Συρία, Μέση Ανατολή και Αυτοκρατορία – μέρος α

190

Β. Π. για το avantgarde

I. Tο πλαίσιο

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα άνοιξαν το ζήτημα της άμεσης σχέσης η οποία συνδέει τη Διεθνή κατάσταση, την ισορροπία δυνάμεων στον πλανήτη, τον Ιμπεριαλισμό, όπως αυτός διαμορφώνεται κατά τον 21ο αιώνα, αφενός και τις προοπτικές του πολιτικού μετασχηματισμού μέσω του περιβόητου ΤΙΝΑ, στο εσωτερικό της χώρας, αφετέρου. Επικαιροποιείται λοιπόν, υπό το παραπάνω πλαίσιο, μια συζήτηση που γινόταν ανέκαθεν στην αριστερά για τις «αντικειμενικές συνθήκες» που τροφοδοτούν και προσδιορίζουν, σε ένα βαθμό, το πολιτικό σκηνικό στο εσωτερικό των κρατών. Η αντίστροφη συζήτηση, εντούτοις, η οποία αφορά στον επηρεασμό του παγκόσμιου πολιτικού σκηνικού από τη διάρρηξη της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας σε ένα σημείο του παγκόσμιου χάρτη, από τις εξελίξεις στο εσωτερικό ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού ή μιας ευρύτερης περιοχής δε γίνεται. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον μας ενδιαφέρει η συζήτηση για τα γεγονότα στη Συρία, η συζήτηση για τις προοπτικές μιας άλλης πολιτικής λύσης για τη Μέση Ανατολή, η συζήτηση για την ήττα του Ιμπεριαλισμού σε ένα σημείο του πλανήτη, τουλάχιστον, έτσι ώστε να ηττηθεί πολιτικά ο ΤΙΝΑ, για να καταστεί δυνατό να ανταπαντήσουμε στην πράξη στην επίκληση του «Τέλους της Ιστορίας και να προκαλέσουμε ρωγμή στην ηγεμονία της επέλασης του καπιταλισμού μετά την κατάρρευση του 1989.

Η συζήτηση αυτή ανοίγει μέτωπο στην Ισλαμοφοβία, η οποία είναι, στην παρούσα συγκυρία, η ιδεολογική προμετωπίδα της Αυτοκρατορίας. Μια από τις εκφάνσεις αυτής είναι η διάκριση ανάμεσα σε ένα «αγνό» Ισλάμ αποκαθαρμένο από την ιστορία του και τις κατά καιρούς πολιτικές του εκφράσεις, καθώς και τον πολιτικό του ριζοσπαστισμό. Για μεγάλο τμήμα της Αριστεράς η αποβολή της Τζιχάντ αποτελεί προϋπόθεση για την εισδοχή του Ισλάμ στη δική της αντίληψη.

Η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό  μας ρεύμα δεν  είχε από πάντα τις καλύτερες των σχέσεων με τους «ηττημένους της Ιστορίας». Μπορεί οι «Πατέρες» της αφήγησης μας να επηρεάστηκαν από το γαλλικό θετικισμό του 19ου αιώνα και να γοητεύτηκαν από την αφήγηση του Θιέρσου για τη Γαλλική επανάσταση, μπορεί να επηρεάστηκαν από το Βολταίρο και τον Μοντεσκιέ, μπορεί στο τέλος η ίδια η ζωή να είναι πολύ μικρή για να στοχαστεί κάποιος/κάποια τον κόσμο ολόκληρο. Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι κατά την περίοδο που η παράδοσή μας έβαζε φωτιά στον κόσμο, το κεφάλαιο που αφορούσε τους «Άλλους» ήταν, σχεδόν, αδειανή σελίδα. Η πολιτική αναγκαιότητα, και λόγω του συσχετισμού δύναμης, επέβαλε την με κάθε τρόπο επιβίωση του επαναστατικού σχεδίου, πράγμα που συνακόλουθα σήμαινε την με κάθε τρόπο επιβίωση του πρώτου στην Ιστορία εργατικού κράτους. Το κόμμα που το επιχειρούσε, οι Μπολσεβίκοι, είχε εμπειρία πολιτικής σύγκρουσης, είχε εγγραφές από τα συνήθη πολιτικά σχέδια που θέτουν οι «Άλλοι»: αυτονομία και ομοσπονδία. Η σύγκρουση με τη σοσιαλιστική Bund διαμόρφωσε ένα στερεότυπο που δεν ήταν και το καλύτερο προμήνυμα για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Η αρχική δε επικράτεια την οποία έλεγχαν οι δυνάμεις της Επανάστασης κατά την πρώτη περίοδο της ήταν αυτή γύρω από τα παραδοσιακά κέντρα της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, την Πετρούπολη και τη Μόσχα. Οι υπόλοιπες περιοχές (της ΕΣΣΔ) κατακτήθηκαν την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Μπορεί οι Μπολσεβίκοι να δημιούργησαν τη Διεθνή των Λαών στο Μπακού, μπορεί να δημιούργησαν την KUTV, η δημοφιλής απάντηση όμως στο ερώτημα από πού θα μπορούσε το νέο Καθεστώς να περιμένει βοήθεια ήταν από τη Γερμανία και όχι από το Ιράν. Η υπόθεση των εθνοτήτων υποτάχτηκε στις ανάγκες που επέβαλε η άμυνα στην καπιταλιστική περικύκλωση, η αυτονομία και η ανεξαρτησία περιορίστηκαν στο καθεστώς προστασίας που παρείχε το Εργατικό Κράτος και ο Κόκκινος στρατός, η Παγκόσμια Επανάσταση έσβησε κάποια χρονική στιγμή του 1924, οπότε και εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Μεγάλη Βρετανία με την δέσμευση της δεύτερης να άρει τον εμπορικό αποκλεισμό της πρώτης. Όλα αυτά καθόρισαν, εξ αρχής, με το χειρότερο τρόπο τις σχέσεις του δυτικού χειραφετητικού προτάγματος με το Ισλάμ.

Για τη  Σοσιαλδημοκρατία, τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς δηλαδή, η Αποικιοκρατία ήταν στην ουσία μέρος του πολιτικού τους σχεδίου, ενός πολιτικού σχεδίου που κινούνταν στο πλαίσιο που καθόριζε η εθνική ενότητα. Υποστήριζαν-οικονομίστικα και ντετερμινιστικά – ότι η επανάσταση θα συμβεί, το καθεστώς θα αλλάξει  είτε μέσω της ταξικής ψήφου της εργατικής τάξης είτε μέσω της Γενικής Απεργίας. Η Αυτοκρατορία, όμως, είναι αυτή η οποία μπορεί να εγγυηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, άρα και την απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. (Το χέρι που σε ταΐζει, σε γενικές γραμμές, δεν το δαγκώνεις.) Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία το 1936 αρνήθηκε να υλοποιήσει τη στοιχειώδη δέσμευσή του απέναντι στους Μουσουλμάνους της Αλγερίας, την πολιτογράφηση, δηλαδή,  αυτών που διέθεταν γαλλική παιδεία. Η Δημοκρατία στην Ισπανία αρνήθηκε ακόμη και να εξαγγείλει την ανεξαρτησία του Μαρόκο και σε αυτό το ιστορικό σημείο ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για την επανάσταση.

