To «κίνημα των αγανακτισμένων» και η Αριστερά

Ανακοίνωση του Κόκκινου

1. Η πλημμυρίδα των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που κατακλύζουν το Σύνταγμα και τις κεντρικές πλατείες άλλων πόλεων είναι γνήσιο τέκνο της κρίσης γενικά αλλά και της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας που η συνταγή του Μνημονίου έχει καταρρεύσει, που οι αυταπάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας ότι υπομένοντας κάποιες θυσίες θα σωθούν τα βασικά και θα βγούμε από τον εφιάλτη της κρίσης καταρρέουν επίσης, που η κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών (νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια, προνοιακές δομές κ.λπ.), η ανεργία και η φτώχεια παίρνουν εφιαλτικές διαστάσεις. Η αξιοπιστία του σχεδίου των «από πάνω» καταρρέει, και η προσπάθεια να το αναστηλώσουν εφαρμόζοντας πιο σκληρά την ίδια συνταγή δεν μπορεί να εξασφαλίσει πλέον ούτε τη «συναίνεση του τρόμου». Η εντεινόμενη αστάθεια σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο και η αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι είναι θέμα χρόνου η διαχείριση της συντελεσμένης από τον Απρίλιο του 2010 ελληνικής χρεοκοπίας να ξεφύγει από τον έλεγχο και να εκδηλωθεί με ανεξέλεγκτο και καταστροφικό τρόπο, αλλάζουν τη συγκυρία και τις διαθέσεις πλατιών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Η αίσθηση ότι θα γίνουν σημαντικά πράγματα τους επόμενους μήνες, η αίσθηση ότι «αφού λεηλατήσουν το σύμπαν» θα επέλθει και η κατάρρευση, καλλιεργεί μαζικά τη διάθεση «να γίνει κάτι τώρα για να τους σταματήσουμε». Το «κίνημα των αγανακτισμένων» είναι παιδί αυτής της συγκυρίας και φορέας αυτής της μαζικής διάθεσης.

2. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το «κίνημα των αγανακτισμένων» είναι η έτοιμη πλατφόρμα για μια αριστερή εναλλακτική λύση ή ότι θα εξελιχθεί με ένα φυσικό τρόπο σε κάτι τέτοιο. Ο πολιτικός ρόλος που θα παίξει στη συγκυρία, το τι θα αφήσει πίσω του, το ποιες πολιτικές διεργασίες θα ευνοήσει ή θα «νομιμοποιήσει», με λίγα λόγια ποιου πολιτικού σχεδίου θα αποτελέσει την «κοινωνική βάση», είναι ερώτημα ανοιχτό σε πολλές και διαφορετικές απαντήσεις. Ποια απάντηση θα δοθεί τελικά, θα κριθεί από την έκβαση μιας σκληρής και αμφίρροπης μάχης για την ηγεμονία, την οποία οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να δώσουν χωρίς ενοχές ή αυταπάτες αλλά και χωρίς υπεροψία ή ελιτισμό.

3. Το κίνημα αυτό βγαίνει από τα σπλάχνα μιας κοινωνίας που έχει βαθιά τα αποτυπώματα της μακρόχρονης ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, της ιστορικής κρίσης του εναλλακτικού – χειραφετητικού οράματος, της μακρόχρονης κρίσης της Αριστεράς και των συνδικάτων. Ακόμα χειρότερα: η αποτυχία της Αριστεράς και των συνδικάτων να ανακόψουν την κοινωνική αντεπανάσταση στον ένα χρόνο του μνημονίου και ιδιαίτερα η αδυναμία του συνόλου της Αριστεράς να εκπονήσει ένα ανταγωνιστικό σχέδιο απέναντι όχι μόνο στο μνημόνιο, αλλά και στη δομική κρίση του καπιταλισμού, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη δημιουργία αυτού του αντιφατικού μείγματος ιδεών, ιδεολογημάτων και διαθέσεων, σαν να μπήκαν μαζί στο μίξερ τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και η λαϊκή οργή για την κυβέρνηση, το Μνημόνιο και την τρόικα.

4. Εκτός από αυτό, το «κίνημα των αγανακτισμένων» κουβαλάει πολλούς ταξικούς και ιδεολογικούς προσδιορισμούς. Στις πλατείες κατεβαίνουν τα θύματα της επισφαλούς εργασίας, τα οποία δεν έχουν έχουν γνωρίσει συνδικάτο και κανενός είδους συλλογική οργάνωση. Κατεβαίνουν όμως και εργαζόμενοι που έχουν πεισθεί ότι τα συνδικάτα δεν μπορούν να ανακόψουν την επίθεση. Όχι μόνο όσοι είναι μέλη των συνδικάτων και συμμετείχαν και σε κάποιες κινητοποιήσεις τους, αλλά και όσοι δεν συμμετείχαν και δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ, όσοι είδαν τα κεκτημένα σαν «δωρεά» ή σαν προσωπικό άθλο, αλλά τώρα μέμφονται το συνδικάτο που δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί αποτελεσματικά. Κατεβαίνουν επίσης οι αγανακτισμένοι μικροαστοί των οποίων απειλείται άμεσα το επίπεδο διαβίωσης. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν κερδίσει ένα κοινωνικό status και κάποια περιουσιακά στοιχεία (σπίτι, αυτοκίνητα) συνήθως με τραπεζικά δάνεια. Τώρα βλέπουν όσα κέρδισαν με μια προσωπική προσπάθεια κοινωνικής ανόδου να απειλούνται σοβαρά, και εξεγείρονται. Αισθάνονται ότι τα κεκτημένα τους είναι προϊόν προσωπικού μόχθου, δεν τους τα χάρισε κανένα συνδικάτο και κανένα κόμμα και είναι πιο επιρρεπείς απ’ όλους στο να τσουβαλιάζουν και να στήνουν στον τοίχο όλα τα κόμματα, τους «300» της Βουλής ανεξαιρέτως, τα συνδικάτα και κάθε συλλογικότητα. Κατεβαίνει, τέλος, μαζικά η νεολαία. Γαλουχημένη από την «ταξική συνισταμένη» όλων αυτών των πιέσεων, από τα εργασιακά και κοινωνικά αδιέξοδα, από την κατάρρευση του οράματος της προσωπικής κοινωνικής ανόδου, από το ιδεολογικό «κενό» που γέμισε και εξακολουθεί να γεμίζει με τη σαβούρα των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων και των μίντια.

5. Δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας αν συμπεράνουμε ότι ο αριστερός καταλύτης σ’ αυτό το αντιφατικό μείγμα ταξικών και ιδεολογικών προσδιορισμών ήταν πολύ ασθενικός και αναποτελεσματικός. Από αυτό όμως βγαίνει ένα σημαντικό συμπέρασμα: το σύστημα, τα ιδεολογήματα του συστήματος έχουν κερδίσει από την Αριστερά σημαντικά «εδάφη» στη μάχη για την ηγεμονία. Αν δεν εθελοτυφλούμε, όλοι ξέρουμε ποια είναι τα «εδάφη» που χάσαμε ως Αριστερά και που μας κάνουν να δίνουμε τη μάχη για την ηγεμονία έχοντας πολλά μειονεκτήματα: Ο φασίστας ή ο ακροδεξιός μπορεί να κουβαλάει άνετα την ελληνική σημαία (χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι όσοι κρατάνε την ελληνική σημαία είναι φαίστες) και να προσπαθεί να την επιβάλει σαν τη «σημαία μας», αλλά ο αριστερός που θα κατέβει με την κόκκινη σημαία κινδυνεύει να φάει ξύλο. Η Αριστερά παρεμβαίνει στη συνέλευση και γενικά στις διεργασίες, αλλά για να κερδίσει το «δικαίωμα» να το κάνει, αισθάνεται ότι πρέπει να παραιτηθεί της ταυτότητάς της. Η κατάκτηση του δικαιώματος ότι όλοι μπορούμε να συμμετέχουμε με τις ταυτότητές μας, αυτονόητη στα κινήματα μέχρι και την περίοδο των  Φόρουμ, τώρα είναι δύσκολο να διεκδικηθεί καν. Το μπλοκ της ΔΕΗ γιουχαΐστηκε από μερίδα του κόσμου και δίνεται μάχη για να σπάσει το στερεότυπο που θέλει να εξοβελιστούν όχι μόνο τα κόμματα αλλά και τα συνδικάτα.

Το ταξικό στοιχείο είναι ηγεμονευόμενο ενώ ο πατριωτισμός στις διάφορες εκδοχές του είναι κυρίαρχος. Το αντιπολιτικό στοιχείο και η εθνική ενότητα είναι οι ηγεμονικές συνιστώσες με μαζική επιρροή σ’ αυτό το κίνημα, παρόλο που αποτελούν ένα αμάλγαμα και δεν έχουν σαφώς καθορισμένο και εμπεδωμένο περιεχόμενο. Την Τρίτη στα Προπύλαια το πλήθος «μάγεψε» η κραυγή εθνικής ενότητας του Θεοδωράκη και του Πελεγρίνη (ο Θεοδωράκης διευκρίνισε ότι εθνική ενότητα χωρίς το 70% της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν είναι νοητή…) με τρόπο που ούτε στον ύπνο τους δεν μπορούν να δουν ηγέτες ή στελέχη της Αριστεράς.

6. Η παρέμβαση της Αριστεράς στο Σύνταγμα την πρώτη εβδομάδα έχει αποτελέσματα, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για τον «αριστερό καταλύτη» να δράσει αποτελεσματικά. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει να δούμε πώς διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος μέσα από όλους του τους προσδιορισμούς. Ως γέννημα της συγκεκριμένης συγκυρίας, το «κίνημα των αγανακτισμένων» βρίσκεται αντιμέτωπο με την επιρροή και την αφομοιωτική δύναμη διαφορετικών πολιτικών σχεδίων:

α. Το σχέδιο της Δεξιάς: Η Ν.Δ. θέλει μια χαλαρή διαμαρτυρία, με τα ελληνικά σύμβολα να κυματίζουν (γιατί αυτά ενώνουν), το θέλει ακομμάτιστο (και εννοεί απο-πολιτικοποιημένο), έτσι ώστε να φθείρει απλώς το ΠΑΣΟΚ και να αποτελεί συσχετισμό δύναμης για τη γραμμή «αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου» και μείωση της φορολογίας. Είναι το σχέδιο της εθνικής ενότητας για «σκληρή διαπραγμάτευση» με την τρόικα.

β. Το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ: Στην τρόικα και κατ’ επέκταση στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ωριμάζουν οι σχεδιασμοί για κυβέρνηση με τεχνοκράτες υπουργούς, η οποία θα προωθηθεί πιθανότατα μέσα από μια μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος (μείωση αριθμού βουλευτών, αναπροσαρμογή των αποδοχών τους, μείωση της κρατικής επιχορήγησης στα κόμματα κ.λπ.). Στόχος, η απαλλαγή από τα «βαρίδια του πολιτικού κόστους», δηλαδή η πλήρης χειραφέτηση από τα κόμματα και τα όποια στοιχεία κοινοβουλευτικού ελέγχου. Θα προσπαθήσει να κολακέψει τις αντιπολιτικές τάσεις του κινήματος μέσα από τέτοιες κινήσεις, ελπίζοντας ότι θα κουραστεί, θα αποπροσανατολιστεί και θα εκτονωθεί. Ωστόσο, η μόνιμη περικύκλωση της Βουλής όταν σε δύο βδομάδες θα ψηφίζεται το «πακέτο» του νέου Μνημονίου είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση. Αν μέχρι τότε το κίνημα δεν εκτονωθεί, το σενάριο της καταστολής του θα πάρει το προβάδισμα.

γ. Το σχέδιο των φασιστών: Η λογική του «αδιαμεσολάβητου» και «ακομμάτιστου», η άρνηση της πολιτικής και το απολιτίκ δημιουργούν ένα έδαφος (δεν αρκούν από μόνα τους φυσικά) ώστε να επενδυθεί ένα σχέδιο παρόμοιο με τα ευρήματα της Έρευνας του «Βήματος» όπου το 23% δηλώνει ότι θέλει «έναν ηγέτη με κύρος και εξουσίες, που θα μπορούσε να λάβει γρήγορα αποφάσεις χωρίς να εμποδίζεται από το Κοινοβούλιο και τις εκλογές». Η καταστροφή των μικροαστών αλλά και εργατικών στρωμάτων που οι όροι ζωής τους είχαν μικροαστικοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια, δημιουργεί τη γνώριμη «ανθρώπινη σκόνη», η οποία αποτελεί την εν δυνάμει κοινωνική βάση του φασισμού. Μπορεί στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος να κυριαρχούν για την ώρα οι εκδοχές εθνικής ενότητας τύπου Σπίθας και Σαμαρά, αλλά λειτουργούν επίσης συστηματικά και οργανωμένοι πυρήνες του «βαθέος κράτους» και υπάρχουν οι όροι για την παρέμβαση και των φασιστών. Οι φασίστες έχουν σχέδιο και το υλοποιούν συστηματικά. Η βασική τους αφήγηση είναι: η κρίση οφείλεται στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Ως εδώ μας έφτασαν οι προοδευτικοί του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, τα πουλημένα τους κόμματα και τα διεφθαρμένα τους συνδικάτα. Από αυτό το σημείο γίνεται εύκολα το άλμα στο ότι φταίει ο διεφθαρμένος κοινοβουλευτισμός και εν τέλει αυτοί που ανέτρεψαν τη χούντα, άρα η μόνη μας σωτηρία είναι ο Ηγέτης και ένα κίνημα που να ανατρέψει το διεφθαρμένο κοινοβουλευτισμό. Είναι αυτή την «αφήγηση» που θέλει να αποδομήσει το δικό μας σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73».

