη απόπειρα του ιρανικού λαού να απαλλαγεί από το σάχη. Αντίθετα, η ιρανική ιστορία είναι πλούσια σε αγώνες και εξεγέρσεις που χρονολογούνται ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και τη διαμόρφωση αστικής τάξης. Αυτή η αστική τάξη, παρ’ ότι μικρή, αρχίζει να αποκτά εθνική συνείδηση κυρίως μέσα από την κόντρα με τις σκανδαλώδεις παραχωρήσεις που πρόσφεραν οι σάχηδες στο ξένο κεφάλαιο. Η πιο σκανδαλώδης τέτοια περίπτωση ήταν η συμφωνία ανάμεσα στο ιρανικό κράτος και έναν βρετανό πολίτη, τον βαρόνο Julius de Reuter, ο οποίος επρόκειτο να αγοράσει με εξευτελιστικό αντίτιμο το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, ίδρυσης κρατικής τράπεζας και επίσης το αποκλειστικό δικαίωμα να κατασκευάσει και να εκμεταλλευτεί σιδηροδρόμους, κανάλια, αρδευτικά έργα, τηλέγραφο και εργοστάσια. Ήδη την εποχή εκείνη, η συμφωνία αυτή χαιρετίστηκε ως η πιο ολοκληρωτική παράδοση σε ξένα χέρια των συνολικών πόρων ενός βασιλείου που έχει ποτέ πραγματοποιηθεί στην ιστορία. Οι όροι αυτής της συμφωνίας ξεσήκωσαν τόση αντίδραση ανάμεσα στην ιρανική αστική τάξη που ο σάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί απ’ αυτήν.

Παρ’ όλα αυτά η πώληση παραχωρήσεων κυρίως προς τη Βρετανία αλλά και προς τη Ρωσία συνεχίστηκε ακάθεκτη. Για παράδειγμα, η Αυτοκρατορική Τράπεζα της Βρετανίας αγόρασε το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων και το δικαίωμα συλλογής διοδίων στους δρόμους του Ιράν.

Τέτοιου είδους παραχωρήσεις θα περνούσαν πιθανόν απαρατήρητες ή και θα γίνονταν δεκτές ως φυσιολογικό γεγονός αν εν τω μεταξύ δεν είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στο Ιράν μία αστική τάξη που ήθελε να διεκδικήσει για τον εαυτό της όσα ο σάχης παραχωρούσε στους ξένους. Επιπλέον, η επαφή με τη Δύση είχε φέρει μια νέα πνοή στη συνείδησή της. Χαρακτηριστικά αυτής της νέας συνείδησης ήταν η αντίδραση προς τη μοναρχία και τον πολιτικό συντηρητισμό με μία ταυτόχρονη έμφαση προς τις αρχές του φιλελευθερισμού, της «εθνικής ανάπτυξης» και του εξορθολογισμού της δημόσιας ζωής. Το τρίπτυχο Σύνταγμα – Εθνικισμός – Διαχωρισμός θρησκείας και κράτους αποτέλεσε το κεντρικό ιδεολογικό στήριγμα της νέας αυτής αστικής τάξης ενάντια στο σάχη και το μοναρχικό πολιτικό σύστημα. Το Σύνταγμα θα περιόριζε ή και θα εξάλειφε εντελώς την απολυταρχική εξουσία του μονάρχη, ο εθνικισμός θα εξάλειφε την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και ο διαχωρισμός θρησκείας-κράτους θα περιόριζε τη συντηρητική επιρροή του κλήρου.

Το 1905, η αστική τάξη προσπάθησε πραγματικά να κάνει πράξη τα φιλελεύθερα αυτά ιδεώδη: να απαλλαγεί από τον τσάρο και να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και για μία πρώτη περίοδο φαίνεται ότι πραγματικά τα κατάφερε. Παρ’ όλα αυτά, η νεόφυτη αυτή δημοκρατίας δεν άντεξε πάρα πολύ. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν οι διαμάχες ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες της αστικής τάξης, η οποία είχε χωριστεί σε μία προοδευτική και μια συντηρητική πτέρυγα. Επιπλέον, οι διαμάχες οξύνονταν από το γεγονός ότι το Ιράν δεν ήταν εθνικά ομογενοποιημένο, αλλά αποτελούνται από τουλάχιστον τέσσερις εθνότητες: αζέρους, βαλούχηδες, κούρδους και πέρσες. Επίσης, όμως στα όρια του Ιράν ζούσαν τουρκομάνοι και άραβες. Παρ’ όλο που καμία απ’ αυτές τις εθνότητες δεν δημιούργησε εθνική συνείδηση και απελευθερωτικό κίνημα με την κλασική έννοια του όρου (αν και οι αζέροι φαίνεται ότι ήταν πιο προχωρημένοι και πλαισίωσαν μαζικά τόσο τα προοδευτικά όσο και αργότερα τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα) κατά την περίοδο που συζητάμε, ωστόσο οι συγκρούσεις ήταν συχνές τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες όσο και με την κεντρική κυβέρνηση. Επιπλέον τα πράγματα περιπλέκονταν ακόμα περισσότερο από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία (δηλαδή στα βόρεια σύνορα της χώρας). Η ακτινοβολία της επανάστασης ήταν ισχυρή όχι μόνο στη μικρή εργατική τάξη της χώρας αλλά ακόμη και σε τμήματα της αστικής διανόησης. Εκτός όμως από την ίδια την επανάσταση, η επιρροή της πολιτικής ζωής της Ρωσίας ήταν ισχυρή ήδη από τις αρχές του αιώνα. Καθώς Ιράν και Καύκασος συνόρευαν άμεσα, πολλοί ιρανοί και αζέροι εργάτες αλλά και τεχνικοί είχαν ζήσει και εργαστεί στον Καύκασο και στο ρωσικό Αζερμπαϊτζάν και είχαν έρθει σε επαφή με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αυτοί έπαιξαν ρόλο τόσο στη δημιουργία συνδικάτων όσο και πολιτικών οργανώσεων διαφόρων αποχρώσεων που κάλυπταν όλο το φάσμα από τη χαλαρή σοσιαλδημοκρατία μέχρι αμιγείς λενινιστικές θέσεις. Η επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών ήταν ιδιαίτερα εμφανής στο Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο αποτελούσε τον προοδευτικό πόλο στην ιρανική βουλή και του οποίου το πρόγραμμα καλούσε για: επέκταση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους ενήλικους άντρες (ενώ μέχρι τότε ίσχυαν περιορισμοί με βάση την περιουσία), πλήρη διαχωρισμό της θρησκείας από την πολιτική, κρατικό έλεγχο επί των θρησκευτικών ιδρυμάτων, δωρεάν εκπαίδευση για όλους με ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση των γυναικών, εκβιομηχάνιση, προοδευτικό φόρο εισοδήματος, περιορισμό της εργάσιμης ημέρας στις 10 ώρες και διανομή της γης σ’ αυτούς που την καλλιεργούν.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα ήταν υπερβολικά προοδευτικό για τα δεδομένα της αστικής τάξης, των γαιοκτημόνων, των μικροαστών και, φυσικά, και του κλήρου, που εκπροσωπούνταν στη βουλή από το κόμμα των Μετριοπαθών. Και οι κοινωνικές αυτές δυνάμεις αισθάνονταν την απειλή του προοδευτικού προγράμματος σαν μια απειλή ενάντια στα ταξικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, η απειλή αυτή έπαιρνε ένα πιο άμεσο χαρακτήρα δεδομένης της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης στα βόρεια σύνορα της χώρας. Η ίδρυση Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος και η ανακήρυξη της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ιράν στο Γκιλάν (περιοχή στα βόρεια του Ιράν και στα παράλια της Κασπίας Θάλασσας) σε συνδυασμό με αναταραχές στο Αζερμπαϊτζάν και συγκρούσεις αρχηγίσκων στις επαρχίες του Ιράν, καθώς και την παρουσία του Κόκκινου Στρατού στα βόρεια σύνορα και βρετανικών στρατευμάτων στα νότια είχαν καταλυτική επίδραση στις δημοκρατικές «ευαισθησίες» των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων. Η απαίτηση για ΤΑΞΗ αντικατέστησε οριστικά τα προηγούμενα φιλελεύθερα ιδεώδη. Όταν ο συνταγματάρχης Ρέζα Χαν έδειξε ότι είχε όλες τις ικανότητες να επιβάλλει «το νόμο και την τάξη», δηλαδή μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση και διοίκηση καθώς και τη νομιμοφροσύνη του στρατού, η αστική τάξη ανέπνευσε με ανακούφιση: η ανακήρυξη του Ρέζα Χαν σε σάχη και η έναρξη μίας νέας μοναρχικής δυναστείας ήταν απλώς θέμα χρόνου.