Θα ήταν αγνωμοσύνη τουλάχιστον να μην συμπεριλάβω στην παρούσα αφήγηση τα μειοψηφικά ρεύματα μέσα στην Ευρωπαϊκή Αριστερά, που μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο έκαναν επίκεντρο της πολιτικής τους δράσης τα κινήματα εναντίον της αποικιοκρατίας στον Τρίτο Κόσμο, μέσα από μια θεώρηση που προσπάθησε να εισάγει εξωγενώς στις εργατικές τάξεις της Δύσης, οι οποίες σημειωτέον είχαν επιδοθεί στο έργο της  ανοικοδόμησης της μεταπολεμικής Ευρώπης, το ρεπερτόριο της δεκαετίας του ’30.

Το 1989 ήταν καταστροφή. Ήταν καταστροφή, όχι τόσο γιατί κατέπεσε ο Υπαρκτός (; ) Σοσιαλισμός, αλλά γιατί, κυρίως, κατέρρευσε το μοναδικό  Σύμβολο  της νίκης της δικής μας πλευράς, έστω και παροδικής, το «ακαθόριστο άλλο», που έστω και ως σημείο στον χάρτη δικαιολογούσε όλες τις αμφιβολίες, για να μην υπάρχει συνθηκολόγηση με τον ρεαλισμό. Από τη μεριά της «πληθυντικής αριστεράς», κατά το 1989, υπήρξε αναγνώριση της ήττας και πλήρης συνθηκολόγηση, ένα γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει. Διότι στην ουσία οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης είχαν τεθεί από την εποχή της ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης.

Παραδόθηκε η αριστερά πλήρως στον Φυρέ, τον Φουκουγιάμα και τους μαθητές τους και αποδέχθηκε όχι μόνο ότι κατά τη δεδομένη ιστορική στιγμή (από το σημείο μηδέν της ήττας του 1989) δεν υπήρχε συνολικό σχέδιο για την ανθρώπινη χειραφέτηση, γιατί η νίκη του εχθρού ήταν συντριπτική, αλλά κυρίως ότι στην ουσία ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο, γιατί ποτέ δεν υπήρξαν οι μεγάλες αφηγήσεις του έθνους και της τάξης, γιατί ποτέ δεν υπήρξαν τα ιστορικά υποκείμενα τα οποία ενσυνείδητα θα έβαζαν στην ημερήσια διάταξη την επανάσταση.

Η νέα ηγεμονία στο ιδεολογικό σώμα της αριστεράς, κατά την ανάδυσή της μέσα από την αποδοχή της ήττας του 1989 με τους προαναφερθέντες όρους, και, κυρίως, απεκδυόμενη τη δυνατότητα ύπαρξης αυτού που υπήρξε υποστήριζε ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί και να υπάρξει, στο παρόν και στο μέλλον, ένα «όλον» ικανό να συγκροτηθεί στη βάση ενός μετώπου, μιας ιεράρχησης και μιας συμφωνίας με ταξικούς πολιτικούς όρους, ώστε να αντικαταστήσει το καπιταλιστικό κράτος στην κύρια  λειτουργία του που είναι η αναπαραγωγή σε όλα τα επίπεδα της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή η βιοπολιτική. Επιπροσθέτως, υποστήριζε ότι το μόνο που υπάρχει στο πεδίο πραγματικού είναι «θραύσματα» με αντικρουόμενα συμφέροντα, με αγεφύρωτες αντιθέσεις, με προσλαμβάνουσες που συγκροτούνται στην καθημερινότητα και που δεν έχουν σχέση με κανενός είδους «ιστορική συμπύκνωση». Αυτό, βέβαια, ήταν  το ιδεολογικό σχήμα που προτάθηκε για τους υποτελείς. Η Μεταμοντέρνα αφήγηση κατασκευάστηκε, για να υποδείξει στους υποτελείς το ιστορικό άτοπο του άλματος προς τη χειραφέτηση.

Για την Αυτοκρατορία, όσον αφορά  στο είδωλο που προέβαλλε στο κάτοπτρο της Πολιτικής Επιστήμης η Δύση για τον εαυτό της, η αντίληψή της  για το ιστορικό πεπρωμένο δεν έχει αλλάξει καθόλου, από τη θεώρηση των Torries  για την ιστορία κατά τη βικτωριανή εποχή στην Αγγλία. Σύμφωνα με αυτήν η Δύση ως πολιτισμική οντότητα είναι η ιστορική έκφραση της προόδου και του πολιτισμού, η βία της Δύσης είναι η έλλογη, υπεύθυνη και νομιμοποιημένη βία του πολιτισμού που διαρκώς αμύνεται απέναντι στην βαρβαρότητα και στο φονταμενταλισμό. Απέναντι σε αυτήν την «ολιστική» αντίληψη του ιμπεριαλισμού οι υποτελείς στη Δύση που αρθρώνουν αντίλογο, συνήθως, το κάνουν από τη θέση του «θραύσματος» – δηλαδή συμπεριληπτικά -, ψάχνοντας παράλληλα και την ευκαιρία να διακηρύξουν στην πρώτη ευκαιρία ότι και αυτοί οι ίδιοι ανήκουν στη Δύση και δεν ομιλούν εξ’ ονόματος του  εχθρού.

Υπό αυτούς τους όρους και με τον παραπάνω τρόπο επί χαρακτηριστικώ παραδείγματι έγινε στη Γαλλία η «συζήτηση» για τη  «μαντήλα». Σύμφωνα με τη Judith Tucker στο “ Women in the Middle East and North Africa in the 19th and 20th centuries”, οι Αλγερινές συμμετείχαν στο αντιστασιακό κίνημα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία. Πολλά ονόματα γυναικών φιγουράρουν στον κατάλογο με τους πιο διάσημους μαχητές του FLN. Πολλές φορές ενδεδυμένες με το «δυτικό τρόπο», για να μην εγείρουν υποψίες περνούσαν από τα μπλόκα του στρατού και της αστυνομίας μεταφέροντας όπλα, μηνύματα και εκρηκτικά. Η Γαλλική διοίκηση από την αρχή του αγώνα επιχειρώντας να διασπάσει το αντιστασιακό κίνημα ποντάρισε στην προπαγάνδα της πάνω στη θέση της γυναίκας στην αλγερινή κοινωνία, επικεντρώνοντας στο θέμα της ισλαμικής ενδυμασίας. Το FLN αντέδρασε «πολιτικοποιώντας την παράδοση», μετατρέποντας την σε «κουλτούρα αντίστασης», διακηρύσσοντας ότι η μαντήλα είναι «μια πολιορκημένη τοπική κουλτούρα, μια πράξη αντίστασης απέναντι στους Γάλλους». Στην εφημερίδα  Al-Moujahid διακηρύσσονταν περήφανα το 1958 από το FLN ότι «από την πρώτη μέρα της επανάστασης οι γυναίκες κέρδισαν την αξιοπρέπεια τους ως πολίτες… όλο και περισσότερες γυναίκες φορούν τη μαντήλα ως σιωπηλή απόδειξη του πατριωτισμού τους». Το FLN διακήρυσσε ότι η συμμετοχή των γυναικών στον πόλεμο ήταν δείγμα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας που απολαμβάνουν κάτω από τη σημαία του Ισλάμ, της δύναμης και της «πολυχρωμίας» του παραδοσιακού τους ρόλου, όπως αυτός επικαθορίζεται από την παράδοση και τη θρησκεία.