7. Στην Αριστερά η εξουθενωτική μακρόχρονη περίοδος κρίσης ταυτότητας, η ραγδαία αποϊδεολογικοποίηση τις τελευταίες δεκαετίες αλλά και οι διαλυτικές επιπτώσεις της αδυναμίας της να εκπονήσει και εφαρμόσει ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο απέναντι στο Μνημόνιο, κάνει πλειοψηφικές δύο προσεγγίσεις όσον αφορά το «κίνημα των αγανακτισμένων»:

Η πρώτη προσέγγιση, που είναι και η πλειοψηφική, εξιδανικεύει το κίνημα των αγανακτισμένων και αναλύεται σε ύμνους για το «αυθόρμητο», για τη μαζικότητα, για την «κοινωνία που μπαίνει στο προσκήνιο», για τα «αυτο-» χαρακτηριστικά του (αυτο-οργάνωση, αυτο-συνείδηση, αυτο-έκφραση κ.λπ.). Στη συνέχεια, διαχωρίζεται σε δύο τάσεις, εξειδικεύοντας με διαφορετικό τρόπο αυτή την καταρχήν συμφωνία: Οι μεν, θεωρούν ότι αυτό που πρέπει να γίνει είναι να προστατευτεί και να καλλιεργηθεί το στοιχείο της αυτοοργάνωσης και της άμεσης δημοκρατίας, γιατί αυτό είναι το πολύτιμο πετράδι που κουβαλάει πάντα το αυθόρμητο. Το να βάζουμε κάποιο σχέδιο εξωστρέφειας, πολιτικά αιτήματα κ.λπ. υπονομεύει εξ ορισμού το στοιχείο της αυτοοργάνωσης – η αυτο-οργάνωση γίνεται αυτο-σκοπός! Οι δε, επειδή ίσως πιστεύουν ότι το αυθόρμητο έχει στο DNA του την εξέγερση ή ίσως και τα σοβιέτ, θέλουν να το σπρώξουν να συναντήσει αυτό του το «πεπρωμένο» μια ώρα αρχύτερα. Καταλήγουν λοιπόν σε μια τακτική πίεσης για γρήγορη ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού περιεχομένου (προωθημένα ή και μάξιμουμ αιτήματα, στροφή στην «εργατική δουλειά» κ.λπ.).

Η δεύτερη προσέγγιση, στις διάφορες παραλλαγές της, θεωρεί από τα πριν χαμένη τη μάχη της ηγεμονίας σ’ αυτό το κίνημα και διεκτραγωδεί ή καθολικεύει όψεις (υπαρκτές, σημαντικές και πολύ επικίνδυνες) μικροαστικών ή ρατσιστικών – εθνικιστικών ανακλαστικών και συμπεριφορών, θεωρώντας τες παγιωμένες και μη αναστρέψιμες. «Ανάχωμα» που πατρονάρεται από δυνάμεις του συστήματος το θεωρεί το ΚΚΕ και καλεί σε απονενοημένες εκδηλώσεις του «πραγματικού κινήματος» (καταφέρνοντας να πετύχει καταλυτικές συγκρίσεις σε βάρος του «πραγματικού κινήματος»…) ενώ άλλες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς θεωρούν ότι το Σύνταγμα «κατουράει στον τάφο της Αριστεράς κι αυτή νομίζει ότι ψιχαλίζει»…

Η όλη συζήτηση γίνεται με πλήρη αφαίρεση των πολιτικών, ταξικών και ιδεολογικών προσδιορισμών που επιδρούν σε όσους/ες γεμίζουν το «Σύνταγμα» και τις πλατείες των άλλων πόλεων, έχοντας στο φόντο μεταφυσικές θεωρήσεις για το «κοινωνικό υποκείμενο» ή απλώς το «κοινωνικό» και τη σχέση του με το «πολιτικό» ή σκέτα το «αυθόρμητο» και τις εξωτικές του «ιδιότητες». Και δυστυχώς, μεγάλο μέρος της Αριστεράς αποκοιμίζεται και δεν αντιλαμβάνεται πόσο κρίσιμη, επείγουσα, αμφίρροπη, ζωής και θανάτου είναι η μάχη για την ηγεμονία, δηλαδή για τις προοπτικές αυτού του κινήματος.

8. Όσον αφορά την παρέμβαση από τα μέσα, στις ίδιες τις πλατείες, η εμπειρία του Συντάγματος λέει ότι δύο είναι τα βασικά μέτωπα:

α. Η συλλογικοποίηση του «εμείς» σε όλη την έκταση της πλατείας, μέσα από την επικράτηση της «μίας αρχής», της Γενικής Συνέλευσης της πλατείας: Ώστε να σπάσει η κυριαρχία του απολιτίκ και εθνικιστικού στοιχείου στο πάνω μέρος της πλατείας, όπου δρουν οργανωμένοι πυρήνες των φασιστών, των «330 Ελλήνων», της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, της Σπίθας. Οι οργανωμένοι πυρήνες παρέμβασης στο πάνω μέρος της πλατείας, τα συνθήματα, το μοίρασμα σε χιλιάδες αντίτυπα των ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης, η μάχη των συμβόλων (με καταρχήν στόχο τον πλουραλισμό: πλακάτ, πανό, σημαίες της Ισπανίας, της Τυνησίας και της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης κ.λπ., αυτοκόλλητα και πλακάτ με τον Τσε Γκεβάρα κ.λπ.).

β. Η επέκταση και ο συντονισμός του κινήματος, με σύνθημα «πλατείες παντού – πανελλαδικός συντονισμός», ώστε να μετατραπεί σε καθοριστικό παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις: Υπάρχει πλέον ο ορατός κίνδυνος η φετιχοποίηση της αυτοοργάνωσης και η μάχη συσχετισμών και «πλασαρίσματος» μεταξύ δυνάμεων της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου να οδηγήσουν σε γραφειοκρατικοποίηση, παραλυσία και εσωστρέφεια. Ο στόχος αυτού του κινήματος πρέπει να είναι να μετασχηματιστεί σε πανελλαδικό κίνημα με συντονιστικά όργανα εκλεγμένων και ανακλητών ή εναλλασσόμενων αντιπροσώπων και να διοργανώσει ένα μεγάλο πανελλαδικό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα στα μέσα Ιουνίου, τη μέρα που θα ψηφίζεται στη Βουλή το νέο «πακέτο» μέτρων (πρόσθετα μέτρα 6,4 δισ. ευρώ για το 2011, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2015, αποκρατικοποιήσεις και ξεπούλημα της ακίνητης περιουσίας και των υποδομών του Δημοσίου). Δεν μιλάμε για «αποκέντρωση» του κινήματος, για κίνηση από το κέντρο στην περιφέρεια, αλλά για γεωγραφική και κοινωνική εξάπλωση, για επέκταση και πανελλαδική του συγκρότηση με έμφαση στο «κέντρο» των πολιτικών εξελίξεων, την Αθήνα και το Σύνταγμα.

9. Όμως τα προηγούμενα δεν αρκούν, γι’ αυτό η παρέμβαση της Αριστεράς και των δυνάμεών της δεν πρέπει να εξαντλείται σ’ αυτά! Πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: «Βγήκαμε στους δρόμους και τις πλατείες και δεν πρόκειται να φύγουμε μέχρι να γίνει τι; Μέχρι να πετύχουμε τι;». Αν δεν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, το κίνημα θα παραμείνει κίνημα διαμαρτυρίας και θα ξεφουσκώσει ή θα λεηλατηθεί από αλλότρια πολιτικά σχέδια. Η Αριστερά θα κριθεί καταλυτικά από το αν θα δώσει την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα και στη συνέχεια από το ποια απάντηση θα δώσει. Μόνο έτσι θα ξεφύγει από το τσουβάλιασμα του «να φύγουν όλοι, και οι 300», μόνο έτσι θα αποφύγει τη θανάσιμη λαβή που τη θέλει μέρος και όχι απάντηση στην κρίση του πολιτικού συστήματος. Και εδώ δύο απαντήσεις υπάρχουν: Η πρώτη, υπάρχει ήδη και δουλεύεται μαζικά: μια νέα εθνική ενότητα για τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και τους πιστωτές. Είτε έχει την εκδοχή του Σαμαρά («να διαπραγματευτούμε όλοι μαζί») είτε την εκδοχή του Θεοδωράκη («να αντισταθούμε όλοι μαζί»), το αίτημα είναι η «εθνική αντίσταση και η εθνική αναγέννηση». Να φύγουν οι «πουλημένοι» και να πάρουν την εξουσία οι «αντιστασιακοί». Η δεύτερη απάντηση προς το παρόν ακούγεται τόσο ασθενικά, ώστε δεν μπορεί να επηρεάσει πραγματικά το κίνημα. Είναι το «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε» σε συνδυασμό με το αίτημα «να φύγουν η κυβέρνηση, η τρόικα και όλοι οι πολιτικοί υπάλληλοι των τραπεζιτών, των βιομηχάνων και των τοκογλύφων πιστωτών». Για να γίνουν αυτά, «όλη η εξουσία στο λαό» και «κυβέρνηση της Αριστεράς, με πρόγραμμα απαλλαγής από τη δικτατορία των αγορών και του κέρδους», πυροδότηση μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς ανταρσίας ενάντια στην Ε.Ε. και την εξουσία του κεφαλαίου.

