Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και «η αλλαγή της εκλογικής ατζέντας»

https://i0.wp.com/www1.rizospastis.gr/getImage.doΜπροστά στο αίσχος των στρατοπέδων συγκέντρωσης η αριστερά στο σύνολό της επέδειξε καταρχήν υγιή αντανακλαστικά. Ο Ριζοσπάστης και η Αυγή τουλάχιστον, την επόμενη μέρα ανέδειξαν το ζήτημα σε πρώτο θέμα. Οπωσδήποτε σημαντική παρέμβαση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, γιατί θα πρέπει εδώ να προσμετρήσουμε πως πολλές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν θεώρησαν προφανώς το θέμα αρκετά σοβαρό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με εξαίρεση το ΣΕΚ, δεν έκανε την παραμικρή ανακοίνωση. Η ΚΟΕ το ίδιο. Όπως και να χει, το ΚΚΕ, η γύρω από τον ΣΥΝ αριστερά και ένα τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής, επέδειξαν καταρχήν κάποια βασικά ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά. Στοιχειώδη μεν, καθόλου αυτονόητα όμως, αφού και τα βασικά ακόμα στις μέρες μας έχουν γίνει ζητούμενα.

Όμως, στη βάση της ρητορείας τους βρίσκεται η λανθασμένη εκτίμηση πως η κυβερνητική ρατσιστική καμπάνια αποτελεί μόνο μια ντρίμπλα των «δυνάμεων του μνημονίου» για να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τα πραγματικά του προβλήματα που είναι η ανεργία και η φτώχια. Μια προσπάθειά τους για να αλλάξουν την προεκλογική ατζέντα. Μάλιστα, συνοδεύεται συνήθως με την πρόγνωση – ευχή πως δεν θα τσιμπήσει ο κόσμος.

Καταρχήν να σημειώσουμε εδώ πως τη ρατσιστική καμπάνια δεν στηρίζουν μόνο οι «δυνάμεις του μνημονίου», αλλά και η αντιμνημονιακή δεξιά, η ακροδεξιά και η μισομνημονιακή ΔημΑρ. Δηλαδή, την ρατσιστική καμπάνια καλύπτουν πολιτικά όλες εκείνες οι δυνάμεις που με τον ένα ή άλλο τρόπο, με ευρώ ή με δραχμή, θεωρούν χρέος τους να στηρίξουν το καπιταλιστικό σύστημα. Συνολικά το φάσμα του ρατσισμού, δεν αφορά μόνο τον κόσμο που στηρίζει τα δυο μνημονιακά κόμματα, αλλά και εκείνο το «αγανακτισμένο» τμήμα με το οποίο ορισμένοι επιδιώκουν να χτίσουν το πλατύ αντιμνημονιακό μέτωπο και το νέο ΕΑΜ. Αλλά σε αυτό θα επεκταθούμε αργότερα.

Η διαπίστωση πως η ρατσιστική καμπάνια γίνεται αποκλειστικά για προεκλογικούς λόγους με στόχο τη συρρίκνωση της αριστεράς μπορεί να σημαίνει την παραδοχή μόνο δύο πραγμάτων: Είτε 1) ότι ο ελληνικός λαός είναι βαθειά ρατσιστής, και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε μπροστά στο «πρόβλημα» των μεταναστών να ξεχνά τα πραγματικά του προβλήματα, την φτώχια, την ανεργία, κλπ, είτε 2) πως από τη στιγμή που παραδέχεται κανείς ότι «οι μετανάστες αποτελούν πρόβλημα» τότε η πολιτική της αριστεράς αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική από των ρατσιστών για να το λύσουν. Αν δεν συμβαίνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν θα έπρεπε να είχε πρόβλημα η αριστερά με την μετατόπιση της εκλογικής ατζέντας στο ζήτημα των μεταναστών. Βεβαίως έχει πρόβλημα, γιατί στην πραγματικότητα ισχύουν και οι δυο παραπάνω λόγοι.

1) Είναι οι έλληνες ρατσιστές;

Η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά ποτισμένη με το ρατσιστικό δηλητήριο. Πριν το μνημόνιο, τις «καλές» εποχές, η ελληνική κοινωνία δεν έδειξε να εξοργίζεται με τα σκλαβοπάζαρα της φράουλας στην Αμαλιάδα. Μια συμπεριφορά που η εργατική τάξη δεν έδειξε να διαφοροποιείται. Ούτε όταν οι κανακάρηδες των καλών οικογενειών στην Αμάρυνθο βίαζαν ομαδικά τη Βουλγάρα με την κάλυψη των γονιών τους. Ούτε όταν στην Ηγουμενίτσα βγήκαν οι κυνηγοί μεταναστών. Αντίθετα, ένοιωθε ψυχικά κοντά σε όσους έβαλαν στη θέση τους τους αλβανούς που τόλμησαν να πανηγυρίσουν την νίκη της εθνικής τους στο ποδόσφαιρο (Σεπτέμβριος 2004) ενάντια στην εθνική Ελλάδος. Κι αν το πογκρόμ των ελληναράδων τότε στοίχησε τη ζωή ενός αλβανού ποιος το θυμάται;