Το ίδιο περίπου ισχύει και για τους καταγόμενους από άλλες περιοχές της Αφρικής μουσουλμανικούς πληθυσμούς, που η πολιτική  του γαλλικού κράτους έχει μετατρέψει σε μειονότητα. Η επιλογή τους, εκ των πραγμάτων βρίσκεται ανάμεσα στην περιθωριοποίηση με ένα αίσθημα αξιοπρέπειας το οποίο προσφέρει το «συνανήκειν» πλαίσιωμένο από μια ιστορική κουλτούρα  και στο τίποτα. Η συζήτηση που άνοιξε το γαλλικό κράτος προβάλλοντας τη laicite και τις αξίες της δημοκρατίας ήταν επίθεση, οργανικά ενταγμένη στον «πόλεμο των πολιτισμών». Πρόκειται για μια ενορχήστρωση της μνησικακίας με πολιτική στόχευση την περαιτέρω περιθωριοποίηση του γαλλικού περιθωρίου ως αντιστάθμισμα απέναντι σε όλα αυτά που δε θυμίζουν πια Γαλλία στους λάτρεις του κοινωνικού συμβολαίου.

Τέτοια ζητήματα θέτουν την πρόκληση για αμφισβήτηση της «θραυσματοποίησης», γιατί απαιτούν πολιτικό σχέδιο, ιεράρχηση, πολιτική συμφωνία και συνολική απάντηση. Ο πόλεμος στη Συρία και  η επίθεση στο Bataclan  έχουν τέτοια χαρακτηριστικά.

ΙΙ. Ο χάρτης «μετράει»

Εμείς λέμε ότι ο χάρτης «μετράει». Μας αφορά, με τον τρόπο της ιστορικής και πολιτικής γεωγραφίας, γιατί είναι η αποκρυστάλλωση του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, η έκφραση, η καταγραφή και η συμβολοποίηση στο ανώτατο επίπεδο αυτού που εκλαμβάνουμε ως πάλη των τάξεων, αυτό που  ονομάζουμε παγκόσμια  ηγεμονία του Ιμπεριαλισμού. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τη ρώσικη επανάσταση πέρα από τις διεθνείς συνθήκες που συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της. Τον πόλεμο και την αποδυνάμωση του καθεστώτος, το τραίνο που μετέφερε το Λένιν στην Πετρούπολη με τη συμβολή των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, την αδυναμία του  εξουθενωμένου στρατοπέδου της Αντάντ να διεξάγει αποτελεσματικά τον εμφύλιο πόλεμο.

Δεν μπορούμε να διανοηθούμε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα άνευ του πολιτικού προσωπικού το οποίο ηγήθηκε αυτών και που, σε μεγάλο βαθμό, συγκροτήθηκε πολιτικά στο Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής, τη γνωστή μας KUTV, απέκτησε πολιτικές εμπειρίες στα ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης, συμμετείχε στη Διεθνή των Λαών στο Μπακού.

 Η ήττα της Ρωσίας το 1905 από την Ιαπωνία στο Mukden και η καταβύθιση του Ρωσικού στόλου στην Tsusima κατέστησε την Ιαπωνία αντιμπεριαλιστικό σύμβολο στα μάτια εκατομμυρίων μουσουλμάνων, διευκολύνοντας και την ίδια, όταν 35 χρόνια αργότερα εισέβαλε στην επικράτεια της αγγλικής αυτοκρατορίας στη Ν.Α Ασία, να το πράξει με τον αέρα του «συμβόλου», της δύναμης που απελευθερώνει, για τους λαούς της περιοχής. Τόσο στη Μαλαισία όσο και στην Ινδονησία το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα δεν αγωνίστηκε ενάντια στην Ιαπωνική κατοχή, αλλά αντιθέτως «κανακεύτηκε» από τους Ιάπωνες που το άφησαν, υποχωρούντες, εν είδει βραδυφλεγούς βόμβας στα χέρια των Βρετανών και των Ολλανδών.

Το ίδιο ισχύει για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Θα μπορούσε να νικήσει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα χωρίς την ύπαρξη του Βορείου Βιετνάμ, τα δάνεια και τη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφεραν ΕΣΣΔ και Κίνα; Οι ΗΠΑ νίκησαν και στην τελευταία μεγάλη μάχη που έδωσαν εκ παρατάξεως, έχασαν τον πόλεμο όμως, γιατί οι αντίπαλοι διέθεταν «αντοχή» και ισχυρούς συμμάχους στην εγγύς περιοχή. Δεν είναι το κίνημα στο εσωτερικό των ΗΠΑ που χάρισε τη νίκη στο Βιετνάμ, είναι η αντοχή του Βιετνάμ σε έναν σκληρό πόλεμο, οι απώλειες και το κόστος του πολέμου που δημιούργησαν αναδραστικά το κίνημα στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την ηττοπαθή διάθεση.

Δεν μπορεί κάποιος να διανοηθεί τους αντιμπεριαλιστικούς αγώνες και την Αφρική του Λουμούμπα, τον αραβικό σοσιαλισμό, τα Μπααθικά κινήματα, σε μεγάλο βαθμό και το Παλαιστινιακό ζήτημα , χωρίς την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και της Κίνας.

III. Kαι η Ιστορία «μετράει»

Επίσης λέμε ότι και η Ιστορία «μετράει», δηλαδή ο επικαθορισμός του χώρου από τον χρόνο και η επίδραση του χωρικού ως ρήγματος στο συνεχές του ιστορικού χρόνου. Δεν υπάρχουν αδιαμεσολάβητες «μορφές» στην Ιστορία και, προφανώς, στην πάλη των τάξεων. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο, επειδή στην κοινωνία η κυρίαρχη ιδεολογία  είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, συμβαίνει, επίσης, επειδή οι «υποτελείς» δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν «έξω-ιστορικά» εργαλεία για την απελευθέρωση τους. Το πρόταγμα της κοινωνικής χειραφέτησης διαμεσολαβήθηκε/-είται από το εθνικό ζήτημα, η θρησκεία πολιτικοποιήθηκε για τις ανάγκες του αντιαποικιακού αγώνα, εκεί όπου οι «κοσμικές μορφές» δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν πειστική και νικηφόρα εναλλακτική προοπτική. Έτσι, σήμερα έχουμε διαμορφωμένες ηγεμονικές αφηγήσεις από τους «υποτελείς», για τους «υποτελείς» οι οποίες διαμορφώνουν προτεραιότητες και τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοούμε. Αν, ενδεχομένως και δυνητικά, οικοδομηθεί κάτι χειραφετητικό στη Μέση Ανατολή, αυτό θα προέλθει μέσα από την ήττα του ιμπεριαλισμού και από την όποια εσωτερική δυναμική και την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στο εσωτερικό του νικηφόρου μπλοκ και υπέρ αυτού.