H ανάπτυξη της αριστεράς και το «εθνικό κίνημα»

H τεράστια απήχηση των κομμουνιστικών ιδεών σε τμήματα της ιρανικής κοινωνίας -κυρίως εργάτες, νεολαία και γυναίκες- και η μαζικοποίηση του αριστερού κόμματος Τουντέχ στη δεκαετία του ’40 αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η επιρροή των θρησκευτικών αρχηγών δεν ήταν ούτε πάντα αυτονόητη ούτε αδιαφιλονίκητη. Αντίθετα, η αριστερά έγινε σε κάποια περίοδο τόσο ισχυρή ώστε το 1946 ο βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος στο Ιράν έστειλε την εξής αναφορά: «Στις επαρχίες της Κασπίας όλη η περσική διοίκηση, από τον Κυβερνήτη και κάτω, βρίσκονται υπό την επίβλεψη του Τουντέχ. Κανένας κυβερνητικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να στείλει τηλεγραφικά μηνύματα σε κώδικα. Η χωροφυλακή δεν μπορεί να μετακινηθεί χωρίς προηγούμενη άδεια από το Τουντέχ. Η διοίκηση των σιδηροδρόμων βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του Τουντέχ. Στην πραγματικότητα, το Τουντέχ μπορεί να αναλάβει την κυβέρνηση, οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει» (Αμπραχάμιαν, Το Ιράν Ανάμεσα σε Δύο Επαναστάσεις, σελ. 304).

Επιπλέον, όμως, η ιστορία της ανάπτυξης του Τουντέχ είναι σημαντική για έναν ακόμη λόγο: γιατί η σκληρή καταστολή που αντιμετώπισαν οι κομμουνιστές -πολλοί εκτελέστηκαν, πολλοί ακόμα φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν- και η συρρίκνωση του κόμματος μετά τη δεκαετία του ’50 έχει να κάνει με τη αδυναμία της αριστεράς να παρουσιαστεί σαν εναλλακτική λύση απέναντι στο Χομεϊνί και τους αγιατολάδες στην ιρανική επανάσταση.

Το Τουντέχ (κόμμα των ιρανικών μαζών) απέφευγε να χρησιμοποιεί τον όρο «κομμουνιστικό κόμμα» επειδή δεν πίστευε ότι οι συνθήκες στο Ιράν ήταν ώριμες για σοσιαλιστική επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, είχε τεράστιες επιτυχίες όσον αφορά την οργάνωση της εργατικής τάξης σε συνδικάτα. Το 1944 ανακοίνωσε την ίδρυση του Κεντρικού Συμβουλίου των Ενωμένων Συνδικάτων των Ιρανών Εργατών και Εργατών Γης και αμέσως έστειλε στελέχη στους χώρους δουλειάς για να οργανώσουν τους εργαζόμενους και να προετοιμάσουν απεργίες. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, η συντριπτική πλειοψηφία των ιρανών εργατών ήταν οργανωμένη στα συνδικάτα και οι κομμουνιστικές ιδέες είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται μέχρι τις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας. Για πρώτη φορά σε τόσο μαζική κλίμακα, η εργατική τάξη του Ιράν άρχισε να αισθάνεται τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό της και να γίνεται τόσο διεκδικητική. Απεργιακός πυρετός άρχισε να καταλαμβάνει τη χώρα. Τον Ιούλιο του 1946, το Τουντέχ οργάνωσε γενική απεργία των 65.000 εργατών στην περιοχή του Κουζιστάν. Ήταν η μεγαλύτερη απεργία που είχε γίνει ποτέ σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Μετά από 3 μέρες συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα στους απεργούς και την αστυνομία, στις οποίες 19 απεργοί σκοτώθηκαν και πάνω από 300 τραυματίστηκαν, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να ικανοποιήσει μερικά έστω αιτήματα των απεργών. Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση πρόσφερε υπουργικές θέσεις σε 3 ηγέτες του Τουντέχ. Υπολογίζεται ότι το κόμμα εκείνη την περίοδο είχε περίπου 100.000 μέλη. Η τεράτια επιρροή του Τουντέχ ανησυχούσε πλέον πολύ σοβαρά όχι μόνο την ιρανική κυβέρνηση αλλά και τις ίδιες τις βρετανικές αρχές. Μέτρα έκτακτης ανάγκης μπήκαν σε εφαρμογή. Η περίοδος της καταστολής άρχιζε.