Με όσα προωθούνται αυτή την περίοδο, με το νέο δάνειο και το νέο μνημόνιο, με την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας και πιθανότατα μια κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς στα βασικά υπουργεία, είναι η εισαγωγή σε μια περίοδο που το φάσμα της ελληνικής κατάρρευσης και των θανάσιμων κινδύνων με τους οποίους απειλεί τον ελληνικό καπιταλισμό, την ΟΝΕ και το διεθνές σύστημα γίνεται όλο και πιο έντονο. Σε αυτή την περίοδο το «κράτος έκτακτης ανάγκης» (με τη συνεπικουρία της φασιστικής τρομοκρατίας) θα αναλάβει να σώσει τον ελληνικό καπιταλισμό και θα γίνει αδίστακτο στις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσει. Οι εξελίξεις πλέον θα προχωρήσουν, με «εκτροπές», με τη φωτιά και το σίδερο. Το σχέδιο της εθνικής ενότητας είναι η «μεγάλη πύλη» για την  εισαγωγή σε τέτοιες εξελίξεις. Ας μην επιτρέψουμε να υφαρπάξει την κοινωνική «νομιμοποίηση» ηγεμονεύοντας στο κίνημα των αγανακτισμένων. Η Αριστερά πρέπει να είναι «απέναντι» σε όλη τη γραμμή! Και να ετοιμάζεται για τα δύσκολα, αλλά και για τις ανατρτοπές που έρχονται.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, ας αναλογιστούμε τη σημασία αυτής της μάχης, ας αναλογιστούμε πόσα πρέπει να γίνουν τις επόμενες κιόλας μέρες για να κερδηθεί αυτή η μάχη, ας εγκαταλείψουμε τους πανηγυρισμούς και τους επικολυρικούς «χαιρετισμούς» προς το κίνημα, ας πάψουμε να σπαταλάμε την πολιτική μας ενέργεια σε ενδοαριστερές οργανωτικές μάχες για το «πλασάρισμα», ας εκπονήσουμε ένα νικηφόρο πολιτικό σχέδιο και ας εμπλακούμε στη μάχη σε όλο το εύρος του «μετώπου»!

Αθήνα 1 Ιουνίου 2011

(κατεβάστε τη σε μορφή   και )

Μια σκέψη σχετικά μέ το “To «κίνημα των αγανακτισμένων» και η Αριστερά

Add yours

  1. Οι «indignados» και το Σύνταγμα ως η φάρσα της πλατείας Ταχρίρ
    Του Smirnoff, αναδημοσίευση από την aformi.gr | 27 Μαΐου 2011 |

    Μετά την επιτυχία των εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο να ανατρέψουν τα δικτατορικά καθεστώτα, ξεκίνησε στα καθ’ ημάς μία ολόκληρη συζήτηση για τη μεταφορά του παραδείγματος της πλατείας Ταχρίρ του Καϊρου στην ελληνική πολιτική πρακτική. Υπήρξαν μάλιστα και εκκλήσεις από μεριά πολιτικών δυνάμεων και προσώπων, όπως ο Αλέκος Αλαβάνος, να μετατραπεί η πλατεία Συντάγματος σε πλατεία Ταχρίρ, με τον κόσμο να παραμένει εκεί και μετά το τέλος της πορείας που συνόδευσε τη γενική απεργία της 15ης του Φλεβάρη. Όπως έδειξε η εμπειρία όμως οι εκκλήσεις έπεσαν στο κενό και αντί να μετατραπεί το Σύνταγμα σε Ταχρίρ μάλλον συνέβη το αντίθετο.

    Ωστόσο, μετά την έναρξη του κινήματος της Puerta del Sol στη Μαδρίτη, που επικαλείται ως έμπνευση τις αραβικές εξεγέρσεις και ειδικότερα το παράδειγμα των ειρηνικών μαζικών συγκεντρώσεων στην πλατεία Ταχρίρ, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και εδώ, ενώ είχαμε και την πρώτη προσπάθεια χθες να μιμηθεί το παράδειγμα της Ισπανίας, με την οργάνωση συγκεντρώσεων σε μία σειρά πόλεις της επικράτειας. Η προσπάθεια αυτή εμφανίζει μία σειρά θιασώτες και οπαδούς, από το Σκάι και το Βήμα, μέχρι τμήματα της αριστερά και της αναρχίας.

    Σε τι συνίσταται όμως το παράδειγμα της πλατείας Ταχρίρ που τείνει να μετατραπεί σε ιδεότυπο επιτυχημένης πολιτικής δράσης από ποικίλες μερίδες του εγχώριου πολιτικού φάσματος; Τι νοήματα επιχειρείται να προσκολληθούν στο όνομα »Ταχρίρ» ώστε να αξιοποιηθεί στον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό; Αυτό που πρώτα και κύρια μεταφέρεται στην Ελλάδα από την εμπειρία της πλατείας του Καΐρου είναι ο υποτιθέμενος ειρηνικός- μη βίαιος χαρακτήρας των συγκεντρώσεων εκεί. Επίσης ο κατά κόρον αδιαμεσολάβητος από πολιτικά κόμματα τρόπος οργάνωσης τους. Η δε αυτή οργάνωση ήταν περισσότερο αποτέλεσμα αυθόρμητων και οριζόντιων προσπαθειών χιλιάδων ανθρώπων μέσα από ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook και το twitter. Τέλος στο επίπεδο του πολιτικού περιεχομένου τα βασικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο συγκεκριμένο κίνημα είναι δύο. Ένα αρνητικό, το »φτάνει πια» που αποτυπώνει την υπερχειλισμένη αντίδραση στην υπάρχουσα κατάσταση και ένα ένα θετικό: »δημοκρατία», που εκφράζει τη συγκεκριμένη στόχευση. Ωστόσο και τα δύο εμφανίζονται εξαρχής ως ηγεμονικά, με την έννοια πως απαντούν σε μία πανθομολογούμενη έλλειψη και ένα all inconclusive πρόταγμα που αγκαλιάζει την μεγάλη πλειοψηφία χωρίς να δημιουργεί »αχρείαστες» διαιρέσεις στο εσωτερικό του λαού. Αυτά λοιπόν είναι τα σημαινόμενα που επισυνάπτονται στο σημαίνον Ταχρίρ στην προσπάθεια να μεταφερθεί στην εγχώρια πολιτική συζήτηση.

    Πόσο όμως αντέχει αυτή η πρόσληψη της Ταχρίρ σε μία στοιχειώδη πραγματολογική εξέταση της αιγυπτιακής (και τυνησιακής) εξέγερσης; Και πόσο στέκει μία τέτοια σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα; Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Η αιγυπτιακή εξέγερση ούτε αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη ήταν ούτε μη βίαιη. Δεν ήταν αυθόρμητη διότι συνέβη ύστερα από 10 χρόνια κινηματικής και πολιτικής Άνοιξης της αιγυπτιακής κοινωνίας η οποία αφορούσε πολλά και αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία. Από το κίνημα συμπαράστασης της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα το 2000, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κατά του πολέμου στο Ιράκ το 2003, τις μαζικές και άγριες απεργίες από το 2006 και μετά, πολλές από τις οποίες νικηφόρες, μέχρι ένα ισχυρό κίνημα νεολαίας με πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα που ξεπήδησε ακριβώς ως συμπαράσταση στις εργατικές απεργίες και κατά της καταστολής που υπέστησαν. Το κίνημα αυτό δημιούργησε και τη δική του δομή, »Το κίνημα της 6ης του Απρίλη», που ήταν και αυτό που κάλεσε την πρώτη συγκέντρωση στην πλατεία Ταχρίρ. Το διαδίκτυο έπαιξε βοηθητικό ρόλο, στη διευκόλυνση της οργάνωσης των κινητοποιήσεων, ουδέποτε όμως υποκατέστησε τις πραγματικές κινηματικές δομές και την ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική προπαρασκευή που είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος είναι λάθος επίσης πως οι συγκεντρώσεις είχαν εχθρική ή έστω επιφυλακτική στάση απέναντι στα κόμματα. Σημαντικός κόμβος για την εξέλιξη του κινήματος υπήρξε η ολόθερμη συμμετοχή των Αδελφών Μουσουλμάνων, του μόνου μαζικού κόμματος που επιβίωσε της καταστολής του καθεστώτος, συμμετοχή που βέβαια καλωσορίστηκε ιδιαίτερα από τους διαδηλωτές.

    Όλα τα παραπάνω βέβαια επιμελώς αποκρύπτονται από τη συζήτηση εδώ για να οδηγηθούμε στη θέση περί της προκλήσεως ενός συμβάντος εκ του μηδενός, για να ενισχυθεί μία τάση αντιπολιτικής, η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα και κατ’ επέκτασιν τις θέσεις τους, για να επιστρέψουμε σε μία προ της Πτώσης αρχή όπου όλα ήταν ειρηνικά και όμορφα, μέχρι να έρθουν τα κόμματα με τον ξύλινο λόγο τους και την ατελέσφορη ή και επικίνδυνη πρακτική τους, να τα διαταράξουν. Υποβαθμίζεται έτσι η πολιτική συζήτηση και εξαφανίζονται μία σειρά πολιτικά κεκτημένα των αγώνων δεκαετιών.. Αν μπορεί να υπάρξει κάτι από το τίποτα, τότε ποιος ο λόγος όλων αυτών των συζητήσεων για στρατηγικές, αιτήματα, τακτικές και μορφές δράσης;

    Ας περάσουμε τώρα στον ειρηνικό – μη βίαιο χαρακτήρα των αιγυπτιακών κινητοποιήσεων. Αυτό είναι ίσως το κεντρικό στοιχείο της αφήγησης που συγκροτεί τον ιδεότυπο »Ταχρίρ» . Μαθαίνουμε λοιπόν πως αυτό που εξασφάλισε τη μαζικότητα και την επιτυχία των αιγυπτιακών διαδηλώσεων είναι η μέχρι τέλους παθητική, μη βίαιη διάσταση τους, ο σεβασμός της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, η μη παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας και κοινωνίας. Όλα αυτά βέβαια, εμμέσως πλην σαφώς, αντιπαραβάλλονται με τον αναποτελεσματικό και αδιέξοδο χαρακτήρα των εγχώριων κινητοποιήσεων, όπως οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις. Η επιφανειακή αυτή προσέγγιση των διαδηλώσεων της πλατείας του Καΐρου λέει περισσότερα εξαιτίας αυτών που αποκρύπτει, παρά με αυτά που ρητά διατυπώνει. Διότι μπορεί για τα ευρωπαϊκά και ελληνικά δεδομένα η δράση των Αιγυπτίων να ήταν παθητική και μη βίαιη (ειρηνική παρουσία σε μία πλατεία), για το αιγυπτιακό καθεστώς όμως συνιστούσαν μία μέγιστη επιθετική κίνηση που υπονόμευε άμεσα την εξουσία του. Σε δικτατορικά καθεστώτα που απαγορεύουν ή περιστέλλουν δραστικά, με φυσική καταστολή, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και την ελεύθερη πολιτική έκφραση, κινήσεις που αμφισβητούν αυτή την απαγόρευση, όπως οι συγκεντρώσεις στην Ταχριρ, μόνο με την ύπαρξη τους και δευτερευόντως με τα αιτήματα τους (που στην Αίγυπτο ήταν σαφώς αντικαθεστωτικά), εκλαμβάνονται και ορθά ως μέγιστες απειλές. Ταυτόχρονα, σε καθεστώτα που στηρίζουν τη κυριαρχία τους στην καταστολή και στη διάλυση κάθε αντιπολίτευσης εν τη γενέσει της είναι αποφασιστικής σημασίας, από τη σκοπιά των αντιπολιτευόμενων, να σπάσει το φράγμα του φόβου και καταστεί εφικτό να υπάρξει μία κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θα αντέξει την καταστολή και θα επιτρέψει σε μεγαλύτερες μάζες να κατέβουν στους δρόμους. Το τελευταίο με τη σειρά του αποτελεί αποτελεί και το ποιοτικό άλμα που εν πολλοίς αχρηστεύει τις κατασταλτικές δυνατότητες του αστυνομικού κράτους.

    Όπως βλέπουμε λοιπόν, μία συγκεκριμένη μορφή δράσης (μαζικές ειρηνικές συγκεντρώσεις) σε ένα δεδομένο συγκείμενο σαν και αυτό της Αιγύπτου, ενός διδακτορικού κράτους δηλαδή, μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει αυτό με την ελληνική πραγματικότητα όπου το δικαίωμα των συναθροίσεων είναι ελεύθερο και όπου σύμφωνα με την αστυνομία το περασμένο χρόνο έγιναν 900 συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας, από πολύ μαζικές έως ελάχιστα; Επίσης δεν είναι καθόλου αλήθεια πως οι αιγυπτιακές διαδηλώσεις ήταν εξολοκλήρου μη βίαιες, αντίθετα οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν αρκετή βία κάθε φορά που οι αστυνομία ή πληρωμένοι και μη οπαδοί του Μουμπαρακ προσπάθησαν να τους διαλύσουν. Αμυντική μεν αλλά βία δε. Αν θέλαμε λοιπόν να κάνουμε τη σύγκριση με την Ελλάδα, μία καλύτερη αναλογία θα ήταν αυτή της Κερατέας, όπου οι κάτοικοι κατέλαβαν την περιοχή τους για να εμποδίσουν την κατασκευή ΧΥΤΑ, ασκώντας αμυντική βία κάθε φορά που η αστυνομία προσπαθούσε να τους διαλύσει. Όμως οι κάτοικοι της Κερατέας δεν επιβραβεύονται από τα εγχώρια μίντια, αντίθετα λοιδορούνται ως »300 χούλιγκανς».