Στο μεταξύ, η αριστερά της «θραυσματοποίησης» ας ψάχνει τις καθαρές μορφές, για να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις. Έπρεπε να είναι σοσιαλιστική η ΕΣΣΔ στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου για να είναι κάποιος αντιφασίστας; Δεν αρκούσε το αποικιακού τύπου  πρόγραμμα της ναζιστικής Γερμανίας  για το εσωτερικό της Ευρώπης, η ενσάρκωση του «απόλυτου κακού», το «τέλος της ιστορίας» για το δημοκρατικό αφήγημα για να στρατευτεί ο κόσμος στον αντιφασισμό; Σε μια τέτοια περίπτωση οι σύμμαχοι επιλέγονται; Δηλαδή η Δημοκρατική Ισπανία κακώς ζήτησε τη βοήθεια των απορροφημένων στις υποθέσεις του «κατευνασμού» και του αντικομμουνισμού Γαλλίας και Βρετανίας για την αντιμετώπιση του Φράνκο;

Αν λοιπόν τα αδιαμεσολάβητα δεν υπάρχουν, είναι λάθος να πολιτευόμαστε ως  εάν υπάρχουν και, πολύ περισσότερο, να τα επινοούμε. Να φαντασιωνόμαστε, συνακόλουθα, αντιφασιστικούς αγώνες εκεί όπου δεν υπάρχουν, να φαντασιωνόμαστε, εν ολίγοις, ότι ένα κοινωνικό πείραμα σε δυο πόλεις στο Συριακό Κουρδιστάν θα δώσει το βήμα στις χαοτικές εξελίξεις που προοιωνίζονται. Για να το θέσω διαφορετικά: υπάρχει ένας όρος, για να νικήσει το κοινωνικό πείραμα στο Κουρδιστάν και αυτός έχει δομηθεί, δυστυχώς, σε ένα πλαίσιο αντιφατικό και αυτοαναιρούμενο. Για να υλοποιηθεί η αριστερή ατζέντα στο Κουρδιστάν, για να μην παραμείνει δηλαδή μια υπόθεση στο πλαίσιο της Ιστορίας, αλλά να γίνει, ώστε να είναι η ίδια η Ιστορία, υπάρχει μια προϋπόθεση η οποία δεν είναι άλλη από  τη νίκη του εθνικού κινήματος των Κούρδων.

 Μόνο που το εθνικό πρόγραμμα δεν είναι ένα, αλλά τρία και πιθανόν να εμφανιστεί  και τέταρτο. Ένα μελλοντικό Κουρδικό κράτος θα πρέπει να συνδυάζει τις προσόδους από το πετρέλαιο των Κούρδων του Ιράκ και τον οπορτουνισμό τους με τη μαχητικότητα των Κούρδων της Συρίας και την έξοδο στη θάλασσα την οποία μόνο αυτοί μπορούν να εξασφαλίσουν.  Το Κουρδικό εθνικό κίνημα, επίσης, έχει και ιστορία να προβάλει στην παρούσα πολιτική συγκυρία. Οι Κούρδοι βρέθηκαν με εθνικό κράτος με τη συνθήκη των Σεβρών και το έχασαν με τη συνθήκη της Λωζάννης, λίγα χρόνια αργότερα. Γνωρίζουν την αξία του λόμπινγκ και της διαπραγμάτευσης με τις Μεγάλες Δυνάμεις και αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Μ. Ανατολή είναι «ένοπλη διαπραγμάτευση». Το εθνικό κράτος και η διέξοδος στη θάλασσα  θα πρέπει να κερδηθεί μέσω της συμμετοχής τους στο νικητήριο συνασπισμό. Μάλιστα αυτό πρέπει να γίνει ενάντια στη θέληση ενός από τους μεγαλύτερους «παίχτες» στην περιοχή, δηλαδή την Τουρκία. Η ατζέντα, λοιπόν, δεν περιλαμβάνει τα ταξικά αδιαμεσολάβητα, από τη μια τη γυναικεία απελευθέρωση και την αυτοδιαχείριση και από την άλλη την αστική τάξη και το φασισμό, αλλά μια «ένοπλη διαπραγμάτευση» με αντιφατικά και αυτοαναιρούμενα χαρακτηριστικά, που είναι αμφίβολο προς τα πού θα κινηθεί και της οποίας σε κάθε περίπτωση η έκβαση θα είναι καθοριστικής σημασίας για την τύχη του κοινωνικού και του αδιαμεσολάβητου.

IV. Ιμπεριαλισμός

Είναι λάθος η  συζήτηση για τη Συρία να επικεντρώνεται στο προσφυγικό ζήτημα, το οποίο είναι απλώς μια παράμετρος του ζητήματος. Κάτι τέτοιο αποτελεί απόπειρα θέασης του προβλήματος έξω από τις πραγματικές του διαστάσεις, έτσι ώστε να αποεδαφοποιηθεί, να βγει έξω από το χάρτη, για  να τοποθετηθεί στη σφαίρα ενός ευρωπαϊκού φαντασιακού, υπό την οπτική του οριενταλισμού. Επιπλέον, κατά τον τρόπο αυτό το όλο ζήτημα τίθεται  σε μια έξω-ιστορική  σφαίρα, σα να δέχεται η Ευρώπη εισβολή και να γίνεται, ακούσια, μέτοχος ενός προβλήματος, ενώ είναι η ίδια αυτή η οποία βρίσκεται πίσω από το πρόβλημα.

Η συζήτηση για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή είναι συζήτηση για τον Ιμπεριαλισμό του 21ου αιώνα και τις προοπτικές της Επανάστασης. Είναι η συζήτηση για τον αν ο κόσμος του 21ου αιώνα θα είναι ένας κόσμος πολυπολικός ή θα είναι ο κόσμος της Αυτοκρατορίας που ο ήλιος θα ανατέλλει και θα δύει ταυτόχρονα στις δύο άκρες της εσχατιάς της,  ο κόσμος της Pax Americana. Για μας ο Ιμπεριαλισμός είναι Σύστημα, με τους δικούς του θεσμούς,  τη δική του ιεραρχία και τη δική του Ιστορία.