Μπορεί να υποθέσει κανείς πως τώρα, μετά τα μνημόνια, ο ελληνικός λαός έγινε λιγότερο ρατσιστής; Φυσικά, οι πολιτικές του μνημονίου έχουν διαλύσει την καθημερινή ζωή του ελληνικού λαού. Όμως, αυτό δεν τον κάνει αυτόματα αλληλέγγυο με τους απόκληρους μετανάστες. Στα χώρια της Κοζάνης δεν σκέφτηκαν να διαδηλώσουν για τίποτα επί δύο χρόνια της λαίλαπας του μνημονίου. Ούτε για τις περικοπές, ούτε για τη φτώχια, ούτε για την ανεργία. Όμως κινητοποιήθηκαν αμέσως στην προοπτική να γίνει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά τους, επειδή δεν θέλουν τους μετανάστες δίπλα τους. Και ευτυχώς που βρέθηκε ένας ανθρωπιστής επίσκοπος και έσωσε την τιμή του ρατσιστικού ποιμνίου του. Άλλωστε, για να θυμηθούμε και τον Ευριπίδη «…οἱ δυστυχεῖς γὰρ τοῖσιν δυστυχεστέροις αὐτοὶ κακῶς πράξαντες οὐ φρονοῦσιν εὖ». (Όταν οι δυστυχείς κακοπάθουν δυσανασχετούν με τους πιο δυστυχισμένους).

Βέβαια, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συνάδει καθόλου με την εικόνα του «αγνού λαού» με την οποία θέλει η αριστερά να αποκοιμίζει τον εαυτό της και τον ίδιο τον λαό. Πολύ περισσότερο, που τμήματα της αριστεράς έχουν ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση, καθώς όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν με ρατσιστικές συμπεριφορές, όταν αυτές παρουσιάζονταν, αλλά τις συγκάλυπταν με την αδιαφορία τους. Αλλά και το τμήμα εκείνο της αριστεράς που στεκόταν αλληλέγγυο στους μετανάστες όλα αυτά τα χρόνια ακολουθούσε μια απολογητική ταχτική που μπορεί να συνοψισθεί στο «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα». Ποτέ δεν μίλησε ανοιχτά για τα αυτονόητα. Πως οι μετανάστες αποτελούν ευλογία για μια κοινωνία, αφού χωρίς να έχει ξοδέψει ούτε ένα ευρώ για την εκπαίδευσή τους και για την περίθαλψή τους, τους δέχεται σε μια εργασιακά ώριμη ηλικία για να τους ξεζουμίσει. Πως δεν είναι δυνατόν τα σύνορα να είναι ανοιχτά για τα εμπορεύματα, για το κεφάλαιο και για τους πλούσιους και να είναι κλειστά μόνο για τους φτωχούς. Αντ’ αυτού ασκούνταν σε μια λογική «ρεαλιστικών προτάσεων». Να «συζητήσουμε» πόσοι χωράνε, να «συζητήσουμε» τι θα κάνουμε με όλους αυτούς που βρίσκονται στην χώρα «μας», «να συζητήσουμε» μέτρα για να μην φεύγει ο κόσμος από τις χώρες του, κλπ, κλπ. Ήδη αποδέχθηκε να παίζει στο γήπεδο του αντιπάλου. Έτσι, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αποξαρχής, όταν η συσσώρευση των μεταναστών και η διαχείρισή τους από ένα ρατσιστικό κράτος και μια ρατσιστική κοινωνία, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.

2) Είναι οι μετανάστες πρόβλημα;

Η κατάσταση είναι πραγματικά δύσκολη σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, σε μερικές περιοχές μάλιστα είναι αφόρητη και απαιτεί άμεσα μέτρα. Και εδώ για μια ακόμη φορά η αριστερά το ρίχνει στην κοινωνική ανάλυση αντί να υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική. Η κοινωνιολογική ανάλυση που φωτίζει τα βαθύτερα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι χρήσιμη στην πολιτική μόνο στο βαθμό που οδηγεί σε ορθά πολιτικά συμπεράσματα και δράση. Φυσικά είναι σωστό πως η πολιτική των κυβερνήσεων είναι αυτή που δημιούργησε τα γκέτο στο κέντρο της Αθήνας. Φυσικά είναι σωστό πως η κρίση και η φτωχοποίηση έχει διογκώσει το πρόβλημα. Σύμφωνοι. Και από κει και πέρα τι; Αυτό που λείπει από την αριστερά δεν είναι η ανάλυση του ζητήματος, αλλά μια πολιτική πρόταση και δράση που να αντιστοιχεί στο πρόβλημα.

Το πρόβλημα της έξαρσης της εγκληματικότητας μικρής και μεγάλης είναι πραγματικά μεγάλο. Όταν αποχωρεί η αστυνομία από κάποιες γειτονιές δεν δημιουργείται μια «ζώνη ανομίας» αλλά ένα γκέτο που κάποιοι άλλοι επιβάλλουν την ΤΑΞΗ τους. Μπορεί να είναι οι πρεζέμποροι και οι σωματέμποροι (ασχέτως εθνικότητας) επιβάλλοντας το νόμο της μαφίας. Στη γειτονιά που υποφέρει από αυτή την κατάσταση οι συμμορίες της χρυσής αυγής μπορούν, με τη συναίνεση των νοικοκυραίων, να πάρουν το νόμο στα χέρια τους επιβάλλοντας τη δική τους τάξη, την τάξη του φασισμού, όπως ήδη συμβαίνει στον Αγ. Παντελεήμονα. Η απουσία της αριστεράς είναι κραυγαλέα.