Όλα τα μέσα χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να τσακιστεί το Τουντέχ. Δολοφονίες, εκτελέσεις, κρεμάλες, συλλήψεις. Ωστόσο, οι κρατικές αρχές δεν κατάφεραν να το συντρίψουν ούτε να το εξαφανίσουν. Αντίθετα, παρ’ όλο που το Τουντέχ πέρασε από πολλά κύματα καταστολής, κατάφερε να αντέξει και μάλιστα συνέχισε να παίζει σοβαρό πολιτικό ρόλο τουλάχιστον μέχρι την περίοδο 1951-53, την περίοδο των εθνικοποιήσεων και του αστικού αντιιμπεριαλισμού.

Μοσαντέκ

Ένα μέρος της αστικής και της μεσαίας τάξης είχε πλουτίσει κατά τη διάρκεια του πολέμου και το ιρανικό κεφάλαιο είχε επεκταθεί κατά πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι οι αστικές φιλοδοξίες έρχονταν σε σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και ιδιαίτερα του πετρελαίου. Τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα άρχισαν να γίνονται κυρίαρχα μέσα στην αστική και τη μικροαστική τάξη. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο αστός εθνικιστής Μοσαντέκ δημιούργησε το Εθνικό Μέτωπο, που εκπροσωπούσε αστούς, μικροαστούς, επαγγελματίες και κάποια θρησκευτικά στοιχεία.

Το πετρέλαιο και η εκμετάλλευσή του από τους βρετανούς αποτέλεσε τον κύριο στόχο των εθνικοποιήσεων. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η εθνικιστική αντιιμπεριαλιστική καμπάνια ευνοούσε κυρίως τα αστικά συμφέροντα, η εργατική τάξη και οι φτωχοί μικροαστοί αποτέλεσαν τον πολιορκητικό κριό πίσω από τον πρωθυπουργό Μοσαντέκ και τη σύγκρουση με το παλάτι. Τον Ιούλιο του 1952, η κόντρα Μοσαντέκ και παλατιανών έφθασε στο αποκορύφωμά της. Ο σάχης αρνήθηκε να εγκρίνει τον υπουργό Αμύνης που είχε προτείνει ο Μοσαντέκ. Ο Μοσαντέκ παραιτήθηκε και έκανε έκκληση στις μάζες. Αυτό που ακολούθησε έμεινε γνωστό στην ιρανική ιστορία ως η εξέγερση του Ιούλη. Σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις ξεκίνησαν αμέσως απεργίες και οργανώθηκαν διαδηλώσεις: πάνω από 250 διαδηλωτές σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά στις συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία.

Παρ’ όλα αυτά, οι αντίπαλες δυνάμεις δεν έχασαν χρόνο. Μοναρχικοί αξιωματικοί του στρατού σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ιμπεριαλιστών οργάνωσαν πραξικόπημα ενάντια στο Μοσαντέκ και το Εθνικό Μέτωπο τον Αύγουστο του 1953. Ο πρωθυπουργός και πολλά μέλη του Εθνικού Μετώπου συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Αλλά το Τουντέχ ήταν αυτό που υπέστη την περισσότερη καταστολή. 40 ηγετικά στελέχη δικάστηκαν από στρατοδικεία και εκτελέστηκαν. 14 πέθαναν από τα βασανιστήρια και χιλιάδες μέλη φυλακίστηκαν. Η ιρανική κοινωνία έμπαινε στο «γύψο».

Oι αλλαγές στον ταξικό χάρτη της ιρανικής κοινωνίας

Ο «γύψος» κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, η ιρανική κοινωνία δεν κοιμόταν. Αντίθετα, είχε επανειλημμένα κινητοποιηθεί με απεργίες και διαδηλώσεις, που ήταν όμως μάλλον αποσπασματικές και κατεστάλησαν εύκολα από το σάχη. Το 1978, όμως, η ώρα του είχε πλέον σημάνει. Η ιρανική κοινωνία δεν έβγαινε απλά από το γύψο, αλλά επρόκειτο να τον συντρίψει.
Στο ενδιάμεσο διάστημα ο σάχης είχε καταφέρει να στήσει μία κρατική μηχανή που φαινόταν ανίκητη. Είχε δημιουργήσει έναν τεράστιο στρατό εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα όπλα, είχε μία μυστική αστυνομία με πρόσβαση σε κάθε εργοστάσιο, πανεπιστήμιο και χώρο δουλειάς και ένα τεράστιο εισόδημα από το πετρέλαιο, που του επέτρεπε να εξαγοράζει οποιαδήποτε αντιπολιτευτική φωνή και να επεκτείνει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Ο σάχης φαινόταν πανίσχυρος. Κι όμως, μέσα σε λίγους μήνες, το τεράστιο αυτό οικοδόμημα επρόκειτο να καταρρεύσει απότομα.
Η μετέπειτα άνοδος του αγιατολάχ Χομεϊνί στην εξουσία και η ανακήρυξη της «ισλαμικού κράτους» φαίνεται ακόμη πιο παράδοξη δεδομένου ότι ο ταξικός χάρτης της ιρανικής κοινωνίας είχε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια αλλάξει σε σημαντικό βαθμό. Οι πιο μεγάλες αλλαγές είχαν να κάνουν με την εργατική τάξη, η οποία αποτελούσε πλέον, σύμφωνα με τους πιο αξιόπιστους υπολογισμούς, το 35% του πληθυσμού, και επρόκειτο να παίξει ίσως τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην ανατροπή του σάχη. Ο μεγάλος όγκος αυτής της εργατικής τάξης είχε εμπειρίες από οικονομικούς αγώνες και οι παλιότεροι είχαν συνδεθεί με την αριστερά και τις κινητοποιήσεις ενάντια στο σάχη. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η εργατική τάξη βρισκόταν πάντα στο στόχαστρο του σάχη και της μυστικής του αστυνομίας, Σαβάκ. Μετά το πραξικόπημα του ’53, η κυβέρνηση διέλυσε τα συνδικάτα και ίδρυσε κρατικά σωματεία, στα οποία απαγορεύονταν οποιεσδήποτε πολιτικές δραστηριότητες καθώς και το δικαίωμα της απεργίας. Σε πολλές περιπτώσεις, στα διοικητικά συμβούλια συμμετείχαν χαφιέδες της Σαβάκ έτσι ώστε να ελέγχουν πιο αποτελεσματικά τους εργάτες. Παρ’ όλα αυτά, αριστεροί, κυρίως, εργαζόμενοι είχαν καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να στήσουν παράνομους πυρήνες μέσα στα εργοστάσια και οι παράνομες αυτές διασυνδέσεις επρόκειτο να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση. Στις δεκαετίες όμως του ’50 και του ’60 είχε συρρεύσει στις πόλεις νέο εργατικό δυναμικό που αποτελούνταν από πρώην αγρότες τραβηγμένους από την οικονομική ανάπτυξη αυτής της περιόδου. Η νέα αυτή εργατική τάξη ήταν και η πιο καθυστερημένη, καθώς δεν είχε εμπειρία από οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες και επιπλέον η θρησκεία λειτουργούσε σαν αντίδοτο στο ξεριζωμό από τα πατρογονικά εδάφη. Έτσι, ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί κάτω από την επιρροή των μουλάδων.

Σε αντιδιαμετρική θέση, τόσο από άποψη θέσης όσο και από άποψη συνείδησης βρίσκονταν οι μικροαστοί. Αυτή η τάξη αξίζει ιδιαίτερης μνείας καθώς έχει τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ οτιδήποτε μπορεί να συναντήσει κανείς στις δυτικές χώρες. Γενικά, είναι οργανωμένη γύρω απ’ το παζάρι, το οποίο όμως δεν είναι καθόλου μια απλή λαϊκή αγορά. Το παζάρι ήταν παραδοσιακά και συνεχίζει ακόμη να είναι χώρος όπου πραγματοποιούνται μια σειρά από οικονομικές συναλλαγές, που καλύπτουν ένα αρκετά μεγάλο εύρος. Μέσα στο παζάρι λειτουργεί η αγορά, εργαστήρια, τράπεζες, αποθήκες, εμπορικά κέντρα. Επιπλέον, το παζάρι ήταν και θρησκευτικό κέντρο. Κατά συνέπεια, η διαπλοκή του κλήρου με την παραδοσιακή αυτή μικροαστική και μεσαία τάξη ήταν εξαιρετικά στενή. Μέσα στο παζάρι υπήρχε βέβαια ταξική διαφοροποίηση. Ο τοκογλύφος ή ο τραπεζίτης δεν ήταν το ίδιο πράγμα με τον μικρομαγαζάτορα και ο τελευταίος δεν ήταν το ίδιο με τον εργάτη του εργαστηρίου. Ωστόσο, η ισχυρή παρουσία των μουλάδων και των μουτζταχέντ (ανώτερων στην ιεραρχία κληρικών) δεν επέτρεπε στις ταξικές αυτές διαφορές να εκδηλωθούν, αλλά δημιουργούσε μια ψεύτικη ενότητα στο όνομα του ισλάμ.

Από την άλλη πλευρά, οι επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι κτλ.) καθώς και η διανόηση, σε αντίθεση με τους μικροαστούς, ήταν σταθερά προσανατολισμένοι προς τη Δύση και επηρεάζονταν από τα δυτικά ρεύματα σκέψης. Τόσο στην επανάσταση του 1905 όσο και αργότερα επί Μοσαντέκ είχαν πάρει πάντα θέση ενάντια στο σάχη. Επιπλέον, οι δεσμοί με το ισλάμ ήταν εξαιρετικά αδύναμοι. Παρ’ όλα αυτά, το στρώμα αυτό ποτέ δεν είχε μία ανεξάρτητη δική του πολιτική θέση. Γενικά, υποστήριξε τη φιλελεύθερη αστική τάξη ενάντια στο σάχη, ενώ ορισμένοι διανοούμενοι στελέχωσαν τα κόμματα του προλεταριάτου. Στην επανάσταση όμως του ’79 έριξαν το βάρος τους υπέρ του Χομεϊνί και μ’ αυτόν τον τρόπο έπαιξαν ρόλο στην τελική επικράτηση των ισλαμιστών.

Η αστική τάξη, τέλος, αναπτυσσόταν σταθερά στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών. Ήταν ακόμη αρκετά αδύναμη και χρειαζόταν τη βοήθεια του κράτους για να σταθεί στα πόδια της, αλλά είχε καταφέρει να επεκτείνει τον κύκλο των δραστηριοτήτων της τόσο στην ύπαιθρο, όπου η τάξη των καπιταλιστών αγροτών ήταν πλέον αρκετά εμφανής, αλλά και στις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το οικονομικό της βάρος φαίνεται από τα ακόλουθα στοιχεία, που αφορούν τα σχέδια για την οικονομική δραστηριότητα κατά την περίοδο 1973-78. Σύμφωνα μ’ αυτά τα σχέδια, το κράτος επρόκειτο να επενδύσει 46,2 δις δολάρια στη βιομηχανία, ο ιδιωτικός τομέας 23,4 δις δολάρια, ενώ το ξένο κεφάλαιο μόνο 2,8 δις.

Tα επαναστατικά γεγονότα

Ο συνδυασμός μιας οικονομικής κρίσης που άρχισε να πλήττει το Ιράν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και της βαθιάς δυσαρέσκειας που κάθε κοινωνική τάξη είχε συσσωρεύσει ενάντια στο σάχη οδήγησαν στην έκρηξη του ’77-’79.

Τον Ιούνιο του 1977 ξεκινάνε οι πρώτες διαμαρτυρίες από τα φτωχά εξαθλιωμένα στρώματα της Τεχεράνης. Μέσα στα πλαίσια του «εκσυγχρονισμού» της πρωτεύουσας, ο σάχης έστειλε την αστυνομία και τις μπουλντόζες για να ισοπεδώσουν μία από τις παραγκογειτονιές. Η αστυνομία, όμως, συνάντησε απροσδόκητη αντίσταση και για βδομάδες χιλιάδες συγκρούονταν με την αστυνομία. Στις 27 Αυγούστου, μία διαδήλωση 50.000 ανάγκασε το σάχη να παραιτηθεί από τα σχέδιά του για ανοικοδόμηση της Τεχεράνης σε βάρος των φτωχών.

Μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου 1977, η αντιπολίτευση, κυρίως από το χώρο της διανόησης, των επαγγελματιών και των φοιτητών, πήρε τη μορφή διαμαρτυριών, γραμμάτων, έκδοσης εφημερίδων και ποιητικών βραδιών. Το σημείο-καμπή ήρθε στις 19 Νοεμβρίου, όταν η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει μία ποιητική βραδιά, στην οποία συμμετείχαν 10.000 άτομα. Οι συμμετέχοντες εξοργισμένοι βγήκαν στους δρόμους και διαδήλωσαν με συνθήματα κατά του καθεστώτος. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν, 1 διαδηλωτής σκοτώθηκε, 70 τραυματίστηκαν και περίπου 100 συνελήφθησαν. Σαν αντίδραση, φοιτητές και πανεπιστημιακές αρχές έκλεισαν τα κυριότερα πανεπιστήμια της Τεχεράνης.