world-bank-5-638Είναι ένα σύστημα σαφώς διακριτό από την προηγούμενη κατάστασή του κατά τον Μεσοπόλεμο και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο άρχισε να συγκροτείται στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο στρατόπεδο των συμμάχων, με την ηγεμονική συμβολή των ΗΠΑ και μορφοποιήθηκε μετά το τέλος του με την αποβολή της ΕΣΣΔ, το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ. Η ιδεολογία του ήταν αυτή του αντικομμουνισμού και μέσω αυτής μπόρεσε να διασπάσει και να στρατολογήσει την προηγούμενη πολιτική ελίτ, αυτή των new dealers,  στις ΗΠΑ. Πολιτικός στόχος του ήταν η  ενσωμάτωση μέσω της αναδιάρθρωσης του «χωρικού κενού» που άφηναν οι καταρρέουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη νέα κατάσταση. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία νέων κρατών, το άνοιγμα των αγορών όλων αυτών των χωρών στην οικονομία των ΗΠΑ, την καταστροφή των τοπικών ελίτ ή την απορρόφηση τους από τις νέες που εγκαθιστούσαν οι ΗΠΑ. Αυτό το οποίο ενδιέφερε πρωτίστως δεν ήταν η «εγκατάσταση» φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων στη νέα συνθήκη, όπως γράφονταν στα λογής μανιφέστα και διακηρύξεις της εποχής,  αλλά η «εγκατάσταση» καθεστώτων λειτουργικών, που θα λάμβαναν υπ’ όψιν τις προτεραιότητες της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, την περικύκλωση του κομμουνιστικού κινδύνου, δηλαδή και τις ανάγκες της αμερικάνικης οικονομίας, την εξασφάλιση φθηνών πρώτων υλών και την αυξανόμενη ζήτηση για τα αμερικάνικα προϊόντα. Για αντάλλαγμα προσφέρθηκε ένα δομημένο με ιεραρχίες και κανόνες λειτουργικό χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο εγγυόνταν οι νέοι θεσμοί, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η ανακύκλωση των αμερικάνικων πλεονασμάτων στις υπό συγκρότηση οικονομίες και η -σε πρώτο στάδιο – απαγόρευση εξαγωγής συναλλάγματος από την υπό ανοικοδόμηση Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.  Μέσα σε αυτό το σύστημα ανασυγκροτήθηκαν οι οικονομίες των χωρών της Ν.Α Ασίας με κέντρο την Ιαπωνία, ανασυγκροτήθηκε και η Ευρώπη με κέντρο τη Γερμανία και τη Γαλλία μέσα από έναν νέο θεσμό την ΕΟΚ, δομημένο στις ανάγκες του νέου συστήματος.

marshall plan

 O πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, υπογράφει το σχέδιο Μάρσαλ

Η μετατροπή του συστήματος σε αυτοκρατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου δε θα μπορούσε να έχει συντελεστεί χωρίς τη συγκρότηση της «Διατλαντικής άρχουσας τάξης», μιας άρχουσας τάξης που εδράζεται στο αγγλοσαξωνικό έθος, που φοιτά στα ίδια Πανεπιστήμια και εργάζεται στους μεγάλους θεσμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πριν πάρει το δρόμο της για την πολιτική. Η ελίτ αυτή έχει για πολιτικά κόμματα και «οργανικό διανοούμενο» τα πανεπιστήμια της Ivy League και τα μεγάλα και παραδοσιακά Βρετανικά Πανεπιστήμια. Στην ελίτ αυτή στρατολογήθηκαν σε πρώτη φάση οι newdealers πάνω στη διαιρετική τομή κομμουνισμός-αντικομμουνισμός, την περίοδο που μόλις άρχισαν να συγκροτούνται σε σώμα οι φονταμενταλιστές του Μοντ-Πελερίν. Οι νεοφιλελεύθεροι κέρδισαν την ηγεμονία, προβάλλοντας στον σκληρό πυρήνα του προγράμματός τους την απέχθεια για τη δημοκρατία. Αυτή η ελίτ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση των μετακομμουνιστικών καθεστώτων, στρατολόγησε προβάλλοντας την πολιτισμική ανωτερότητα της Δύσης έναντι της Ανατολής. Τα κατάφεραν, καθώς σήμερα το “thanks giving” εορτάζεται από Ρουμάνους αποφοίτους των αμερικανικών πανεπιστημίων οι οποίοι υπηρετούν σε πολιτικές θέσεις στο Βουκουρέστι.

Η συνοχή του συστήματος δοκιμάστηκε σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο σε τοπικές όσο και σε περιφερειακές διενέξεις. Δοκιμάστηκε η πλαστικότητά του σε διαφορές στρατηγικής αντίληψης των συμμετεχόντων, διαφορές σχετικές με τα ιδιαίτερα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων λόγω του πρόσφατου αποικιακού παρελθόντος τους, δοκιμάστηκε η αντοχή του με την κρίση του στασιμοπληθωρισμού, με τον πληθωρισμό του δολαρίου και την έξοδο των ΗΠΑ από το  Bretton Woods. (Όταν ο υπ. οικονομικών των ΗΠΑ είπε στον Γάλλο ομόλογο του για το δολάριο «νόμισμά μας, πρόβλημά σας») Το σύστημα άντεξε, γιατί εξασφάλιζε αυτά, των οποίων η έλλειψη από την κυρίαρχη ιδεολογία σηματοδότησε τη δεκαετία του ’30 και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή την οικονομική απομόνωση και το φάντασμα του κομμουνισμού.

Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Ιμπεριαλισμός του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ήταν στην ουσία ο  πυλώνας  της δημοκρατικής αφήγησης. Η μεταπολεμική belle époque του καπιταλισμού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ενσωμάτωση του χώρου της αποαποικιοποίησης στον Ιμπεριαλισμό. Η ενσωμάτωση υλοποιήθηκε μέσα  από δυο δρόμους. Ο πρώτος δρόμος ήταν αυτός της πολιτικής, όπου λιγότερο ή περισσότερο συναινετικά, μέσα από την ανατροπή καθεστώτων ή την άσκηση αφόρητων πιέσεων, μια σειρά χωρών υπάχθηκαν στην αλυσίδα. Ο δεύτερος δρόμος ήταν αυτός της οικονομίας, του πλέγματος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τις πολυεθνικές εταιρείες, γεγονός που κατέστησε «υποχρεωτικές» κάποιες επιλογές έναντι άλλων.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το δημοκρατικό consensus οικοδομήθηκε πάνω σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο προϋπόθεση του οποίου υπήρξε το κοινωνικό κράτος. Από αυτού του είδους την πολιτική συγκρότηση κέρδισαν όλοι. Κέρδισαν οι «υποτελείς», γιατί επιτέλους η ζωή στην Ευρώπη άρχισε να  έχει νόημα, καθώς αυτοί δεν ήταν πια έρμαια παραδομένα στην τύχη τους, καθορισμένη από τις καιρικές συνθήκες, τις αρρώστιες και τα εργατικά ατυχήματα. Κέρδισε όμως, κυρίως, η άρχουσα τάξη, γιατί μέσω της διάσπασης της εργατικής τάξης σε πιο προνομιούχα και σε πιο υποτελή στρώματα, μέσω της κοινωνικής κινητικότητας η οποία ήταν συνεχώς ανοδική, άμβλυνε την ταξική πάλη, συγκρότησε μεσοστρώματα, για να στηρίζουν τις πολιτικές επιλογές της και δημιούργησε την «εργατική αριστοκρατία», διακριτό κομμάτι της εργατικής τάξης με πολιτικά καθήκοντα που επωμίστηκε και το βάρος της διαπραγμάτευσης. Όλα αυτά θα ήταν αδιανόητα χωρίς τις μετα-αποικιακές συμφωνίες, χωρίς την ανατροπή καθεστώτων δημοκρατικά εκλεγμένων και την αντικατάσταση τους από κλεπτοκρατίες αφοσιωμένες στη Δύση.

V. Η Ε.Σ.Σ.Δ και το Σύστημα του Ιμπεριαλισμού

Η δεκαετία του ’80 φάνηκε να είναι καθοριστική για τη λειτουργία του συστήματος. Η ΕΣΣΔ φάνηκε να έχει εξαντλήσει τα καύσιμα  των πρόσκαιρων οικονομικών αποτελεσμάτων της δεκαετίας του ’70 και έμπαινε σε περίοδο στασιμότητας και κρίσης. Προάγγελος των δεινών ήταν και η ηλικιακή σύνθεση της ηγεσίας της χώρας, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο μέσος όρος ηλικίας στο Πολιτικό  Γραφείο ήταν τα 75 έτη.