    Όμως ακόμη και στην περίπτωση της Αιγύπτου και της Τυνησίας δεν πρέπει να υπερτονιστεί ο ρόλος των πολυήμερων, ειρηνικών συγκεντρώσεων στην πτώση του Μουμπάρακ και του Μπεν Άλι. Οι κινητοποιήσεις αυτές υπήρξαν ιδιαίτερασημαντικές αλλά από μόνες τους δεν θα ήταν αρκετές για να προκαλέσουν την πτώση των δικτατόρων. Αντίθετα αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη ήταν κάτι που οι εδώ εγχώριοι υμνητές της πλατείας Ταχρίρ προσπαθούν επιμελώς να το ξεχάσουν. Ποιο είναι αυτό; μα η παράλυση της οικονομίας βέβαια. Η Αίγυπτος και η Τυνησία είναι δύο χώρες που η οικονομία τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό. Η παρατεταμένη, αστάθεια, η συνεχόμενη βία και καταστολή, το συνεχές κλείσιμο των καταστημάτων, είτε λόγω των διαδηλώσεων είτε λόγω της συμμετοχής των ιδιοκτητών σε αυτές, παρέλυσαν την τουριστική βιομηχανία με αποτέλεσμα η οικονομία και οι αιγυπτιακές επιχειρήσεις και το κράτος να χάνουν δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα τις τελευταίες μέρες των κινητοποίησεων άρχισαν να εξαπλώνονται μαζικές απεργίες στις ιδιωτικές και μη βιομηχανίες, πολλές από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές, φτάνοντας μέχρι το σημείο της εκδίωξης των διευθυντών από τα εργοστάσια και την κατάληψης τους από τους εργάτες. Ήταν αυτές οι εξελίξεις που έπεισαν το στρατό και την αστική τάξη που μέχρι τότε επέμεναν να στηρίζουν τον Μουμπάρακ (και τον Μπεν Άλι), να τους εγκαταλείψουν και να δρομολογήσουν έναν ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό. Βλέπουμε λοιπόν πως όλες εκείνες οι μορφές πάλης που εδώ παρουσιάζονται ως αναποτελεσματικές )απεργίες, παράλυση της οικονομίας κλπ) είναι αυτές που σε τελική ανάλυση οδήγησαν στη νίκη τα κινήματα της Αιγύπτου και της Τυνησίας.

    Τέλος λίγα λόγια για το πολιτικό περιεχόμενο της πλατείας Ταχρίρ, έτσι όπως αναμορφώνεται βέβαια για να παρουσιαστεί στην εγχώρια πραγματικότητα ως οδηγός αποτελεσματικής πολιτικής δράσης. Όπως επισημάναμε πιο πάνω, αυτό συνίσταται στη σημασία του να εκφραστεί η αγανάκτηση: να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους και να εκφράσει ειρηνικά τη δυσαρέσκεια του. Και στην επίκληση της δημοκρατίας γενικά, απέναντι στους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους ανεξέλεγκτους τραπεζίτες, τα αναποτελεσματικά κόμματα κ.ο.κ. Πράγματι, δε μπορεί να αρνηθεί κανείς πως αυτό που παρακίνησε τα εκατομμύρια των Αιγυπτίων και Τυνήσιων να κατέβουν στους δρόμους ήταν μία ειλικρινής αγανάκτηση και μία συσσωρευμένη δυσαρέσκεια από την καταπίεση που υφίστανται. Ωστόσο οι πηγές αυτής της καταπίεσης δεν ήταν κοινές για όλους όσους κινητοποιήθηκαν ούτε και η έκταση της. Διαφορετικά λοιπόν τα αίτια της καταπίεσης των Αιγυπτίων εργατών από τα μεσοστρώματα του Καΐρου, των ανέργων από τις θρησκευτικές μειονότητες, των δημοσίων υπαλλήλων από των γυναικών. Υπήρχε βέβαια μία προφανής κοινότητα , αυτή της έλλειψης πολιτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων η οποία όμως είναι νόμιμο να ισχυριστούμε πως βιωνόταν διαφορετικά από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ανάλογα με τη σχετική τους ισχύ στην αιγυπτιακή κοινωνία. Επίσης είναι σίγουρο πως υπήρξε μία αλληλόεπικάλυψη που σχετίζεται με τις πολλαπλές ιδιότητες πολλών από τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις (πχ άνεργη χριστιανή γυναίκα ή μικρομεσαίος έμπορος μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων κλπ). Απεδείχθη όμως πως όλες αυτές οι διαφορετικής ποιότητας και έκτασης, δυσαρέσκειες κατέστη δυνατόν να εκδηλωθούν στο ίδιο χώρο και χρόνο και να συμπυκνωθούν σε ένα σύνθημα: »δημοκρατία» έτσι όπως εξειδικεύονταν στο: »κάτω ο Μουμπάρακ» . Στην περίπτωση λοιπόν της Αιγύπτου (και Τυνησίας) η δημοκρατία (η πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία βέβαια) μετατράπηκε σε κύριο αδειανό σημαίνον που σταθεροποιούσε στο σημείο διαρραφής το νόημα των επιπλέοντων σημαινόντων όπως, ελευθερία, δικαιώματα, εργασία, αυξήσεις, θρησκευτική ελευθερία κλπ. που συμπύκνωναν τη δυσαρέσκεια των διαφορετικών υποκείμενων που απάρτιζαν το κίνημα.

    Χωρίς εδώ να είμαστε σε θέση να κάνουμε μία διεξοδική ανάλυση για το πως το αστικό- δημοκρατικό πρόταγμα κατάφερε να ηγεμονεύσει στις αραβικές εξεγέρσεις αρκεί να επισημάνουμε πως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η πάλη ενάντια στο οποιοδήποτε κακώς κείμενο της κοινωνίας, όπως τη φτώχεια, την ανεργία, την θρησκευτική καταπίεση, την απουσία δικαιωμάτων, προσέκρουε πάνω στον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος, την απουσία καναλιών πολιτικής διαμεσολάβησης με αποτέλεσμα να πολιτικοποιείται και να γενικεύεται σχεδόν αυτόματα. Η ικανοποίηση του οποιουδήποτε »μερικού» αιτήματος προϋπέθετε τη συνολική πολιτειακή αλλαγή. Αυτό έγινε πιο εμφανές μετά την πτώση των δικτατόρων και την δρομολόγηση εκλογών. Η μεγάλη κοινωνική και πολιτική συμμαχία που πραγματοποίησε την εξέγερση έσπασε και οι κινητοποιήσεις απομαζικοποιήθηκαν. Οι διαδηλώσεις για πιο βαθύ και γρήγορο εκδημοκρατισμό συνεχίστηκαν βέβαια, όπως και οι μία σειρά απεργίες και δράσεις. Όμως αυτές ξαναπέκτησαν τον μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα τους, με αποτέλεσμα να δοθεί η ευκαιρία στη μεταβατική χούντα που διοικεί αυτή τη στιγμή την Αίγυπτο και την Τυνησία, να τις αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά μέσω της καταστολής.. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως πίσω από τα αιτήματα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που αποτέλεσαν το αιγυπτιακό και τυνησιακό κίνημα δεν υποκρύπτονταν διαφορετικά υλικά συμφέροντα. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε εδώ είναι πως στη δεδομένη συγκυρία τα διαφορετικά αυτά αιτήματα των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων και τάξεων κατέστη δυνατό να νοηματοδοτηθούν από το σημαίνον (κοινοβουλευτική) δημοκρατία και να ξεδιπλωθούν κυρίως μέσα από την πάλη για την πραγματοποίηση της.

    Με βάση τα παραπάνω, ας επιχειρήσουμε τώρα να επιστρέψουμε στο ερώτημα κατά πόσο το σχήμα: αυθόρμητη, μαζική ειρηνική διαμαρτυρία με στόχο τη δημοκρατία (γαρνιρισμένη βέβαια με κατηγορίες εναντίων των διεφθαρμένων πολιτικών, των αναποτελεσματικών κομμάτων κλπ) που επιχειρούν οι προπαγανδιστές της πλατείας Ταχρίρ και αυτής της Puerta del Sol, στην Ελλάδα, μπορεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που φαντασιώνονται πως λειτούργησε στην Αίγυπτο και την Τυνησία. Μπορεί λοιπόν η οργανωμένη από το facebook καθιστική διαμαρτυρία στο Σύνταγμα και σε άλλες πλατείες ανά την επικράτεια, με αίτημα μία αφηρημένη (πραγματική, μη διεφθαρμένη κοκ) δημοκρατία να προκαλέσει μία τόσο μεγάλης έκτασης πολιτική αλλαγή όπως στην Αίγυπτο; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να επικεντρώσουμε στα δεδομένα της ελληνικής κρίσης, διότι μπορεί στην Αίγυπτο και την Τυνησία το σημαίνον δημοκρατία να συνέδεσε και να να συμπύκνωσε τα επιμέρους αιτήματα και δυσαρέσκειες των ξεχωριστών κοινωνικών ομάδων, αναδυόμενο ως αυτό που απουσιάζει και το σημαίνον αυτής της απουσίας, στην περίπτωση της Ελλάδας όμως είναι απίθανο να επιτελέσει αυτό το ρόλο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο πυρήνας της ελληνικής κρίση δεν είναι η δυσλειτουργία των θεσμών ή »έλλειψη» δημοκρατίας. Το αντίθετο θα λέγαμε, η κρίση έδειξε πως στην Ελλάδα οι θεσμοί και η δημοκρατία λειτουργούν άψογα παίζοντας τέλεια το ρόλο τους στο να φυσικοποιούν και αποπολιτικοποιούν το πεδίο της οικονομίας, στο οποίο εντοπίζεται και η ελληνική κρίση, αποκρύπτοντας πως εκεί καμία δημοκρατία δεν υφίσταται ούτε επιτρέπεται. Δεν μπορείς άλλωστε να αποφασίσεις δημοκρατικά στο αν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας. Στην Ελλάδα όλες οι δυσαρεστημένες κοινωνικές ομάδες ή και πρόσωπα μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα την αγανάκτηση τους διαδηλώνοντας όσο θέλουν και φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούν, όπως αποδεικνύει και η πληθώρα διαμαρτυριών τον τελευταίο χρόνο. Βέβαια δεν υπάρχει κανένας να τους ακούσει από τη στιγμή που η οικονομία έχει μετατραπεί σε φυσική αναγκαιότητα που εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τα αλλεπάλληλα μνημόνια. Σε αυτό συμφωνούν η πλειοψηφία των κομμάτων, εκτός από το ΚΚΕ που διαφωνεί αλλά δεν παρουσιάζει καμία συγκεκριμένη εναλλακτική και το ΣΥΝ που επίσης διαφωνεί αλλά παρουσιάζει όλες τις πιθανές εναλλακτικές, δηλαδή πάλι καμία. Αν λοιπόν στην Αίγυπτο και την Τυνησία η απουσία της πολυκομματικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συνιστούσε ένα πρώτο αλλά ανυπέρβλητο εμπόδιο για το ξεδίπλωμα και την επίτευξη των λαϊκών διεκδικήσεων, στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: η ύπαρξη αυτής της δημοκρατίας είναι το ανυπέρβλητο εμπόδιο πάνω στο οποίο πέφτει ο κόσμος στην προσπάθεια του να συνειδητοποιήσει την πηγή των προβλημάτων του για να μπορέσει να τα επιλύσει..

    Ολοκληρώνοντας το παραπάνω συλλογισμό είμαστε τώρα σε θέση να απαντήσουμε κατά πόσο οι επίδοξοι μιμητές της πλατείας Ταχρίρ και της Puerta del Sol κομίζουν την λύση για το χειμαζόμενο ελληνικό κίνημα. Ένα σχήμα λοιπόν που υποδεικνύει ως υπαίτιους για την κρίση κάποιους διεφθαρμένους πολιτικούς και τραπεζίτες και ως απάντηση σε αυτή τη διεκδίκηση μία αφηρημένη, υπερταξική δημοκρατία. Και ως αποτελεσματική μορφή δράσης τις ειρηνικές καθιστικές διαμαρτυρίες που κανένα πρόβλημα δεν δημιουργούν στο κράτος και τα αφεντικά, όχι μόνο λύση δεν μπορεί να είναι, αντίθετα συνιστά μέρος του προβλήματος.

    Εδώ θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως αυτό το περιεχόμενο και αυτή η μορφή δράσης έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε ένα πλατύτερο κόσμο από αυτόν που συμμετέχει κανονικά στις παραδοσιακές διαμαρτυρίες, γεγονός που είναι αντικειμενικά θετικό. Αυτός ο ισχυρισμός θα είχε μία βάση ένα χρόνο πίσω, πριν την έκρηξη της ταξικής πάλης που συνόδεψε την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Πριν επίσης από όλη αυτή τη συζήτηση που διεξάγεται στην ελληνική κοινωνία για τα αίτια της οικονομικής κρίσης, το ταξικό περιεχόμενο του χρέους και του ευρώ, τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτή η συζήτηση και οι κινητοποιήσεις δεν αφορούσαν μόνο τους συνήθεις ύποπτους του χώρου της αριστεράς και της αναρχίας, άλλα επεκτάθηκε σε μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, όπως αποδεικνύουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η προσπάθεια λοιπόν όσων φιλοδοξούν να παράξουν και εδώ μία Ταχρίρ ή Puerta del Sol, παρακάμπτει όλη αυτή την εμπειρία και τα συμπεράσματα της και υποβαθμίζει σε ένα αρκετά χαμηλότερο επίπεδο δράσης και πολιτικής συνειδητοποίησης, όχι από αυτό που φαντασιώνεται η αριστερά αλλά από αυτό που είχε κατακτηθεί από τις μαζικές δράσεις του τελευταίου χρόνου. Αναγκαστικά λοιπόν και σε ένα χαμηλότερο επίπεδο αποτελεσματικότητας. Γιατί τι παραπάνω θα πετύχουν οι μαζικές καθιστικές διαμαρτυρίες, όσες μέρες και αν κρατήσουν, εκεί που απέτυχαν οι 9 γενικές απεργίες, οι δυναμικές διαδηλώσεις πολλών δεκάδων χιλιάδων, οι καταλήψεις κλπ. Όλες αυτές οι δράσεις δεν απέτυχαν επειδή δεν ήταν αρκετά μαζικές ή επειδή ήταν πολύ »αριστερίστικες» αλλά επειδή δεν κατάφεραν να μετουσιωθούν σε μία εναλλακτική πολιτική πρόταση και δύναμη που να διεκδικεί να τις ολοκληρώσει προτείνοντας μία διαφορετική κυβέρνηση – εξουσία.

    Αν όμως το κίνημα της ελληνικής Ταχρίρ δεν διεκδικεί να πετύχει εκεί που πιο ριζοσπαστικές και αρκετά μαζικές δράσεις απέτυχαν, σε τι αποσκοπεί; Στο να διαχειριστεί το τραύμα αυτής της αποτυχίας βέβαια, κατασκευάζοντας ένα φετίχ στο οποίο θα κατευθυνθεί η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και θα εκφραστεί ακίνδυνα, ικανοποιώντας την ανάγκη της ψυχικής και πολιτικής εκτόνωσης. Οι διαμαρτυρίες αυτές συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν λογίζονται ως μέσα για την επίτευξη ενός στόχου: την αλλαγή της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά ως αυτοσκοπός. Γι αυτό και η έμφαση δίνεται στο να πραγματοποιηθούν αυτές οι διαμαρτυρίες, να είναι μαζικές, να είναι ειρηνικές, να είναι περιεκτικές ώστε να μην αφήνουν κανέναν απέξω. Οποιαδήποτε προσπάθεια να προσδιορισθούν στόχοι μη αυτοαναφορικοί και μορφές πάλης πιο αποτελεσματικές συναντά την άμεση κατηγορία για σεχταρισμό και εμμονή σε αποτυχημένες πρακτικές της »ξύλινης» αριστεράς. Ως τέτοιες λοιπόν παρουσιάζονται και από τα ποικιλώνυμα μίντια, ως ένα event, πανηγυρικό, πολιτισμένο, ευρωπαϊκό.

    Αυτή η πραγματικότητα δυστυχώς έφτασε να αγγίζει και τμήματα της αριστεράς και της αναρχίας που μετατράπηκαν σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτών των μορφών δράσης αποφεύγοντας να κάνουν στοιχειώδη πολιτική ανάλυση. Ο ίδιος μηχανισμός του φετιχισμού βρίσκεται εν λειτουργία και εδώ με μία μικρή διαφοροποίηση που συνίσταται στο σχήμα: οτιδήποτε δεν θυμίζει την αποτυχημένη μέχρι τώρα πρακτική του κινήματος και της αριστεράς είναι καλό. Όποιος προσπαθήσει να αναδείξει προβλήματα και ανεπάρκειες αυτής της »νέας» μορφής δράσης χαρακτηρίζεται παλαιοαριστερός και καταγγέλλεται για πρωτογονισμό.

    Βέβαια υπάρχει και εκείνο το τμήμα του χώρου που αναγνωρίζει τα προβλήματα και τα όρια του εν λόγω κινήματος, διατηρώντας επιφυλάξεις, υποστηρίζει όμως πως η αριστερά πρέπει να δοκιμάσει μία κριτική εμπλοκή, αναγνωρίζοντας το ως πεδίο δράσης και συζήτησης με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ που ενώ αναδεικνύει μία σειρά προβλήματα που το χαρακτηρίζουν, καταγγέλλει και αποχωρεί. Η τοποθέτηση αυτή είναι ομολογουμένως η πιο σωστή αλλά πρέπει να υπάρχει συναίσθηση των ορίων της δυνατότητας της να επηρεάσει και να διαμορφώσει το συγκεκριμένο κίνημα. Από τη στιγμή που η ίδια αυτή η μορφή δράσης συνιστά μία μετατόπιση- υπεραναπλήρωση της αδυναμίας να επιτευχθεί πραγματική αλλαγή, οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπασθεί η προσήλωση από το φετίχ σε κάτι άλλο αναμένεται να συναντήσει έντονη αντίσταση. Όταν δεν μπορώ να έχω τη Charlize Theron μπορεί να μου αρκεί μία γόβα της. Εάν πείσω τον εαυτό μου πως εξαρχής αυτό που ήθελα ήταν η γόβα, τότε η Charlize μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς από την εικόνα και αν προσπαθήσεις να μου πάρεις τη γόβα, κινδυνεύεις να βρεθείς με αυτή καρφωμένη στο κεφάλι….

    Ολοκληρώνοντας ,δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ορισμένα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η κυβέρνηση ανακοινώνει το τριετές, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας, εξαγγέλλει μία νέα φοροεπιδρομή, περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Ταυτόχρονα τα στελέχη της επαναφέρουν συνεχώς τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας, ενώ η Μαρία Δαμανάκη, εμφανώς σκόπιμα, »διαρρέει» πως στα ευρωπαϊκά επιτελεία συζητιέται η αποπομπή της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Η στόχευση όλων αυτών είναι προφανής, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού προκειμένου να παραλύσει τις αντιδράσεις απέναντι στα νέα μέτρα και να διευκολύνει την αποδοχή τους. Την ίδια στιγμή δεν προγραμματίζεται καμία κινητοποίηση από τη ΓΣΕΕ ή από άλλα συνδικάτα ενώ ο χώρος πανηγυρίζει για το πολύχρωμο, φρέσκο, all inclusive, κίνημα των Ελλήνων indignados. To Σκαί και τα άλλα αστικά μίντια επιχαίρουν γιατί επιτέλους έγινε και στην Ελλάδα μία πολιτισμένη, ευρωπαϊκή διαμαρτυρία, μακριά από μολότοφ, πέτρες και συγκρούσεις και η Αυγή, η εφημερίδα του ΣΥΝ, του κατεξοχήν εν Ελλάδι εκπροσώπου του επιλεκτικού υλισμού και του διαλεκτικού οπορτουνισμού, κατεβαίνει με πρωτοσέλιδο »Δημοκρατία» What a wonderful world…

    Σε μία επίσκεψη του στο Λονδίνο το 2003, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, ο George Bush, ρωτήθηκε στη συνέντευξη τύπου να σχολιάσει τις μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου που έγιναν στην Βρετανία. Η απάντηση του ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής: »Βλέπετε, ακριβώς γι αυτό κάναμε τον πόλεμο στο Ιράκ, για να μπορούν και οι Ιρακινοί να διαδηλώνουν ελεύθερα, όποτε διαφωνούν με την κυβέρνηση τους, όπως γίνεται και εδώ». Η χαρακτηριστική αποτυχία των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, παρά τη μαζικότητα τους ,να αποτρέψουν τον πόλεμο, οδήγησε το Ζίζεκ να ισχυριστεί πως η πραγματική λειτουργία τους ήταν κατά κάποιο τρόπο να τους κάνουν όλους να αισθανθούν καλά. Οι διαδηλωτές εξέφρασαν ηχηρά την αντίθεση στον πόλεμο, οι κυβερνήσεις επέτρεψαν αυτές τις διαμαρτυρίες να εκφραστούν ελεύθερα και ο πόλεμος… έγινε. Άλλωστε στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ελπίζω ειλικρινά η εμφάνιση των Ελλήνων »indignados» να μην υποδηλώνει πως έχουμε φτάσει και εμείς στο ίδιο σημείο.

    Smirnoff

    Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στον Radical Desire και στον ΠαραλληλοΓράφο.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