Τον Ιανουάριο του ’78, μία καθεστωτική εφημερίδα της Τεχεράνης δημοσίευσε ένα άρθρο που καταφερόταν ενάντια στον κλήρο και ιδιαίτερα ενάντια στον αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος ήταν εξόριστος στο Ιράκ. Το άρθρο αυτό κατηγορούσε τον Χομεϊνί για πράκτορα των βρετανών και ονόμαζε τον αντικαθεστωτικό κλήρο «μαύρους αντιδραστικούς». Ο αγιατολάχ Χομεϊνί είχε κρατήσει σθεναρή στάση ενάντια στο σάχη στις κινητοποιήσεις του ’63 και έκτοτε είχε γίνει πόλος αναφοράς κυρίως για τη θρησκευτικά προσανατολισμένη αντιπολίτευση. Έτσι, η δημοσίευση του άρθρου προκάλεσε ρίγη οργής στους φοιτητές των θεολογικών σεμιναρίων και τους μπαζάαρις (μικροαστούς του παζαριού). Στην πόλη Κουμ το παζάρι έκλεισε και 4.000 φοιτητές θεολογικής ξεχύθηκαν στους δρόμους. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν, 70 σκοτώθηκαν και πάνω από 150 τραυματίστηκαν.

Από το Ιράκ, ο Χομεϊνί άρχισε να εξασκεί την επιρροή του. Συνεχάρη το Κουμ και τον προοδευτικό κλήρο για την ηρωική του στάση ενάντια στον παγανισμό(!) και κατηγόρησε το σάχη για συνεργασία με την Αμερική με σκοπό να υποσκάψει το Ισλάμ. Επιπλέον, κάλεσε για ανατροπή του σάχη και επαναφορά του Συντάγματος του 1905. Μετά από αυτές τις συγκρούσεις εγκαινιάστηκε ένα μοτίβο που επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Οι θρησκευτικές αρχές κάλεσαν το λαό να τιμήσει την 40η μέρα της σφαγής του Κουμ με αποχή από τη δουλειά και παρακολούθηση τελετών στα τζαμιά.

Η 40η μέρα ήταν η 18 Φεβρουάριου. Για να τιμήσουν τους νεκρούς, τα κυριότερα παζάρια και πανεπιστήμια έκλεισαν και διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στις μεγαλύτερες πόλεις. Στην Ταμπρίζ, όμως, ένας αξιωματικός της αστυνομίας πυροβόλησε ένα διαδηλωτή με αποτέλεσμα οι διαδηλωτές να ορμήσουν στο αστυνομικό τμήμα και να καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Η εξέγερση της Ταμπρίζ κράτησε δύο ολόκληρες μέρες και καταστάληκε μόνον με τη βοήθεια στρατιωτικών ενισχύσεων και τανκς. Ο απολογισμός ήταν: μεταξύ 100 και 300 νεκροί (ποτέ δεν έγινε γνωστό με ακρίβεια). Για άλλη μια φορά, οι θρησκευτικοί ηγέτες κάλεσαν το λαό να τιμήσει τη 40η μέρα της εξέγερσης.

Η 40η μέρα ήταν η 29 Μαρτίου. Με συνθήματα «Θάνατος στο σάχη», «Ζήτω ο Χομεϊνί» και «Ζήτω οι μάρτυρες του Κουμ και της Ταμπρίζ» οι διαδηλωτές επιτέθηκαν σε τράπεζες, αστυνομικά αυτοκίνητα και αγάλματα του σάχη. Οι ταραχές συνεχίστηκαν για 3 μέρες και σταμάτησαν μόνο όταν ο σάχης ανέλαβε προσωπικά την επιχείρηση της καταστολής. 40 μέρες μετά, στις 10 Μαΐου, οι ταραχές επαναλήφθηκαν. Συνολικός απολογισμός των ταραχών: 250 νεκροί και πάνω από 600 τραυματίες.

Το καλοκαίρι του 1978, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας μπαίνει στο κίνημα: η εργατική τάξη, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μικρή παρουσία. Η οικονομική κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, την πτώση των πραγματικών μισθών και τις περικοπές επιδομάτων, οδήγησε στις πρώτες απεργίες.

Ο σάχης αντιλαμβανόταν ότι είχε βρεθεί σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση και για να την αντιμετωπίσει χρησιμοποίησε το κλασικό κόλπο του καρότου και του μαστίγιου. Υποσχέθηκε κάποιες δημοκρατικές ελευθερίες στα πολιτικά κόμματα (εξαιρουμένου του Τουντέχ). Από την άλλη μεριά χρησιμοποίησε τη μυστική αστυνομία για επιθέσεις σε επιφανή μέλη της αντιπολίτευσης. Έτσι, στις 7 Σεπτεμβρίου, πεισμένος ότι η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου, κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην Τεχεράνη και 11 άλλες πόλεις. Το αποτέλεσμα ήταν η «Μαύρη Παρασκευή» της 8ης Σεπτεμβρίου, στην οποία οι νεκροί έφθασαν τους 4.000. Αμέσως μετά τη «Μαύρη Παρασκευή» η εργατική αντίδραση κορυφώνεται. Τα εργοστάσια απεργούν το ένα μετά το άλλο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το στρατιωτικό νόμο και με αιτήματα για υψηλότερους μισθούς. Οι απεργίες στο νευραλγικό τομέα του πετρελαίου παραλύουν την οικονομία. Τα αιτήματα των απεργών καλύπτουν μία ευρεία γκάμα από το άμεσα οικονομικό μέχρι το πολιτικό. Απόσυρση του στρατιωτικού νόμου, απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, διάλυση της μυστικής αστυνομίας, εθνικοποίηση της βιομηχανίας πετρελαίου, τέρμα στις διακρίσεις ιδιαίτερα απέναντι στις γυναίκες και καλύτερες συνθήκες στέγασης ήταν μερικά από τα αιτήματα των απεργών στον τομέα του πετρελαίου.

Η κατάσταση πλέον βρισκόταν σ’ ένα οριακό σημείο. Η καταστολή δεν φαινόταν να φέρνει αποτέλεσμα καθ’ ότι ο στρατός συναδελφώνεται με τους διαδηλωτές και αρνείται να πυροβολήσει εναντίον τους, Στις 10-11 Δεκεμβρίου εκατομμύρια άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους και απαιτούν την παραίτηση του σάχη. Στις 16 Ιανουαρίου 1979 ο σάχης αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ την 1 Φεβρουαρίου ο Χομεϊνί επιστρέφει στο Ιράν. Η τελευταία πράξη παίζεται στις 9 Φεβρουαρίου, όταν η Αυτοκρατορική Φρουρά επιτίθεται σε στρατιωτική βάση στην Τεχεράνη στην προσπάθειά της να καταστείλει ανταρσία δοκίμων και τεχνικών της αεροπορίας. Σε βοήθεια των αμυνόμενων έτρεξαν οι αντάρτικες οργανώσεις Φενταγίν και Μουτζαχεντίν, οι οποίες μοίρασαν όπλα στους στασιαστές. Μετά από 6 ώρες μάχης, οι στασιαστές ανάγκασαν τη Φρουρά να υποχωρήσει, βγήκαν στους δρόμους και μοίρασαν όπλα στον πληθυσμό. Την επόμενη μέρα το πρωί, στασιαστές και αντάρτες μετέφεραν όπλα στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, έκαναν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, στρατόπεδα και τον τηλεοπτικό σταθμό και κατέλαβαν το κυριότερο εργοστάσιο όπλων της Τεχεράνης. Η 11 Φεβρουαρίου είναι η μέρα της οριστικής νίκης της επανάστασης.

Από την επανάσταση στο ισλαμικό κράτος

Το εύλογο ερώτημα είναι πώς τελικά κατάφερε να αρθεί και να σταθεροποιηθεί στην εξουσία ο Χομεϊνί και οι ισλαμιστές ηγέτες δεδομένου ότι και πολιτική (με την έννοια μη-θρησκευτική) αντιπολίτευση υπήρχε και ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης δεν βρισκόταν υπό την επιρροή του κλήρου.

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι η ανατροπή του σάχη μπορεί μεν να χρειάστηκε τις συνδυασμένες δυνάμεις όλων των κοινωνικών τάξεων, αλλά η άνοδος του Χομεϊνί στην εξουσία δεν εκπροσωπεί σε καμία περίπτωση μία νίκη «ολόκληρου του ιρανικού λαού». Αντίθετα, ο Χομεϊνί εκπροσωπεί μία συμμαχία ανάμεσα στην παραδοσιακή μικρή και μεσαία αστική τάξη του παζαριού με την μεγαλοαστική τάξη του Ιράν. Ο ίδιος ο Χομεϊνί δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν μικροαστό εθνικιστή. Η κατάργηση της πάλης των τάξεων μέσα από την εθνικο-θρησκευτική ενότητα του Ισλάμ, ο σεβασμός της ατομικής ιδιοκτησίας και κάποια αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά αποτελούν το ιδεολογικό προφίλ του Χομεϊνί. Μ’ αυτήν την έννοια, ο χώρος του παζαριού είναι ο φυσικός του χώρος και η πραγματική δεξαμενή υποστήριξης. Ωστόσο, η αποδοχή των ιρανών καπιταλιστών ήταν ζωτική για τη στήριξη του νέου καθεστώτος. Και αυτή τη στήριξη ο Χομεϊνί την είχε ή την κέρδισε. Σε αντίθεση με μια αρκετά διαδεδομένη πεποίθηση, ο Χομεϊνί δεν έθιξε τον ιρανικό καπιταλισμό με τις εθνικοποιήσεις που διέταξε. Ο πραγματικός σκοπός των εθνικοποιήσεων ήταν η διάσωση της ιρανικής οικονομίας δεδομένου ότι πολλοί ιδιοκτήτες είχαν εγκαταλείψει τα εργοστάσια ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις τον πρώτο χρόνο μετά την επανάσταση ήταν εξαιρετικά χαμηλές.

Εξάλλου, στο μέτωπο της εργασίας ο Χομεϊνί πρόσφερε μία πολύτιμη υπηρεσία στους ιρανούς καπιταλιστές. Η εμφάνιση των εργατικών συμβουλίων κλόνισε την καπιταλιστική εξουσία και πειθαρχία μέσα στα εργοστάσια και, κατά συνέπεια, η διάλυση των οργάνων εργατικού ελέγχου ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επάνοδο του καπιταλιστή. Συνοψίζοντας, η άνοδος και σταθεροποίηση του Χομεϊνί στην εξουσία ισοδυναμούσε τελικά με ήττα της εργατικής τάξης. Πώς μπόρεσε η εργατική τάξη να υποστεί μια τέτοια ήττα δεδομένου ότι ο ρόλος της στην επανάσταση ήταν τόσο σημαντικός;

Η απάντηση σχετίζεται αφενός με την κατάσταση των αριστερών οργανώσεων τις παραμονές της επανάστασης και αφετέρου με την πολιτική που υιοθέτησαν απέναντι στο Χομεϊνί. Η αριστερά μετά το ’53 ήταν σε εξαιρετική αδυναμία εξαιτίας της σκληρής καταστολής του σάχη. Οι αριστερές οργανώσεις γενικότερα είχαν βρεθεί στο στόχαστρο της μυστικής αστυνομίας και των δυνάμεων καταστολής συνεχώς μετά το πραξικόπημα του ’53, σε αντίθεση με τη θρησκευτική αντιπολίτευση που είχε μείνει σχεδόν ανέπαφη. Το Τουντέχ που είχε στο παρελθόν τη μαζικότερη επιρροή και οργανωμένη δύναμη είχε υποστεί συντριπτικά χτυπήματα και είχε υιοθετήσει μία τακτική αναμονής καλύτερων ημερών. Η αντάρτικη οργάνωση Φενταγίν προέκυψε ακριβώς από μέλη του Τουντέχ που αντέδρασαν σ’ αυτήν την τακτική.

Οι μόνες οργανώσεις με δράση κατά τη διάρκεια των 25 χρόνων του «γύψου» ήταν οι αντάρτικες οργανώσεις Φενταγίν και Μουτζαχεντίν. Οι Μουτζαχεντίν είχαν προέλθει αρχικά από ισλαμιστές αγωνιστές, οι οποίοι στη συνέχεια άρχισαν να μελετούν το μαρξισμό και επιχείρησαν μία σύνθεση μαρξισμού και ισλάμ. Καμία όμως από τις δύο οργανώσεις δεν απέκτησε μαζική επιρροή πριν την επανάσταση. Κατά συνέπεια, το 1977, η θρησκευτική αντιπολίτευση είχε μία οργανωμένη δύναμη, μία επιρροή που ξεκινούσε από τους φοιτητές θεολογίας και έφτανε μέχρι τους μικροαστούς του παζαριού και τους προλετάριους των παραγκουπόλεων και έναν «αδιάφθορο» ηγέτη με αγωνιστικές περγαμηνές. Την ίδια ώρα, η αριστερά ήταν κυνηγημένη από το καθεστώς, τα πιο σημαντικά στελέχη είχαν εκτελεστεί ή βρίσκονταν στη φυλακή και οποιαδήποτε επαφή με αριστερές ιδέες τιμωρούνταν αυστηρότατα. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η αριστερά δεν ήταν άμοιρη ευθυνών για την κατάστασή της. Απέναντι στο φαινόμενο των σόρας αντέδρασε με αμηχανία και σκεπτικισμό. Απέναντι στο Χομεϊνί και την ισλαμική εξουσία έδωσε κριτική έστω υποστήριξη και μάλιστα την πρώτη περίοδο αμέσως μετά την επανάσταση, ενώ το καθεστώς δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί και οι αντιδράσεις ήταν οξείες. Η αδυναμία της αριστεράς να έχει ανεξάρτητη πολιτική από το Χομεϊνί και τη θρησκευτική αντιπολίτευση ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην ήττα της εργατικής τάξης.

Κ. Ρουσίτης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Σόρας: εργατική δημοκρατία ενάντια στην ισλαμική κυβέρνηση

Οι σόρας ήταν εργατικές επιτροπές (συμβούλια), που δημιουργήθηκαν στις ιρανικές βιομηχανίες αμέσως μετά την ανατροπή του σάχη. Οι σόρας εκπροσωπούσαν όλους τους εργαζόμενους ενός εργοστασίου, εξέλεγαν εκτελεστική επιτροπή και ο κυριότερος στόχος τους ήταν να οργανώσουν την παραγωγή στο χώρο δουλειάς. Η ανάγκη αυτή για οργάνωση της παραγωγής προέκυψε από το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές πολλών εργοστασίων τα εγκατέλειψαν και διέφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια των επαναστατικών μηνών. Έτσι μέσα στα εργοστάσια δημιουργήθηκε ένα κενό, το οποίο κάλυψαν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με τη δημιουργία των σόρας. Οι σόρας ήταν διαφορετικού τύπου οργανώσεις από τα συνδικάτα αφού είχαν αναλάβει μια σειρά από δραστηριότητες που στην κανονική λειτουργία μιας καπιταλιστικής επιχείρησης επιτελούν οι διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη.

Στην πρώτη περίοδο της εμφάνισης τους, οι σόρας απέκτησαν μια τεράστια πολιτική σημασία καθώς η υποταγή της εργατικής τάξης στη νέα κυβέρνηση του Χομεϊνί και στο περίφημο «ισλαμικό κράτος» ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη σταθεροποίηση του νέου καθεστώτος. Ο ιδιάζοντας χαρακτήρας της εργατικής τάξης σε σχέση με άλλα κοινωνικά στρώματα δεν είχε να κάνει μόνο με τον οικονομικό της ρόλο στην παραγωγή. Οι εργάτες ήταν λιγότερο χειραγωγίσιμοι για παράδειγμα σε σχέση με τους μικροαστούς του παζαριού, που βρίσκονταν κάτω από τον σταθερό έλεγχο των μουλάδων, εξαιτίας και των εμπειριών τους στους πολιτικοκοινωνικούς αγώνες αλλά και της επιρροής από αριστερές οργανώσεις (κυρίως Τουντέχ, Φενταγίν και Μουτζαχεντίν). Το πιο σημαντικό ήταν ότι μέσα από τις σόρας οι εργάτες αμφισβητούσαν απ’ ευθείας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η αμφισβήτηση αυτή δεν ήταν τις περισσότερες φορές πολύ ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις, όπου οι ιδιοκτήτες ή τα παλιά διευθυντικά στελέχη δεν είχαν εγκαταλείψει την επιχείρηση, οι σόρας συνεργάζονταν μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά, η νέα αίσθηση της δύναμης και η αυτοπεποίθηση που είχαν αποκτήσει οι εργαζόμενοι με την ανατροπή του σάχη ήταν εμφανείς στις σχέσεις τους τόσο με την εργοδοσία (είτε την παλιά είτε τη νέα που διόρισε ο Χομεϊνί) όσο και στην ανυπακοή προς τη νέα κυβέρνηση. Έτσι, πολλές σόρας απαιτούσαν να είναι υπόλογος ο διευθυντής στη σόρα για οικονομικά και λογιστικά ζητήματα και επίσης η εκτελεστική επιτροπή να υπογράφει τα έγγραφα σχετικά με την πώληση προϊόντων. Επιπλέον, οι εργάτες δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να ανέχονται τις αυταρχικές μεθόδους της εργοδοσίας. Σε πολλές περιπτώσεις, πετούσαν έξω τους παλιούς ιδιοκτήτες και διευθυντές καθώς και όσους αποκαλύπτονταν ότι ήταν πράκτορες της Σαβάκ.

Μία τέτοια υβριδική μορφή που αμφισβητεί τον καπιταλισμό χωρίς όμως να μπορεί να τον ανατρέψει δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ. Ηδιάλυση των σόρας και η επιστροφή των εργατών στο καπιταλιστικό μαντρί ήταν ένας από τους κεντρικούς στόχους του Χομεϊνί αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας. Ήδη στις 13 Φεβρουαρίου 1979 δηλαδή δύο μόλις μέρες μετά την εξέγερση στην Τεχεράνη, κάνει έκκληση να σταματήσουν οι απεργίες. Λίγο αργότερα κι ενώ οι σόρας εξαπλώνονται παντού βγάζει διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε μορφή ανυπακοής προς την Προσωρινή Κυβέρνηση θα θεωρείται αντίσταση ενάντια στη γνήσια ισλαμική επανάσταση. Οι προβοκάτορες και οι πράκτορες θα σύρονται ενώπιον του λαού ως αντεπαναστατικά στοιχεία. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται ότι το εργοστασιακό κίνημα είχε ισχυρές ρίζες μέσα στους χώρους δουλειάς και ότι μια απευθείας σύγκρουση με τις σόρας θα έβαζε σε κίνδυνο το καθεστώς. Η τακτική που υιοθέτησε ήταν η δημιουργία ισλαμικών σόρας, των οποίων ο σκοπός υποτίθεται ότι ήταν η προώθηση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους και την εργοδοσία και η άνοδος του πολιτιστικού επιπέδου των εργαζόμενων. Οι ισλαμικές σόρας πλαισιώθηκαν από τα πιο καθυστερημένα στοιχεία του εργοστασίου, τα οποία λειτούργησαν ως επιθετική αιχμή ενάντια στις ανεξάρτητες σόρας. Έτσι, ενώ στα εργοστάσια όπου κυριαρχούσαν οι αριστερές ή γενικά αριστερόστροφες σόρας δινόταν έμφαση στην εργατική δημοκρατία και στην ανεξαρτησία της σόρα από την εργοδοσία και την κυβέρνηση, οι ισλαμικές σόρας προσπαθούσαν να μπλοκάρουν την εκλογή αριστερών στην εκτελεστική επιτροπή και λειτουργούσαν ως μακρύ χέρι της κυβέρνησης μέσα στα εργοστάσια. Για παράδειγμα, ο ηγέτης της σόρα στο εργοστάσιο Amazon σε συνέντευξή του έλεγε:

«-Φαντάσου ένας μουτζαχεντίν να γίνει μέλος της σόρα (της εκτελεστικής επιτροπής): σίγουρα δεν θα θέλει να πάει μπροστά η χώρα, θα θέλει όλη την ώρα να προκαλεί ζημιές και να ξεσηκώνει τους εργάτες σε απεργίες.

-Κι αν εκλεγόταν απ’ τους εργάτες;

-Και πάλι θα είμασταν ενατίον του, ακόμη κι αν είχε εκλεγεί. Αν δύο χιλιάδες εργάτες εκλέξουν έναν μουτζαχεντίν, είναι γιατί το 99% είναι ηλίθιοι. Στην πραγματικότητα θα εκλεγόταν λόγω της υποκρισίας του. Αυτοί παρουσιάζονται σαν μουσουλμάνοι και παίρνουν ψήφους. Αλλά αν εκλέγονταν, θα συναντούσαν αντίσταση από μένα, από τη διοίκηση ή από το κράτος. Εμείς ξέρουμε τι θέλουν να κάνουν».
[Συνέντευξη στον Αζέφ Μπαγιάτ,, Εργάτες και Επανάσταση στο Ιράν, σελ. 132].

Θα ήταν εντελώς λάθος να νομίσει κανείς ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού αγκάλιασε το καθεστώς του Χομεϊνί και ότι οι αντιδράσεις περιορίζονταν σ’ ένα περιθωριακό κύκλο ανθρώπων. Αντίθετα, μετά την ανατροπή του σάχη, οι μαζικές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν. Κούρδοι και Τουρκομάνοι απαιτούσαν δημοκρατικά δικαιώματα και το ίδιο και οι γυναικείες οργανώσεις. Ταυτόχρονα, οι απεργίες συνεχίζονταν τόσο για οικονομικά όσο και για πολιτικά αιτήματα. Οι στρατηγική του Χομεϊνί ήταν να υποσκάψει τις σόρας και τις Κομιτές (επιτροπές στις γειτονιές) που επίσης είχαν παίξει επαναστατικό ρόλο. Έτσι, παράλληλα με την «ισλαμοποίηση» των σόρας και των Κομιτές, ο Χομεϊνί προχώρησε στην ίδρυση του Ισλαμικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, και της Επαναστατικής Φρουράς, που στρατολογούσε λούμπεν στοιχεία και τα χρησιμοποιούσε για να χτυπήσει τους αγωνιστές. Παρ’ όλα αυτά, ο Χομεϊνί χρειάστηκε τουλάχιστον δύο χρόνια για να ξεκαθαρίσει με τις σόρας και τις Κομιτές και να σταθεροποιήσει έτσι τη βάση του νέου καθεστώτος.

2 σκέψεις σχετικά με το “37 χρόνια από την ιρανική επανάσταση

Add yours

  1. Πολύ καλή ανάλυση αν και πρωθύστερη. Τον καιρό της επανάστασης δεν υπήρχαν τόσο καθαρές απόψεις. Το ΕΕΚ μας είχε τρελλάνει με τους διθύραμβους στον Χομεινί! »Το εύλογο ερώτημα είναι πώς τελικά κατάφερε να αρθεί και να σταθεροποιηθεί στην εξουσία ο Χομεϊνί και οι ισλαμιστές ηγέτες δεδομένου ότι και πολιτική (με την έννοια μη-θρησκευτική) αντιπολίτευση υπήρχε και ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης δεν βρισκόταν υπό την επιρροή του κλήρου.»

    Αναφέρετε τους λόγους οι οποίοι με δυο κουβέντες είναι η διακοπή της διαρκούς επανάστασης απ’ το Κ.Κ. (Τουντέχ) που αρνήθηκε να ηγηθεί (γιατί δεν θεωρούσε ώριμη την σοσιαλιστική επανάσταση) αλλά προτίμησε άλλες λύσεις, αδιέξοδες. Όπως πάντα οι επαναστάτες μαρξιστές είχαν διμέτωπο αγώνα. Και κατά της μοναρχίας και κατά των σκοταδιστών μουλάδων που εκπροσωπούσαν στην πραγματικότητα την αστική τάξη προτού γίνουν οι ίδιοι αστική τάξη στην θέση της παλιάς.

    Για μια χώρα στην οποία το προλεταριάτο είναι εξαιρετικά μαζικό, είναι απίστευτο ότι δεν υπάρχει αντίσταση από τα κάτω και μια επαναστατική σοσιαλιστική οργάνωση ή ένα νέο Τουντέχ με επαναστατικό πρόγραμμα. Βλέπουμε να αλλάζει αυτό στο μέλλον, υπάρχουν οι όροι, αλλά πρέπει να ξεπερασθεί η συνήθεια των μαζών να λατρεύουν τον νέο σάχη, τον εκάστοτε αγιατολλάχ. Ως συνήθως υπάρχουν αστικοδημοκρατικά καθήκοντα που μπορεί να λύσει μόνο το προλεταριάτο στον δρόμο προς την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.

    Η συμμαχία με τις ΗΠΑ και η αποκατάσταση των σχέσεων μαρτυρά ότι το ισλαμικό καθεστώς παραπαίει και έχει εξαντλήσει τα όρια του. Η υποστήριξη της 4ης Διεθνούς στη ιρανική εργατική τάξη για το χτίσιμο του επαναστατικού της κόμματος είναι από τα βασικά μας καθήκοντα απ’ την σκοπιά της παγκόσμιας επανάστασης σήμερα. Η σοσιαλιστική επανάσταση στο Ιράν είναι το κλειδί για την σοσιαλιστική επανάσταση σε όλη την Μ. Ανατολή και από εκεί στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού.

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Reblogged στις Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Ο ΓΑΤΟΣ και σχολίασε
    Eξαιρετική ανάλυση για την αντι-ιμπεριαλιστική επανάσταση κατά των ΗΠΑ και του Σάχη στο Ιράν. Πως επικράτησαν οι μουλάδες ενώ υπήρχαν ενεργά απο δεκαετίες ισχυρό εργατικό κίνημα, επαναστατικό και κοσμικό και μαζικά κόμματα ως εκπρόσωποι του, παρόλο που ο Σάχης είχε κάνει ότι μπορούσε να τα συντρίψει.
    Κάτι που συνέχισαν μετά και οι ίδιοι οι μουλάδες και σταδιακά επικράτησε η θεοκρατία η οποία εμπεδώθηκε τελικά και μέσω του δεκαετούς πολέμου με το γειτονικό Ιράκ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