αποχώρηση

Ο Σοβιετικός Στρατός αποχωρεί από το Αφγανιστάν

Η ΕΣΣΔ αποκλεισμένη από τις χρηματαγορές επιχείρησε να δανειστεί  απ’ ευθείας από τις ΗΠΑ και η απάντηση ήταν η γνωστή, «δάνεια έναντι μεταρρυθμίσεων». Η εισβολή στο Αφγανιστάν, η ήττα και το κόστος του πολέμου, η εντεινόμενη κρίση και η έλλειψη ρευστότητας οδήγησαν την πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ στην αποδοχή του πλαισίου του εχθρού έναντι των δανείων. Το τίμημα ήταν η διάλυση. Η διάλυση της ΕΣΣΔ  σήμαινε ότι μια σειρά καθεστώτα στην Αφρική, τη Μέση ανατολή, τη Λατινική Αμερική την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική και ανατολική Ασία  έμεναν απομονωμένα, έρμαια στις διαθέσεις του συστήματος. Η πτώση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» άφησε «ορφανά» σε όλο τον πλανήτη.

Το φαινόμενο της  ενσωμάτωσής τους οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε συνολικά, να το αντιμετωπίσουμε σαν ένα φαινόμενο ιστορικό, σαν μέρος μιας διαδικασίας που άρχισε πριν από το 1990, για κάποιες περιοχές του πλανήτη, να το αντιμετωπίσουμε, αρχικά, σαν στρατηγική του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί τη «δημιουργική καταστροφή» κεφαλαίων. Η ίδια η έννοια της «δημιουργικής καταστροφής», επειδή ακριβώς περιέχει τη λέξη δημιουργία ενσωματώνει την έννοια της επέκτασης, της αναδιάρθρωσης και της εξαγοράς, για να είναι όντως μια δημιουργική καταστροφή. Είναι πάνω από όλα  πολιτικά διευθυνόμενη διαδικασία με στόχο το ξεπέρασμα της ύφεσης μέσω της εξάπλωσης. Μια διαδικασία  που  απαιτεί νέο χώρο, κενό χώρο όπου το κεφάλαιο μέσα σε συνθήκες αποσυμφόρησης, μπορεί να εξαγοράσει, να καταστρέψει, να αναδιαρθρώσει, να κάνει όλα αυτά που περιγράφονται με την λέξη επένδυση  και να δημιουργήσει νέες αξίες. Αυτή η διαδικασία, για δεύτερη φορά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αρχίζει να σχεδιάζεται τη δεκαετία του ’80 και αρχίζει να υλοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του’90, χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο το χρέος και τη δυνατότητα της  ένταξης των «ορφανών του κομμουνισμού» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η  πρώτη φάση  αφορά την Κεντρική και Λατινική Αμερική, τις πρώην χώρες του σοβιετικού μπλοκ μαζί με  τους «δορυφόρους» και την Αφρική. Η δεύτερη φάση αφορά τη ΝΑ Ασία και εκτυλίσσεται μετά το 1997, με αφορμή τη νομισματική κρίση. Η Τρίτη φάση είναι αυτό που συμβαίνει στη Μέση Ανατολή και που σαν σχέδιο άρχισε να ενεργοποιείται από το 2001 και μετά, με αφορμή την επίθεση στους «Δίδυμους Πύργους».

Η γεωπολιτική επιδίωξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν η  απομόνωση  της ΕΣΣΔ από τη διεθνή της επιρροή, η οικονομική της αποδυνάμωση, η διάλυση του ανατολικού μπλοκ (ΕΣΣΔ και «δορυφόροι» που λειτουργούσαν στο γεωπολιτικό σύστημα σαν buffer-states), η διάλυση, τελικά, της ίδιας της ΕΣΣΔ στα «υλικά» από τα οποία είχε συσταθεί, η περικύκλωση της Ρωσίας και η αποικιοποίησή της μέσω της διάλυσης της παραγωγικής της υποδομής. Το σχέδιο της στρατιωτικής ήττας στο πεδίο της μάχης που θα οδηγούσε σε μια άνευ όρων συνθηκολόγηση δε φάνταζε ποτέ και πολύ ρεαλιστικό, αφού η ΕΣΣΔ ήταν πυρηνική υπερδύναμη.

Ο στόχος εν μέρει επετεύχθη, η Ρωσία του Γιέλτσιν ήταν στην ουσία «αποικία» της Δύσης, η Ρωσία σταμάτησε να έχει την οποιαδήποτε διεθνή επιρροή αφού δε διέθετε την απαραίτητη ισχύ για να την επιβάλει. Μέσα σε  αυτό το χρονικό διάστημα έφτασε πολύ κοντά στο να «χάσει» την πολύτιμη γι’ αυτήν περιοχή του Καυκάσου. Παρά τα συμφωνηθέντα, όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες που ήταν  «προσκείμενες» στην ΕΣΣΔ έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών της Βαλτικής. Το ΝΑΤΟ έφτασε να αξιώσει την ένταξη της Γεωργίας, που αποτράπηκε μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, ανέτρεψε με πραξικόπημα  τη φίλα προσκείμενη στη Ρωσία Ουκρανική κυβέρνηση επιχειρώντας την προσάρτηση της Ουκρανίας και την αφαίρεση  από τη Ρωσία του μεγαλύτερου πολεμικού της ναυστάθμου στη Μαύρη Θάλασσα.

Η ΕΣΣΔ δε θα μπορούσε μετά τον πόλεμο να παίξει το ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ. Δε θα  μπορούσε ποτέ να είναι η ηγεμονική δύναμη που θα έδινε τη δυναμική και θα καθόριζε αποφασιστικά την οικοδόμηση του μεταπολεμικού κόσμου. Δε θα μπορούσε ποτέ τόσο να συστήσει όσο  και  να ηγηθεί, τόσο δια του παραδείγματος όσο και δια της ισχύος, στο Σύστημα το οποίο υπήρξε ο πυρήνας της μεταπολεμικής τάξης, στο Ιμπεριαλιστικό Σύστημα. Η ΕΣΣΔ ήταν το «κουφάρι» μιας ηττημένης επανάστασης ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και δεν υπήρχε η οποιαδήποτε διάθεση να «ποντάρει» πολιτικά το ίδιο «στοίχημα» μετά τον πόλεμο. Ήδη από το 1943 επιχειρούσε να ενταχθεί στο σύστημα διακανονισμών του μεταπολεμικού κόσμου από το οποίο και αποβλήθηκε το 1947. Η ΕΣΣΔ υπήρξε παράδειγμα χώρας που καταστράφηκε από τον πόλεμο και το μόνο που επιθυμούσε ήταν η επανάκαμψη και λειτουργία της οικονομίας της, το χτίσιμο από την αρχή της παραγωγικής της βάσης και των υποδομών της, τη λειτουργία της ως κράτους σε ένα σύστημα ασφαλείας με τέτοιου είδους εγγυήσεις που δε θα επέτρεπαν να επαναληφθεί ένα νέο 1941 στο μέλλον.