Απέναντι στην αύξηση της εγκληματικότητας και τη γενικότερη υποβάθμιση των γειτονιών της Αθήνας, η αριστερά θα πρέπει να καλέσει και να πρωτοστατήσει στην οργάνωση λαϊκών πολιτοφυλακών. Λαϊκές πολιτοφυλακές που θα τις συγκροτήσουν έλληνες και μετανάστες από κοινού, καταρχήν για την υπεράσπιση της γειτονιάς τους. Για να την προστατέψουν από την «τάξη» της αστυνομίας του Χρυσοβορίδη, των φασιστών, αλλά και από τις συμμορίες (ελλήνων και ξένων). Αφού η αριστερά εμπιστεύεται τον λαό για να φρενάρει το μνημόνιο και να υπερασπίσει τα κεκτημένα του και τον καλεί επιπλέον «να πάρει και την υπόθεση στα χέρια του», γιατί δεν έχει την ίδια λογική και στο ζήτημα της ασφάλειας; Γιατί δεν τον καλεί να πάρει στα χέρια του και την ασφάλεια της γειτονιάς του ενάντια στην εγκληματικότητα, παρά μόνο καλεί την αστυνομία «να κάνει το καθήκον της»; Γιατί οι πολυδιαφημισμένες λαϊκές συνελεύσεις είναι καλές για να οργανώνουν το εμπόριο της πατάτας, αλλά όχι και την ασφάλεια της συνοικίας οργανώνοντας λαϊκές πολιτοφυλακές;

Και εδώ είναι η ίδια αιτία. Η προσπάθεια της αριστεράς όχι μόνο να αποφύγει τη σύγκρουση, αλλά να μην έρθει καν σε επαφή με τον αντίπαλο. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τώρα είναι ο αντίπαλος που προσπαθεί να συγκρουστεί με την αριστερά, να την υποτάξει ή να την εξαλείψει. Και η αριστερά διαπιστώνει στο σπασμένο κεφάλι της πως δεν έχει καν τη δυνατότητα να αμυνθεί. Γιατί, ακόμη κι αν η αριστερά παριστάνει ότι δεν το βλέπει,  το ρατσιστικό αίσχος των ημερών πάει πολύ πιο βαθιά από την «αλλαγή της εκλογικής ατζέντας».

Προετοιμασίες εμφυλίου πολέμου

Με την ρατσιστική καμπάνια το αστικό κράτος συγκροτεί το στρατόπεδό του. Ο αστισμός χτίζει μια νέα κοινωνική συμμαχία στον άξονα της τάξης και της ασφάλειας. Τα επιχειρήματα των μιντιαρχών και των παρατρεχάμενων του μνημονίου είναι βεβαίως προκλητικά γελοία: Οι αρχιεγκληματίες μιλούν για εγκληματικότητα. Η υγειονομική βόμβα που λέγεται Λοβέρδος, που έχει ήδη διαλύσει κάθε σύστημα υγείας, μιλά για τις αρρώστιες που φέρνουν οι μετανάστες. Οι επαγγελματίες – επιστήμονες της καλλιέργειας του φόβου και του πανικού μιλάν για τον φόβο που δήθεν προκαλούν οι μετανάστες στους νοικοκυραίους. Μην ψάξει κανείς να βρει λογική, άδικος κόπος. Δεν τους ενδιαφέρει να πείσουν λογικούς ανθρώπους, αλλά να φανατίσουν το στρατό τους, γι’ αυτό και απευθύνονται στα πιο ποταπά ανθρώπινα ένστικτα. Μην μας διαφεύγει πως η ρατσιστική καμπάνια συνοδεύεται από μια χυδαία επίθεση στην αριστερά και το συνδικαλισμό (πρωτοφανή από την μεταπολίτευση) που την κατηγορεί πως είναι υπεύθυνη που ήρθε η χώρα σε αυτό το σημείο. Η αριστερά που νομίζει ότι το επίδικο είναι να «πειστεί και να καταλάβει» ο λαός έχει ήδη φάει γκολ από τα αποδυτήρια. Γιατί το ζητούμενο για τους καπιταλιστές και τους κολαούζους τους από όλη αυτή την καμπάνια δεν είναι να πείσουν κανέναν, αλλά να οργανώσουν το στρατόπεδό τους. Και πραγματικά, οργανωτικά αυτή η καμπάνια πηγαίνει χέρι – χέρι με την οικοδόμηση των φασιστικών και ακροδεξιών πολιτοφυλακών και με την αναγγελία πρόσληψης εκατοντάδων, (ή και χιλιάδων) μπάτσων. Νομικά, συμπληρώνεται με την πρόταση της αστυνομίας για νέο νόμο για τις αντιασφυξιογόνες μάσκες στις διαδηλώσεις, με το σχέδιο νόμου του Καμίνη της ΔημΑρ για την απαγόρευση των διαδηλώσεων στην Αθήνα, κλπ, κλπ. Όλα ετούτα ξεπερνούν κατά πολύ την προεκλογική περίοδο.

Και ορίστε τα αποτελέσματα. Την ίδια μέρα που ο Τσίπρας σε συνέντευξη τύπου ανακοίνωνε το εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο αντίπαλος έκανε και αυτός τις δικές του κινήσεις. Ο Χρυσοαυγίδης σε συνεχείς συσκέψεις με μπάτσους και στρατό οργανώνει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αστυνομία ξεκινάει το ίδιο απόγευμα την επιχείρηση «σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας και οι πρώτοι μετανάστες χωρίς χαρτιά αρχίζουν να στοιβάζονται στο μεταγωγών. Οι φασίστες επιτίθονται σε φοιτητές μέσα στην παν/πολη και τραυματίζουν αρκετούς. Ο Σαμαράς δηλώνει πως μόλις βγει στη εξουσία «θα ανακαταλάβει τις πόλεις». Και ενώ οι καπιταλιστές και το κράτος τους κάνουν ετοιμασίες εμφυλίου πολέμου, η αριστερά τους κατηγορεί ότι… επιχειρούν να αλλάξουν την εκλογική ατζέντα. Αλλά τι να λέμε τώρα; Εδώ βγήκε ο Γιομπαζολιάς και είπε να στείλουμε τους μετανάστες στα ξερονήσια και οι σύντροφοί του στην ΔημΑρ (τουλάχιστον όσοι πέρασαν από τη Μακρόνησο και το Παρθένι) αντί να τον πάρουν με τις κλωτσιές, κάθονται και καμαρώνουν τον υποψήφιό τους.

Αυτή η στάση δεν οφείλεται μόνο στην λατρεία της αστικής δημοκρατίας που αισθάνεται μεγάλο τμήμα της αριστεράς. Οφείλεται περισσότερο σε μια εντελώς λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας. Μετά από απανωτές ήττες του κινήματος που δεν κατάφεραν να ανακόψουν τη μνημονιακή λαίλαπα, την ώρα που η ακροδεξιά βγαίνει πιο δυναμωμένη από ποτέ, η αριστερά χαρακτηρίζει την προσδοκόμενη αύξηση των ποσοστών της σαν «ιστορική ευκαιρία».

Ο ρατσισμός και η δεξιά στροφή

Στη βάση της έξαρσης του ρατσισμού βρίσκεται η ήττα του κινήματος τα δυο τελευταία χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα. Ο λαός παρά τις σκληρές μάχες, παρά τις πολλές απεργίες, παρά τις αδιάλειπτες κινητοποιήσεις δεν κατάφερε να ανακόψει τον αντίπαλο. Η παραδοχή αυτής της απλής αλήθειας δεν φαίνεται να απασχολεί την αριστερά στο σύνολό της (ίσως γιατί θα έπρεπε να αναζητήσει και τις όποιες δικές της ευθύνες για αυτό το αποτέλεσμα). Στην χειρότερη περίπτωση μιλά για «ιστορική ευκαιρία» για την αριστερά, στην καλύτερη για «αγώνα διαρκείας». Συνεπώς, κάθε συζήτηση για το πώς προχωράμε από δω και πέρα ξεκινάει από λάθος βάση, από μια εξιδανικευμένη ανάγνωση της πραγματικότητας. Κι όμως είναι μια πάρα πολύ απλή αλήθεια πως όταν δύο δίνουν μια μάχη και ο ένας χάνει ο άλλος κερδίζει. Και αυτό που βλέπουμε τώρα είναι η προσπάθεια του αστισμού να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη του στο χτίσιμο μιας νέας κοινωνικής ισορροπίας στη θέση της προηγούμενης μεταπολιτευτικής που διαλύθηκε ανεπιστρεπτί. Φυσικά, δεν είναι μια τελειωμένη υπόθεση, αλλά όσο η αριστερά συνεχίζει να στρουθοκαμηλίζει δεν βοηθά ούτε τον λαό, ούτε τον εαυτό της.

Στη βάση της κοινωνικής ήττας, αποτέλεσμα και συνεπικουρία της, είναι και η πραγματικότητα πως τον αντιμνημονιακό αγώνα τον κέρδισε η δεξιά. Ή για να ακριβολογούμε, τα κέρδη της αριστεράς από τη διάλυση της δικομματικής κοινωνικής ισορροπίας είναι πολύ λιγότερα από της δεξιάς. Εκτός κι αν θεωρεί κανείς αριστερούς τον Καμένο, την Κατσέλη και τον Κουβέλη των ισοδύναμων. Για να μην μιλήσουμε για τη διάλυση του ΛΑΟΣ προς όφελος των ναζιστών. Και εδώ βέβαια η αριστερά έχει τεράστιες ευθύνες. Προτίμησε να υποκλιθεί στις αυταπάτες και τις ιδεοληψίες του «κόσμου της αγανάκτησης» αντί να συγκρουστεί με αυτές προβάλλοντας το δικό της πρόταγμα. Ο κόσμος που όταν κατέβαινε με τις γαλανόλευκες στο Σύνταγμα το καλοκαίρι (και χτυπούσε και κανένα μετανάστη παρεμπιπτόντως) η αριστερά αυτή τον εκθείαζε, και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να κριτικάρει τον οπορτουνισμό της. Ήταν ο «αγνός λαός του νέου ΕΑΜ» και η αριστερά θεωρούσε καθήκον της να τον γλύφει. Φυσικά, και θα μπορούσε αυτός ο κόσμος να κερδηθεί από την αριστερά, και ίσως να μπορεί και ακόμη. Αλλά όχι γλύφοντας τις πατριωτικές και απολίτικες αυταπάτες του, αλλά πολεμώντας τις. Όχι κρύβοντας τις σημαίες μας αλλά ξεδιπλώνοντάς τις.

Ακόμη περισσότερο, η αριστερά θεωρώντας δεδομένο τον κόσμο της, τον άφησε έκθετο στον διάχυτο εθνικοπατριωτισμό της αγανάκτησης. Έκθετο στις «παρελάσεις του λαού», στην «νέα κατοχή», στην «νέα εθνική αναγέννηση». Για να διαπιστώσει σε λίγο καιρό πως ούτε οι δικές τις γραμμές έχουν αντισώματα στο ρατσιστικό δηλητήριο. Και ο λόγος είναι πως ο εθνικοπατριωτισμός βρίσκεται πιο κοντά στο ρατσιστικό ιδεώδες παρά στο κομμουνιστικό.

Ίσως δεν είναι αργά ακόμη. Όμως για μια αλλαγή του ζοφερού κλίματος του ρατσισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, θα πρέπει να αλλάξει και η στάση της αριστεράς. Τα αναμφισβήτητα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά που έδειξε να μετατραπούν σε τολμηρή πολιτική δράση. Και κυρίως να μην διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με το ρατσισμό του «αγνού λαού» ακόμη κι αν αυτό πρόσκαιρα θα την φέρει σε σύγκρουση μαζί του. Είναι όμως ο μόνος τρόπος για να συγκροτήσουμε το δικό μας στρατόπεδο μπροστά στις μάχες που θα δοθούν αύριο.

Κ. Ρουσίτης

6 σκέψεις σχετικά με το “Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και «η αλλαγή της εκλογικής ατζέντας»

Add yours

  1. Διακρίνω το άρθρο σαν τη μόνη σοβαρή ανάλυση της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης που έχω διαβάσει και περαιτέρω βάζει σωστά την ανεπάρκεια της αριστεράς και την ήττα που υφίσταται κάθε μέρα σε όλα τα επίπεδα. Ποιά αριστερά όμως ? Βάζουμε την «καθεστωτική» αριστερά στο ίδιο καλάθι με την μαχόμενη (έστω με την πανσπερμία της)? Βλέπω ότι ούτως ή άλλως το υπερσύνολο της αριστεράς είναι μειοψηφία (με μεγάλο εκλογικό ποσοστό βέβαια – άσχετα άν με αυτό το ποσοστό το Ζαχαριαδικό ΚΚΕ θα είχε ανατρέψει όλη την Ευρώπη!) αλλά άν κάποιος θέλει να αλλάξει ορισμένα πράγματα με το σταυρό στο χέρι πρέπει, τουλάχιστον, να συγκροτήσει πλειοψηφικά μέτωπα (ακόμα και άν η ιστορία δεν τρέφει συμπάθεια για τέτοια εγχειρήματα). Εν ολίγοις, δεν θα λυθεί το πρόβλημα της αριστεράς ούτε με τόννους αναλύσεων, ούτε μετά από χρόνια αυτοκριτικής, αλλά, όπως τόνισες, με πρωτοβουλίες δράσης, παρέμβασης, κοινωνικής αλληλεγγύης κ.α.
    Δεν κατάλαβα καλά προτείνεις vigilantes της αριστεράς? Μόνο άν υπάρξει λαϊκή εξουσία, αλλιώς μυρίζει εμφύλιο.
    Βέβαια και για τις ηγεσίες της αριστεράς ισχύει ότι έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν.
    Το αδιέξοδο της αριστεράς των ψευδαισθήσεων θα επιταθεί με τις αλλεπάλληλες εκλογές που θα επαναστρέψουν τον κόσμο σε έναν ανανεωμένο δικομματισμό και τις πρωτοπορείες σε «τρομοκρατικές» επιλογές που η καθεστωτική αριστερά θα αποκαλεί προβοκάτορες.
    Νομίζω ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα(ακόμα και για ρεφορμιστές-ρεβιζιονιστές): Μέτωπο αντιφασιστικό/αντικαπιταλιστικό (στρατηγικά) με τακτική αντιρατσιστική/αντιμνημονιακή. Τότε θα συγκρούονται οι έννοιες με τους μύθους, θα δημιουργούνται νέες συσπειρώσεις και θα περνάμε συνέχεια σε επόμενες φάσεις αγώνα.

    Μου αρέσει!

  2. Γράφετε στο άρθρο ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έβγαλε ανακοίνωση δίνοντας την εντύπωση ότι είναι αδιάφορη για το θέμα με την εξαίρεση του ΣΕΚ.
    Δεν είναι έτσι, υπάρχει σχετική ανακοίνωση από τις 26 Μαρτίου, περίπου 10 μέρες πριν αναρτήσετε το άρθρο σας:
    http://www.antarsya.org/index.php?option=com_content&view=article&id=557:240-&catid=1:latest-news
    Δυστυχώς δεν πρόκειται για ανακρίβεια μόνο, αλλά για κάτι πολύ χειρότερο.

    Μου αρέσει!

  3. Ανακρίβεια ναι, όχι όμως εσκεμμένη. Επιμένουμε όμως ότι ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με εξαίρεση το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ Σπάρτακος μέχρι πρότινος υποτιμούσε συστηματικά τα αντιρατσιστικά και το αντιφασιστικά καθήκοντα, θεωρώντας ότι δεν είναι ρπονομιακά ζητήματα για να ασχολείται κανείς (βλ. Πέτρος Παπακωνσταντίνου για Υπατία πέρσι). Όπως και να χει αυτή τη φορά πήρε θέση, αν και μια ματιά στην ιστοσελίδα του ΝΑΡ καi την ΑΡΑΝ δεν υπάρχει ούτε καν αναδημοσιευμένη η ανακοίνωση της Ανταρσυα. Η ΑΡΑΣ απεναντίας επιλέγει στην κεντρική της ανάρτηση το κείμενο υπογραφών εκλεγμένων δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
    Εν πάση περιπτώσει ανακοίνωση υπάρχει και σχετικά άρθρα στο Πριν για το θέμα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πιαστήκαμε αδιάβαστοι και ίσως προκατελημένοι για το Ανταρσυα. Το ζήτημα όμως είναι αν η αριστερά επιλέγει να το κάνει κεντρικό ή απλά να το ξεπετάξει ως ένα δευτερεύων ζήτημα, που απλά αλλάζει την προεκλογική ατζέντα. Και η Ανταρσύα εδώ δεν συμπεριφέρεται διαφορετικά από την υπόλοιπη αριστερά.
    Αξίζει να ξαναδιαβαστεί σχετικά με την Υπατία και τη στάση της αριστεράς, μια στάση που λίγο διαφέρει από τη σημερινή: Απεργία πείνας, Νομική, κράτος έκτακτου ανάγκης και η αριστερά του savoir vivre

    Μου αρέσει!

  4. Για τον JIM
    Μιλάτε για «Ζαχαριαδικό ΚΚΕ». Κάνετε μεγάλο λάθος. Το ΚΚΕ δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την επέμβαση των χρουστσοφικών «Κ»Κομμάτων των ανατολικών χωρών στα εσωτερικά του, δέχτηκε την καθαίρεση του Ζαχαριάδη από μια Ολομέλεια απόλυτα πλαστή και την αναρρίχηση στην ηγεσία όλων εκείνων που είχαν πεταχτεί έξω από το κόμμα γιατί ήταν δεξιοί και ρεφορμιστές. Σε συνέχεια αυτοί οι εγκάθετοι του νέου αντικομμουνισμού, διέλυσαν και διέσπασαν το ΚΚΕ και σε συμφωνία με τα σοβιετικά αφεντικά τους έστειλαν το Ζαχαριάδη στη Σιβηρία.
    Η «αποκατάστασή» του από τους επιγόνους των διωκτών του είναι τόσο υποκριτική όσο και η «επιστροφή στο Στάλιν», που διατυμπανίστηκε στο Συνέδριο του «Κ»ΚΕ. Αν ήταν έστω και στο ελάχιστο αλήθεια είτε το ένα είτε το άλλο, θα έπρεπε όλη η ηγεσία να είχε φύγει από τα πόστα της και να είχε διαγραφεί από το κόμμα.
    Το να αποκαλεί κανένας το έκτρωμα αυτό που καπηλεύεται την ιστορία και τους αγώνες του πραγματικά τιμημένου ΚΚΕ, να το αποκαλεί «ζαχαριαδικό» αποτελεί απόδοση ευσήμων που καθόλου δεν του ανήκουν και συγχρόνως είναι προσβολή στον ίδιο το Ζαχαριάδη και στη συμβολή του στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Όπως παρουσιάζετε τα πράγματα, μόνο σύγχυση μπορεί να δημιουργηθεί.
    Η ίδια (και χειρότερη σύγχυση) επικρατεί σε αυτά που προτείνετε (που εσείς τα θεωρείτε «ξεκάθαρα ακόμα και για ρεφορμιστές-ρεβιζιονιστές»). Γράφετε : «Μέτωπο αντιφασιστικό/αντικαπιταλιστικό (στρατηγικά) με τακτική αντιρατσιστική/αντιμνημονιακή».
    Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα τη σχέση στρατηγικής και ταχτικής. Η στρατηγική είναι η βασική πολιτική την οποία πρέπει να εξυπηρετεί η ταχτική. Η στρατηγική αφορά το μέλλον, η ταχτική το παρόν. Όταν κανείς βάζει στην ίδια στρατηγική το αντιφασιστικό με το αντικαπιταλιστικό δημιουργεί μια τεράστια σύγχυση. Το αντιφασιστικό μέτωπο είναι σίγουρα θέμα ταχτικής, ενώ ο αντικαπιταλιστικός στόχος είναι σίγουρα στρατηγικός. Από την άλλη πλευρά ο αντιρατσισμός δεν είναι ούτε ταχτικός ούτε στρατηγικός στόχος. Δεν αγωνίζεσαι να επιβληθεί ο αντιρατσισμός (άσε, πια, το «αντιμνημόνιο»), γιατί ο αντιρατσισμός δεν είναι κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς, όπως δεν είναι, φυσικά, και ο αντιφασισμός. Ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός είναι απλά ιδεολογίες αντίθετες στο ρατσισμό και στο φασισμό, αντίστοιχα.
    Στην κοινωνία που ζούμε ο στρατηγικός στόχος μπορεί να είναι μονάχα η ανατροπή του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού – τελεία και παύλα. Οι άλλοι στόχοι και τα μέτωπα πρέπει να εξυπηρετούν σε τελευταία ανάλυση αυτό το στρατηγικό στόχο και να υποτάσσονται σ’ αυτόν.
    Όσο για τον ίδιο το στρατηγικό στόχο, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τον καπιταλισμό μπορεί κανένας να τον χτυπάει είτε από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, είτε από την άποψη του μέλλοντος, είτε από την άποψη του παρελθόντος, είτε από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, είτε από τη σκοπιά των μικρομεσαίων. Ο αγώνας των μικρομεσαίων δεν αποσκοπεί στην ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά, στη διατήρησή του με τρόπο, όμως, που να κάνει δυνατή την επιβίωση των μικρομεσαίων τάξεων, που η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού τους στερεί το δικαίωμα ύπαρξης. Πρόκειται για έναν αγώνα τόσο αντιδραστικό όσο και μάταιο.
    Στη χώρα μας, όπου ο αγώνας της εργατικής τάξης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, ο αγώνας της εργατικής τάξης για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, είναι ανύπαρκτος, εμφανίζονται τα μικρομεσαία στρώματα που πλασάρουν το δικό τους αγώνα για «αντικαπιταλιστικό». Αυτός είναι αγώνας απόλυτα κατακριτέος από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, που δεν πρέπει ποτέ να τον ενισχύσει, πόσο μάλλον να κάνει και μέτωπο με τα στρώματα αυτά. Όλη η αριστερά, «καθεστωτική» ή μη, επιδιώκει συμμαχία με τα στρώματα αυτά, που, όμως, έχουν αντίθετα συμφέροντα από τους εργάτες, δηλαδή, επιδιώκει να υποτάξει τους εργάτες στους μικρομεσαίου αστούς. Το μόνο αντικαπιταλιστικό «μέτωπο», που μπορεί να γίνει στον καπιταλισμό είναι ένα μέτωπο με επικεφαλής την εργατική τάξη και με συμμετοχή των μισοπρολεταριακών στοιχείων (ανθρώπων που συμπληρώνουν το πενιχρό εισόδημά τους δουλεύοντας μεροκάματο) του πληθυσμού, καθώς και από μικροαστικά στοιχεία που, όντας οικονομικά στο χείλος του γκρεμού, απορρίπτουν την άποψη της τάξης τους και ασπάζονται την άποψη του προλεταριάτου.
    ΟΛΗ η αριστερά στην Ελλάδα, με την πολιτική της, δεν εκπροσωπεί τους εργάτες, αλλά τους μικροαστούς.

    Μου αρέσει!

  5. Πάντως αξίζει να ασχοληθεί κανείς με την στόχευση για άλλη μια φορά ενάντια στην εγκληματικότητα που επιχειρείται σε αυτό το άρθρο. Το κοινό δηλαδή πίσω από την συγκρότηση των πολιτοφυλακών θα είναι η προστασία της ιδιοκτησίας? Δεν υπερθεματίζω τις συμμορίες αλλά να έχουμε υπόψη ότι οι λαϊκές συνελεύσεις είναι ανοικτά κοινωνικά πεδία και η «οργάνωση λαϊκών πολιτοφυλακών.» μπορεί να ερμηνευτεί κατά το δοκούν της συνέλευσης. Το αν γιατί ξαφνικά ο κόσμος που συγκροτείται σε συνελεύσεις για τα χαράτσια και άλλα τέτοια θέματα, κάτω από τη μάλλον γενική προσταγή, να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, θα συγκροτούσε λαϊκές πολιτοφυλακές με μετανάστες, από πού προκύπτει?

    Μου αρέσει!

  6. Κατ’ αρχήν δεν νομίζω ότι το κέντρο του άρθρου είναι η «εγκληματικότητα», αλλά το σχέδιο ανασυγκρότησης του αστικού μπλοκ εξουσίας σε μια ρατσιστική βάση. Η επανασυσπείρωση του «ελληνικού λαού» σε μια νέα εθνική ενότητα (και ταξική συνεργασία) ενάντια στους «ξένους». Αυτό δίνει και μια διέξοδο στους αντιμνημονιακούς πατριώτες, που μπορούν να εκτονωθούν κυνηγώντας μετανάστες αφού το ΔΝΤ και η ΕΕ είναι ένας αόρατος εχθρός ενώ ο πακιστανός είναι εδώ, ένας ξεκάθαρος και πάνω απ’ όλα αδύναμος στόχος.
    Τώρα η δημιουργία «λαϊκών πολιτοφυλάκων» σίγουρα δεν είναι μια απλή υπόθεση που αυθόρμητα Θα συμπεριλάβουν ντόπιους και ξένους κ.ο.κ. Και όντως οι λαϊκές συνελεύσεις μπορούν να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν το περιεχόμενο και τους στόχους τέτοιων σχηματισμών. Όμως όλα αυτά είναι ζήτημα επιλογής και όχι κάποιας αυθόρμητης τάσης να γίνει το ένα ή το άλλο.
    Σίγουρα το πλαίσιο δεν μπορεί να είναι γενικά η «προστασία της ιδιοκτησίας» αλλά το σπάσιμο του φόβου στις υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας. Δεν μας ενδιαφέρει το Κολωνάκι και η Εκάλη, ούτε φυσικά η προστασία των τραπεζών και των επιχειρήσεων που άλλωστε γι’ αυτό έχουν φροντίσει τα αφεντικά τους και το κράτος. Αυτό που πρέπει να δούμε είναι πως λειτουργεί η «εγκληματικότητας» στις δικές μας συνοικίες. Ακόμα και στα Εξάρχεια που η μαφία λύνει και δένει , με το εμπόριο ναρκωτικών ακόμα και στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος, με ένοπλες ληστείες σε μαγαζιά της γειτονιάς, με καθημερινά σπασίματα αυτοκινήτων, πεσίματα σε γυναίκες με αρπαγές τσαντών, ακόμα και μέσα σε σπίτια κοκ. Όλα αυτά φυσικά γίνονται με πλήρη γνώση και προστασία της αστυνομίας εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι τα τσογλάνια που έχουν κάνει άνω κάτω τα Εξάρχεια είναι τίποτα εκκολαπτόμενοι επαναστάτες που ψάχνουν να βρουν τι τους συνδέει με την αναρχία και τον κομμουνισμό. Ρουφιάνοι των μπάτσων είναι όπως και όλα τα καθίκια που πουλάνε ναρκωτικά, προστασία ή απλώς μπουκάρουν σε σπίτια για να κλέψουν τη σύνταξη του γέρου και της γριάς. Όλοι αυτοί εκτός από ρουφιάνοι είναι και για την πάρτη τους και γι’ αυτό ακριβώς τους χρησιμοποιεί η αστυνομία και το κράτος όπως κάνει κέφι. Οι συμμορίτες της χ.α. έχει αποδειχτεί πάμπολλες φορές ότι είναι ένα κύκλωμα , όπως ο αρχιμαφιόζος του Αγ. Παντελεήμονα Ρήγας.
    Το σχέδιο του κράτους είναι απλό. Μέτωπο με όλον αυτόν τον υπόκοσμό, τους ρίχνουμε στις προλεταριακές συνοικίες και τα μετατρέπουμε σε Ρίο ντετζανέιρο. Ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του, η μαφία ελέγχει τις περιοχές, και διαμέσου της μαφίας την ελέγχει το κράτος. Ταυτόχρονα βεβαίως το κράτος θα παριστάνει ότι δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση και θα οργανώνει κατά καιρούς τις δικές του επίσημες σκούπες, οι δημοσιογράφοι θα ουρλιάζουν ότι χρειαζόμαστε περισσότερη αστυνομία και οι φασίστες που είναι ένα με τη μαφία θα καλούν να πάρει ο κόσμος το νόμο στα χέρια του ενάντια φυσικά σε συγκεκριμένους στόχους, μετανάστες και αριστερούς «που τους φέρνουν» γιατί αυτοί ευθύνονται για την εγκληματικότητα.
    Το ερώτημα είναι απλό: Μπορεί να γίνει οτιδήποτε με μια κοινωνία να ζει στο φόβο και να κλειδαμπαρώνεται σπίτι της περιμένοντας να ακούσει τα πρωινάδικα και τρομοδελτία των 8. Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Στο σχέδιο αυτό συμμετέχουν και μετανάστες. Κυκλώματα που πουλάνε ναρκωτικά, που εκδίδουν γυναίκες, που εκμεταλλεύονται άλλους μετανάστες κ.ο.κ. Και λοιπόν τι σημαίνει αυτό; Επειδή ο τύπος που πουλάει προστασία ή ναρκωτικά (συνήθως στην Τοσίτσα, στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων ή στη Ναβαρίνου),είναι από το Αλγέρι είναι όλα οκ; Όχι να πάει στο διάολο, ρουφιάνος της αστυνομίας είναι και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί.
    Τα αστικά επιτελεία ξέρουν ότι για να επιβάλουν το νέο μοντέλο καπιταλισμού, χρειάζεται και ένα νέο μοντέλο κοινωνικής καθημερινότητας, βασισμένο στο χάος, την ανασφάλεια, και τον κίνδυνο. Ο καθένας πρέπει να νοιώθει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να χάσει τη δουλειά του, το κινητό του, το μισθό του, τη σύνταξή του ακόμα και τη ζωή του. Έτσι θα είμαστε απλά ευχαριστημένοι αν βγάλουμε τη μέρα. Οι κοινωνίες που ζουν σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα περισσότερο από την επιβίωσή τους. Καμία συλλογική προσπάθεια δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε ένα τέτοιο έδαφος.
    Πέρα από τις πραγματικές διαστάσεις που έχει η εγκληματικότητα, πέρα από το αν τη φουσκώνουν τα κιτρινοκάναλα, ο φόβος υπάρχει και παράγει αποτελέσματα.
    Τι κάνουμε λοιπόν; Απλά εξηγούμε στον κόσμο ότι δεν είναι και τόσο άγρια τα πράγματα, ότι απλά είναι μια αστική προπαγάνδα, ότι άλλος μας κλέβει (καπιταλιστές) και αλλού μας δείχνουν; Ναι ναι σου λεει ο κάθε κακομοίρης έτσι είναι όπως τα λες αλλά εγώ δεν μπορώ να κυκλοφορήσω το βράδυ. Ωραία λοιπόν ας οργανωθούμε. Να φτιάξουμε περίπολα. όποιος τα φτιάξει, θα τα χρωματίσει. Αν τα φτιάχνουν οι φασίστες θα κυνηγάνε μετανάστες, αναρχικούς και αριστερούς. Αν τα φτιάξουμε εμείς, ο στόχος θα είναι οι συμμορίτες, οι νταβάδες, οι προστάτες, οι φασιστοκάγκουρες που επιτίθενται σε μετανάστες.
    Σε τι διαφέρει η προσπάθεια που γίνεται στα Εξάρχεια ενάντια στη μαφία; Η οποία απειλεί τη ζωή συντρόφων. Πως θα αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, με το καλό; Με λογάκια; Να σου ρε φίλε, εδώ η περιοχή έχει ιστορία; Χέστηκε, το κωλόπαιδο, που θα καταλάβει και από ιστορία. Ο τραμπούκος ναρκωτικά και προστασία θέλει να πουλήσει, όχι ιστορία και ιδανικά.
    Αν η αριστερά και όλες οι δυνάμεις του κινήματος, έπαιρνε την πρωτοβουλία, αμέσως θα λυνόντουσαν και οι παρεξηγήσεις. Όλη η προπαγάνδα για τις τράπεζες, το κεφάλαιο, τους τοκογλύφους κ.ο.κ. αμέσως θα έδενε με τα πρακτικά μέτρα. Οι μετανάστες θα έβλεπαν μια αποφασισμένη δύναμη ικανή να τσακίζει τις συμμορίες που νέμονται τον ιδρώτα τους. Η διεκδίκηση για άμεση νομιμοποίηση όλων των μεταναστών θα αποκτούσε μια πραγματική βάση, στο βαθμό που θα έσπαγε ο φόβος. Το ίδιο θα συνέβαινε και με τους κάτοικος του Αγ. Παντελεήμονα και των πέριξ περιοχών. Μιλάμε για τους φοβισμένους κάτοικους που κάτω από την τρομοκρατία των φασιστών δεν τολμούν να μιλήσουν. Αμέσως θα άλλαζε ο συσχετισμός. Και το σημαντικότερο, θα καταλάβαινε ο κόσμος ότι μπορεί να αυτο προφυλαχθεί χωρίς την προστασία των μπάτσων και του κράτους. Οι πολιτοφυλακές αμφισβητούν και το μονοπώλιο βίας των μηχανισμών της άρχουσας τάξης. Καμία επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει χωρίς τη δημιουργία τέτοιων οργάνων.
    Ειρήνη στις παράγκες. Πόλεμος στα ανάκτορα.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