Οι ΗΠΑ βγήκαν από τον πόλεμο έχοντας συγκεντρώσει παραγωγική δυνατότητα όση ο υπόλοιπος πλανήτης μαζί, με τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα και κυρίως με την απόφαση να ηγηθούν, να συστήσουν τον μεταπολεμικό κόσμο σύμφωνα με το υπόδειγμα τους, ώστε να μην  μπορέσουν να υπάρξουν για δεύτερη φορά οι αιτίες εκείνες που κατά τη γνώμη τους ευθύνονταν για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου από το τέλος του  Πολέμου μέχρι την πτώση της, η ΕΣΣΔ έδρασε αμυντικά, έδρασε σαν δύναμη αναθεωρητική του παγκόσμιου συστήματος ισχύος με γνώμονα την αυτοσυντήρηση.

VI. Η Ρωσία ως αναθεωρητική Δύναμη – Σύγκριση με τη Γερμανία του Μεσοπολέμου

Η Ρωσία, το διάδοχο στη γεωπολιτική σχήμα, συνέχιζε να δρα με αυτό τον τρόπο. Η Ρωσία άρχισε να ανακάμπτει από τη χρεοκοπία του 1998, από το 2000 και μετά, βασιζόμενη στις εξαγωγές  πρώτων υλών, με σημαντικότερες το πετρέλαιο  και το φυσικό αέριο. Κυρίως όμως βασίστηκε στην επανάκτηση μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση  να αποκτήσει προσόδους ώστε να μπορέσει να στήσει ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας, να επενδύσει σε θεσμούς όπως τα πανεπιστήμια, να στήσει σχεδόν από την αρχή την πολεμική βιομηχανία. Ο γεωπολιτικός ρόλος της Ρωσίας είναι ο ίδιος με αυτόν της πρώην ΕΣΣΔ. Η Ρωσία είναι αναθεωρητική, της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, δύναμη. Η στρατηγική της Ρωσίας  αποσκοπεί στην αποφυγή της περικύκλωσης, είναι αμυντική στρατηγική.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ρωσία κατατάσσεται το 2015 στην 15η θέση από την άποψη του μεγέθους του ΑΕΠ της ($1176 δις), πίσω από τη Βραζιλία που είναι 8η ($1904 δις) και σε χαώδη απόσταση από τις ΗΠΑ που βρίσκονται στην πρώτη θέση με $18125 δις. Στο «κατά κεφαλήν ΑΕΠ» που είναι κατά κάποιο τρόπο δείκτης δυναμικότητας μιας οικονομίας και είθισται να διαχωρίζει τις οικονομίες της «πρώτης ταχύτητας» από τις άλλες, το 2015 η Ρωσία κατατάσσεται 74η, πίσω από την Τσεχία που είναι 42η ή την Ολλανδία που είναι 15η. Αν επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε δε τις εξοπλιστικές δαπάνες της Ρωσίας με αυτές των ΗΠΑ θα καταλάβουμε αμέσως ότι δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη. Η ίδια η Ρώσικη άρχουσα τάξη δεν έγινε ποτέ μέλος της αγγλοσαξωνικής «διατλαντικής άρχουσας τάξης». Ακόμη και μετά την «Πτώση του Τείχους» και τη διολίσθησή της στο επίπεδο της αποικίας, η άρχουσα τάξη της ήταν πάντα για τους άλλους ένας παρείσακτος, ένας περιθωριακός, ένας παρίας.

Η Ρωσία συναλλάσσεται με τον υπόλοιπο κόσμο με το νόμισμα του «εχθρού», που είναι συνθήκη υποχρεωτική και τα συναλλαγματικά της αποθέματα είναι επίσης στο νόμισμα του «εχθρού». Η Ρωσική οικονομία είναι οικονομία «αναπτυσσόμενης χώρας»  αφού βασίζεται στην εξαγωγή ακατέργαστων πρώτων υλών. Δεν μπορεί να ελέγξει την αξία του νομίσματός της (νομισματική κυριαρχία) σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή για παράδειγμα, γιατί η αξία του νομίσματός της είναι συνάρτηση της αξίας του κύριου εμπορεύματος που διαθέτει για εξαγωγή, του πετρελαίου.

Είναι χώρα της «υποτελούς χρηματιστικοποίησης».  Η «υποτελής χρηματιστικοποίηση» επιβλήθηκε από τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με στόχο τον έλεγχο των οικονομιών των «αναπτυσσόμενων χωρών». Καθορίστηκε ότι οι ροές κεφαλαίων  δε θα ελέγχονταν πια από τις κυβερνήσεις αλλά από ιδιωτικά ιδρύματα, με στόχο προφανώς να καθοριστεί το πρόσημο των ροών – από και προς – τις «αναπτυσσόμενες χώρες». Επιβλήθηκε πολιτική «αυτασφάλισης», επιβάλλοντας στις Κεντρικές Τράπεζες αυτών των χωρών τη διατήρηση πανάκριβων αποθεματικών, σε αναλογία με τις εξαγωγές και την εγχώρια νομισματική ανάπτυξη. Η «αυτασφάλιση» επιβλήθηκε ενεργητικά από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Επιβλήθηκε, για λόγους που αφορούσαν  την αποφυγή του πληθωρισμού, η σύνδεση του εθνικού νομίσματος με «σκληρά νομίσματα», που από μόνο του οδήγησε σε υψηλά εγχώρια επιτόκια δανεισμού, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο δανεισμός από το εξωτερικό ακόμη και για τοποθέτηση σε εγχώριους τίτλους.

Στην περίπτωση της Ρωσίας δε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο πολιτικός έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις ΗΠΑ λειτουργεί με συσωρευτικό τρόπο αρνητικά για την οικονομία της. Οι αξιολογήσεις της Ρωσικής Οικονομίας ανεβάζουν το κόστος δανεισμού στα ύψη και οι κυρώσεις λειτουργούν υφεσιακά για την οικονομία της, κλείνοντας τις οδούς χρηματοδότησής της.

Είναι μια από τις κορυφαίες χώρες στην παραγωγή στρατιωτικής τεχνολογίας, αλλά τις καινοτομίες αυτού του τομέα  αδυνατεί κυριολεκτικά να τις μεταφέρει στη βιομηχανία, να τις κάνει παραγωγικές επενδύσεις, να παράγει ανταγωνιστικά για την Παγκόσμια Αγορά. Για το θέμα αυτό μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση, τμήμα της οποίας πρέπει να αφιερωθεί στην ίδια τη Ρώσικη αστική τάξη. Να δούμε πως ακριβώς άρχισε να συγκροτείται ως τέτοια στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, την καταγωγή της και την ιδιοσυστασία της, την ιδεολογική της συγκρότηση, το πώς αντιλαμβάνεται τον προορισμό της στον κόσμο. Αυτό όμως παραμένει η μια πλευρά του ζητήματος που αφορά την εγγενή αδυναμία της Ρωσικής οικονομίας. Η άλλη πλευρά αφορά τους πολιτικούς περιορισμούς που τίθενται για τη συμμετοχή της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά, λειτουργώντας ως αντικίνητρο για την επένδυση σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.

Στον καπιταλισμό ο χρόνος και η ιστορία παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο «πρώτος» δημιουργεί πολιτικό περιβάλλον και γεωπολιτικές συνθήκες ανταγωνισμού αποτρεπτικές για τον «δεύτερο» και τον «τρίτο». Για να φτάσει η Ρωσία να ανταγωνίζεται τις χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα πρέπει να κερδίσει τις μάχες στη γεωπολιτική σκακιέρα, να «στήσει» μια παγκόσμια επιρροή και να αυξήσει την οικονομία της. Να δράσει δηλαδή ως αναθεωρητική δύναμη.

Για τη Γερμανία του Βίσμαρκ λεγόταν ότι  «είναι πολύ μικρή για να γίνει Αυτοκρατορία, πολύ μεγάλη όμως για να είναι μια περιφερειακή δύναμη». Αυτό λεγόταν από ανθρώπους που είχαν επίγνωση του ρόλου που παίζει το «μέγεθος» στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, στη χάραξη της στρατηγικής ενός κράτους. Η Γερμανία ήταν  ιμπεριαλιστική δύναμη δρώντας αναθεωρητικά ως προς τα σχέδια της ηγεμονικής δύναμης της περιόδου μέχρι τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο θέμα των αποικιών. Η Γερμανία παρά την ήττα της στον πόλεμο, παρά την «καρχηδονιακή ειρήνη» που της επιβλήθηκε μέσα από τη συνθήκη των Βερσαλλιών είχε τη δυνατότητα να δρα αναθεωρητικά σαν ιμπεριαλιστική δύναμη. Ήταν μια μεγάλη οικονομία και τα βιομηχανικά καρτέλ της έπαιρναν έργα σε όλο τον κόσμο ενώ προμήθευαν με κεφαλαιουχικά ακόμη και τους σημαντικότερους ανταγωνιστές της όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η Γερμανική οικονομία και οι Γερμανικές επιχειρήσεις δέχθηκαν γενναιόδωρες ενέσεις κεφαλαίου από τις ΗΠΑ, ενώ οι ΗΠΑ πίεσαν αφόρητα δυο φορές στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να διακανονιστούν ευνοϊκά για τη Γερμανία οι οικονομικές της υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Η σχέση λοιπόν της Γερμανίας με την παγκόσμια ελίτ και οι παγκόσμιες ισορροπίες τής επέτρεψαν στο Μεσοπόλεμο  να βάλει σε λειτουργία το σχέδιο της Mitteleuropa, να μετατρέψει δηλαδή την κεντρική Ευρώπη σε Γερμανικό «ζωτικό χώρο». Οι Γερμανικές επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να αξιώσουν μεγάλα έργα όπως τη ναυσιπλοΐα στο Δούναβη. Προαγόραζαν την αγροτική σοδειά χωρών όπως η Τσεχία πληρώνοντας με τεχνογνωσία, εργαλεία και αγροτικά εφόδια. Αυτή λοιπόν είναι η επιτομή της αναθεωρητικής, της παγκόσμιας τάξης δύναμης που είναι συνάμα μέτοχος στο καρτέλ του ιμπεριαλισμού και με την πολιτική της αναθεώρησης κάνει επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της ώστε αργότερα, όταν ανοίξει συνολικά το ζήτημα της παγκόσμιας τάξης να παλέψει τη θέση της, ανάμεσα στους πρώτους, με καλύτερους όρους. Η υπόθεση της Ρωσίας είναι τελείως διαφορετική, όχι μόνο γιατί δεν έχει ανάλογες διασυνδέσεις με το παγκόσμιο κεφάλαιο, όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να παλέψει ανταγωνιστικά με τους αντιπάλους της στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά γιατί κάθε μάχη που δίνει είναι μάχη αμυντική, μάχη για την τελική επιβίωση.

3 responses to “Συρία, Μέση Ανατολή και Αυτοκρατορία – μέρος α

  1. Παράθεμα: ΣΥΡΙΑ, ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ – ΜΕΡΟΣ Α | Ώρα Κοινής Ανησυχίας·

  2. καρολε αν θες να γραψεις κατι επι του περιεχομενου ευχαριστως. Για την ουσια δηλαδη. Αν θες να κανεις χαρακτηρισμους τραβα σε κανα ιστοχωρο της ΟΑΚΚΕ να ζητησεις βοηθεια. Δεν ειμαστε υποχρεωμενοι να δημοσιευουμε σχολια των 3 λεξεων μονο με υβριστικο περιεχομενο. Κατα τα αλλα καλη χρονια και με υγεια.

    Μου αρέσει!

  3. http://dea.org.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%B2%CF%8C%CE%BC%CE%B2%CE%B5%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF-%CE%B9%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82

    «Το ΙΚ […] βρίσκει υποστήριξη ή έστω ανοχή ως «μικρότερο κακό» όσο ολόκληροι πληθυσμοί αισθάνονται πως κινδυνεύουν θανάσιμα από καθεστώτα όπως του Άσαντ […] Με αυτά τα δεδομένα, δείχνει αδιανόητη η σκέψη πως μπορούν να σταματήσουν την ανάπτυξή του όλες οι εκδοχές ξένης παρέμβασης: Είτε μια συμμαχία των «δυτικών σταυροφόρων» […] Είτε η ρωσική υποστήριξη στο καθεστώς Άσαντ, η παραμονή του οποίου στην εξουσία διασφαλίζει μια βάση στήριξης στο ΙΚ: Όχι άδικα, πολλοί ακτιβιστές τούς περιγράφουν ως «δύο όψεις του ίδιου επικίνδυνου νομίσματος«.»

    Να λοιπόν ποιος είναι ο τρόπος να αντιμετωπιστεί το ISIS. Να φύγει ο Άσσαντ (σε σχέση με τον οποίον μάλιστα το ISIS είναι το «μικρότερο κακό»), ώστε να πάψει να έχει βάση στήριξης το ISIS. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον αρθρογράφο που κατάφερε να παίξει με τόση μαεστρία με τις λέξεις για να μας πει συγκαλυμμένα-συγκαλυμμένα ότι τελικά αυτό που πρέπει να γίνει είναι να φύγει ο Άσσαντ – να, ορίστε, το λένε άλλωστε και «πολλοί ακτιβιστές» (που φυσικά δεν κατονομάζονται).

    Πολύ ωραία επίσης η εικόνα που κοσμεί το άρθρο και απεικονίζει όλες τις μεγάλες δυνάμεις να πετάνε αδελφωμένες στους ουρανούς της Συρίας- κοιτάζοντάς την δεν καταλαβαίνεις ότι έχουν κάποια αντιπαράθεση μεταξύ τους όλοι αυτοί.

    Και ποια τα καθήκοντα για εμάς εδώ στις χώρες της Δύσης; «Να βάλουμε φρένο στις πολεμικές εξορμήσεις των «δικών μας» κυβερνήσεων«. Xαλαρά ρε παιδί μου, να τους βάλουμε και λίγο φρένο, δεν είναι ότι πολεμάνε εκεί ήδη οι κυβερνήσεις μας και πρέπει να παλέψουμε για την ήττα τους.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε