Πέντε μέρες (από τηv Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Λ. Τρότσκι)

Αποσπάσματα από το 7ο κεφάλαιο από τηv Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Λ. Τρότσκι, όπως δημοσιεύτηκε στο φύλο 54 της Εργατικής Εξουσίας (Μάρτιος 2002)

Πέντε μέρες

Από τις 23 ως τις 27 Φλεβάρη 1917

Στις 23 Φλεβάρη ήταν η «Διεθνής ημέρα της Γυναίκας». Μέσα στους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους λογαριάζανε να υπογραμμίσουν τη σημασία αυτής της μέρας με τα συνηθισμένα μέσα: συγκεντρώσεις, λόγους, τρικ. Την παραμονή ακόμα δεν θα ερχόταν στη σκέψη κανενός ότι η «Μέρα της Γυναίκας» θα μπορούσε να γίνει η πρώτη μέρα της επανάστασης. Ούτε μια οργάνωση δεν έριξε το σύνθημα της απεργίας για κείνη τη μέρα. Ακόμα περισσότερο, μια μπολσεβίκικη οργάνωση κι από τις πιο μαχητικές, η Αχτιδική Επιτροπή, καθαρά εργατική, του Βύμποργκ, συμβούλεψε τους εργάτες να αποφύγουν κάθε απεργιακή εκδήλωση. Η ψυχική κατάσταση των μαζών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καγιούροβ, από τους εργατικούς ηγέτες της αχτίδας, ήταν πολύ τεντωμένη και κάθε απεργία απειλούσε να μετατραπεί σε ανοιχτή σύρραξη. Και καθώς η Επιτροπή  είχε τη γνώμη πώς δεν είχε φτάσει ακόμα η στιγμή ν’ αρχίσουν οι εχθροπραξίες- γιατί το κόμμα δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρό και η σύνδεση ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες ήταν πολύ χαλαρή- είχε έτσι αποφασίσει να μην καλέσει τους εργάτες σε απεργία , μα να προετοιμαστεί για την επαναστατική δράση σε απρόσμενη ημερομηνία. Τέτοια ήταν η γενική γραμμή της Επιτροπής την παραμονή της 23 του Φλεβάρη και φαινόταν πως θα την ακολουθήσουν όλοι. Όμως την άλλη μέρα το πρωί, παρά τις ντιρεκτίβες, οι εργάτες της υφαντουργίας παράτησαν τη δουλειά σε πολλές φάμπρικες και στείλανε αντιπροσώπους τους στους μεταλλουργούς να τους ζητήσουν να υποστηρίξουν την απεργία τους. «Με κρύα καρδιά», γράφει ο Καγιούροβ, «βάδισαν οι μπολσεβίκοι, ακολουθούμενοι από τους μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες εργάτες. Μα από τη στιγμή που είχαμε απεργία μαζική έπρεπε να καλέσουμε όλο τον κόσμο να κατέβει στους δρόμους και να τεθούμε επικεφαλείς του κινήματος»- τέτοια ήταν η πρόταση του Καγιούροβ και η Επιτροπή του Βύμποργκ είδε πως έπρεπε να την επιδοκιμάσει. «Η ιδέα μιας διαδήλωσης ωρίμαζε από καιρό ανάμεσα στους εργάτες, μόνο που κείνη τη στιγμή κανένας δεν ήξερε ακόμα τι θα ‘βγαινε απ’ αυτήν».(…)
Θεωρούνταν βέβαιο από τα πριν ότι σε περίπτωση διαδήλωσης, ο στρατός θα έβγαινε οπωσδήποτε από τους στρατώνες και θα ριχνόταν πάνω στους εργάτες. Τι θα γινόταν τότε; Βρισκόμαστε σε πολεμική περίοδο, οι αρχές δεν έχουν διάθεση για αστεία. Μα από το άλλο μέρος ο στρατιώτης της «εφεδρείας» κείνες τις μέρες δεν ήταν πια ο αλλοτινός στρατιώτης της «ενεργούς υπηρεσίας». Ήταν αλήθεια τόσο τρομερός; Αυτό το θέμα το συζητούσαν πολύ μέσα στους επαναστατικούς κύκλους, αλλά μάλλον αφηρημένα, γιατί κανένας, απόλυτα κανένας – και μπορεί κανείς να το υποστηρίξει κατηγορηματικά σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα ντοκουμέντα- δε φανταζότανε ακόμα ότι η μέρα της 23 Φλεβάρη θα ήταν η απαρχή μιας αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στον απολυταρχισμό. Δε γινόταν λόγος παρά για μια διαδήλωση που οι προοπτικές της έμεναν ακαθόριστες, και όπως και να ‘ναι περιορισμένες.

Έχει λοιπόν αποδειχτεί πραγματικά ότι η επανάσταση του Φλεβάρη εξαπολύθηκε από τα στοιχεία της βάσης που υπερφαλάγγισαν την αντίσταση των ίδιων των επαναστατικών τους οργανώσεων και ότι την πρωτοβουλία την πήρε αυθόρμητα ένα τμήμα του προλεταριάτου που ζούσε κάτω απ’ τις σκληρότερες συνθήκες καταπίεσης και εκμετάλλευσης- εργάτριες της υφαντουργίας που ανάμεσά τους πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν όχι λίγες γυναίκες στρατιωτών. Η τελευταία παρόρμηση ήρθε απ’ τις ατελείωτες ουρές μπροστά στα αρτοποιεία. Ο αριθμός των εργατών, αντρών και γυναικών, ήταν εκείνη την ημέρα κάπου 90.000. Οι μαχητικές διαθέσεις εκφράζονταν σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία. Το κίνημα πρωτοαναπτύχθηκε στην αχτίδα του Βύμπορκ, όπου βρίσκονται οι μεγάλες επιχειρήσεις και απλώθηκε έπειτα στο προάστιο το λεγόμενο του «Πέτερσμπουργκ». Στα άλλα τμήματα της πόλης, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Οχράνα, δεν σημειώθηκαν ούτε απεργίες, ούτε διαδηλώσεις. Κείνη τη μέρα η αστυνομία ενισχύθηκε με αποσπάσματα στρατού, όπως φαίνεται ολιγάριθμα, μα δεν έγιναν συγκρούσεις. Ένα πλήθος από γυναίκες, που δεν ήταν όλες τους εργάτριες, κατευθύνθηκε προς τη Δούμα για να ζητήσει ψωμί. Ήταν σα να ζητούσαν γάλα από ένα κριάρι. Σε διάφορες συνοικίες εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες και οι επιγραφές τους μαρτυρούσαν ότι οι εργάτες ζητούσαν ψωμί, μα δε θέλανε πια ούτε αυταρχία ούτε πόλεμο. Η «Μέρα της Γυναίκας» είχε σημειώσει επιτυχία, είχε κυλήσει μέσα στον ενθουσιασμό και δεν είχε προκαλέσει θύματα. Μα τι έκρυβε μέσα της, αυτό κανείς δεν το υποπτευόταν ακόμα, σαν έπεσε το βράδυ.

Την άλλη μέρα το κίνημα όχι μόνο δεν κόπασε μα φούντωσε ακόμα περισσότερο: σχεδόν οι μισοί βιομηχανικοί εργάτες της Πετρούπολης απεργούν στις 24 Φλεβάρη. Οι εργάτες  παρουσιάζονται από το πρωί στα εργοστάσιά τους και αντί να στρωθούνε στη δουλειά, ανοίγουνε συγκεντρώσεις και ύστερα κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης. Καινούργιες συνοικίες, καινούργιες ομάδες λαού ρίχνονται στο κίνημα. Το σύνθημα «ψωμί» παραμερίζεται ή σκεπάζεται από άλλα συνθήματα: «Κάτω η απολυταρχία!», «Κάτω ο πόλεμος!». Αδιάκοπες διαδηλώσεις στο Νέβσκι Προσπέκτ: πρώτα συμπαγείς εργατικές μάζες που τραγουδούν επαναστατικά τραγούδια. Έπειτα παρδαλό πλήθος από πολίτες, γαλάζια φοιτητικά πηλήκια. «Ο κόσμος που πηγαινοερχόταν μας έδειχνε συμπάθεια κι απ’ τα παράθυρα πολλών νοσοκομείων, οι φαντάροι μας χαιρετούσαν ανεμίζοντας ότι είχαν στα χέρια». Ήταν πολλοί που καταλάβαιναν τι σημασία είχαν κείνες οι εκδηλώσεις συμπάθειας των άρρωστων φαντάρων απέναντι στους διαδηλωτές; Ωστόσο οι Κοζάκοι εξορμούσαν πάνω στο πλήθος, αν και δίχως βαναυσότητα. Οι διαδηλωτές σκόρπαγαν από δω κι από κει, κατόπιν ανασυντάσσονταν σε μικρές ομάδες. Δεν υπήρχε ο παραμικρός φόβος ανάμεσα στο πλήθος. Μια βοή περνούσε από στόμα σε στόμα: «Οι Κοζάκοι έδωσαν το λόγο τους πως δε θα ρίξουν». Ολοφάνερα, οι εργάτες είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν με μερικούς Κοζάκους. Λίγο αργότερα ωστόσο προβάλανε δραγόνοι μισομεθυσμένοι, ξεστομίζοντας βρισιές κι άνοιγαν πέρασμα μέσα στο πλήθος, χτυπώντας με λόγχες στα κεφάλια. Οι διαδηλωτές κρατήθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις, χωρίς να σκορπίσουν. «Δε θα ρίξουν». Και πράγματι δεν έριξαν.
Ένας φιλελεύθερος γερουσιαστής που είδε στους δρόμους σταματημένα τραμ, (μα αυτό δεν έγινε την άλλη μέρα) ορισμένα με σπασμένα τζάμια, μερικά αναποδογυρισμένα δίπλα στις γραμμές, θυμήθηκε τα Ιουλιανά του 1914, τις παραμονές του πολέμου: «Νόμιζες πως έβλεπες να επαναλαμβάνεται η παλιά απόπειρα». Ο γερουσιαστής έβλεπε σωστά, σίγουρα υπήρχε κάποιος συνδετικός κρίκος: η ιστορία έπιανε τις δύο άκρες του επαναστατικού κινήματος που είχε σπάσει με τον πόλεμο και τις ξανάδενε κόμπο.
Όλη τη μέρα, τα λαϊκά πλήθη δεν έκαναν άλλο παρά να κυκλοφορούν από συνοικία σε συνοικία, κυνηγημένα άγρια απ’ την αστυνομία, συγκρατούμενα και απωθούμενα από το ιππικό και από ορισμένα αποσπάσματα πεζικού. Πλάι στην κραυγή: «Κάτω η αστυνομία!», αντηχούσαν ολοένα και πιο συχνά τα «Ζήτω» για τους Κοζάκους . Αυτό είχε τη σημασία του. Το πλήθος έδειχνε στην αστυνομία το άγριο μίσος του. Οι έφιπποι χωροφύλακες έγιναν δεκτοί με σφυρίγματα, με πέτρες, με κομμάτια πάγο. Ολότελα διαφορετική ήταν η επαφή των εργατών με τους στρατιώτες. Γύρω απ’ τους στρατώνες, πλάι στις σκοπιές, στα περίπολα και τις στρατιωτικές ζώνες, εργάτες και εργάτριες μαζευόντανε, αλλάζοντας φιλικά λόγια με τους στρατιώτες. Ήταν ένας καινούργιος σταθμός που οφείλονταν στην επέκταση της απεργίας και την αναμέτρηση των εργατών με το στρατό. Αυτός ο σταθμός είναι αναπόφευκτος σε κάθε επανάσταση. Μα μοιάζει πάντα πρωτόγνωρος και πραγματικά παρουσιάζεται κάθε φορά με καινούργια όψη: εκείνοι που διαβάσανε ή γράψανε πάνω σ’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός όταν παρουσιάζεται.

Στην Αυτοκρατορική Δούμα διηγιόντουσαν κείνη την μέρα πως ένα τεράστιο πλήθος λαού σκέπαζε όλη την πλατεία Ζναμένσκαγια, ολόκληρο το Νέβσκι Πρόσπεκτ και τους γύρω δρόμους, και πως βρισκόταν κανείς μπροστά σ’ ένα φαινόμενο δίχως το όμοιό του: το πλήθος, επαναστατικό και όχι πατριωτικό, επευφημούσε του; Κοζάκους και τα συντάγματα που βάδιζαν με μουσική. Καθώς ένας βουλευτής ρωτούσε σαν τι να σήμαιναν όλα αυτά, ένας περαστικός, ο πρώτος τυχόντας, του  απάντησε: «Ένας αστυνομικός χτύπησε μια γυναίκα με τη ναγκάικά του. Μπήκαν στη μέση οι Κοζάκοι και κυνηγήσανε την αστυνομία». Μπορεί τα πράγματα να μην έγιναν έτσι, κανένας δε θα ήταν σε θέση να το εξακριβώσει αυτό. Μα το πλήθος πίστευε πως έτσι ήταν, πως αυτό μπορούσε να γίνει. Πίστη που δεν έπεφτε απ’ τον ουρανό, μα έβγαινε από την ίδια του την πείρα και γι αυτό θα ήταν εχέγγυο νίκης.

Οι εργάτες του Έρικσον, ένα απ’ τα πιο σύγχρονα εργοστάσια του Βύσμποργκ, ύστερα από την πρωινή συγκέντρωση, προχώρησαν μαζικά, κάπου 2.500 άντρες, προς το Σαμψονιέβσκι Προσπέκτ και, μέσα σ’ ένα στενό πέρασμα, πέσανε πάνω στους Κοζάκους. Τσιγκλώντας τα’ άλογά τους, οι αξιωματικοί έσκισαν πρώτοι το πλήθος. Πίσω τους πάνω σ’ όλο το πλάτος του λιθόστρωτου τροχάζανε οι Κοζάκοι. Κρίσιμη στιγμή! Όμως οι καβαλάρηδες περάσανε προσεκτικά, ο ένας πίσω από τον άλλο, μέσα από το διάδρομο που είχαν ανοίξει οι αξιωματικοί τους. «Μερικοί χαμογελούσαν γράφει ο Καγιούροβ, κι’ ένας απ’ αυτούς έκλεισε το μάτι στους εργάτες». Κάτι σήμαινε αυτό το κλείσιμο του ματιού! Οι εργάτες ξεθάρρεψαν μέσα σε πνεύμα συμπάθειας και όχι εχθρότητας απέναντι σους Κοζάκους που τους είχαν ελαφρά «μολύνει». Εκείνος που είχε κλείσει το μάτι βρήκε μιμητές. Παρά τις καινούργιες προσπάθειες των αξιωματικών, οι Κοζάκοι, χωρίς να παραβαίνουν ανοιχτά την πειθαρχία, δεν κυνήγησαν το πλήθος από κοντά και πέρασαν μέσα απ’ αυτό. Αυτό έγινε τρις- τέσσερις φορές και τα δύο αντίπαλα μέρη βρέθηκαν ακόμα πιο κοντά το ένα στο άλλο. Οι Κοζάκοι άρχισαν ένας- ένας να απαντούν στα ερωτήματα των εργατών κι ακόμα έπεισαν μαζί τους κουβεντούλα. Από την πειθαρχία δεν έμενε πια παρά ένα λεπτότατο και διάφανο περικάλυμμα, που κινδύνευε κι αυτό από στιγμή σε στιγμή να σπάσει. Οι αξιωματικοί σπεύσανε ν΄ απομακρύνουν τα στρατεύματά τους από το πλήθος και, εγκαταλείποντας την ιδέα να διαλύσουν τους εργάτες, απλώσανε τους άντρες τους σ’ ένα δρόμο έτσι που να σχηματίζουν φράγμα και να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να φτάσουν στο κέντρο. Χαμένος κόπος και πάλι: μένοντας σταθεροί στις θέσεις τους σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες, οι Κοζάκοι δεν αντιτάσσονταν ωστόσο στις «βουτιές» που έκαναν οι εργάτες ανάμεσα απ’ τα πόδια των αλόγων τους. Η επανάσταση δεν διαλέγει τους δρόμους της αυθαίρετα: στην αρχή της πορείας της προς τη νίκη περνούσε κάτω απ’ την κοιλιά ενός κοζάκικου αλόγου. Αξιοσημείωτο επεισόδιο! Τίποτα το παράξενο, ο αφηγητής ήταν οδηγητής, είχε πίσω του τουλάχιστον δύο χιλιάδες ψυχές: το μάτι του αρχηγού που φυλάγεται απ’ τις ναγκάικες και τις σφαίρες του εχθρού τρυπάει σαν ατσάλι.

Η μεταστροφή στα πνεύματα του στρατού φαίνεται να εκδηλώνεται πρώτα στους Κοζάκους, αιώνια πιόνια της καταπίεσης και του πογκρόμ. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει πως οι Κοζάκοι ήτανε πιο επαναστάτες από τους άλλους. Αντίθετα, κείνοι οι στέρεοι γαιοκτήμονες, καβαλικεύοντας πάνω στα δικά τους  άλογα, προσκολλημένοι στα προνόμια της κάστας τους, αντικρίζοντας με κάποια περιφρόνηση τους απλούς χωρικούς, δυσπιστώντας απέναντι στους εργάτες, ήταν βαθιά διαποτισμένοι με πνεύμα συντηρητικό. Μα ίσα- ίσα γι’ αυτό οι μεταβολές που έφερε ο πόλεμος φαινόντουσαν σ’ αυτούς πιο έντονες. Κι έξω απ’ αυτό, αυτούς ίσα- ίσα δεν τραβολογούσαν από δω κι από κει, στέλνοντάς τους διαρκώς σε πολεμικές αποστολές, ρίχνοντάς τους πάνω στο λαό, ξεθεώνοντάς τους, κι ακόμα δεν ήταν αυτοί που μπήκαν πρώτοι στη δοκιμασία; Είχανε «πήξει», θέλανε να γυρίσουνε στα σπίτια τους και κλείνανε το μάτι: «Κάντε ότι σας βολεί, φτάνει να το μπορείτε. Εμείς δεν θα σας πειράξουμε.» Ωστόσο όλα αυτά δεν ήταν ακόμα παρά συμπτώματα, βέβαια πολύ σημαντικά. Ο στρατός είναι ακόμα στρατός, δεμένος με την πειθαρχία, και τα κατευθυντήρια νήματα βρίσκονται ακόμα στα χέρια της μοναρχίας. Οι εργατικές μάζες είναι άοπλες. Οι αρχηγοί τους δεν αντιμετωπίζουν καθόλου ακόμα μιαν αποφασιστική λύση.

Εκείνη την ημέρα, στο υπουργικό συμβούλιο, η ημερήσια διάταξη περιλάμβανε ανάμεσα σ’ άλλα και το ζήτημα των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στην πρωτεύουσα. Απεργίες ; Διαδηλώσεις; Είχανε δει κι άλλες… Όλα έχουν προβλεφτεί, διαταγές έχουν δοθεί. Και περνάνε στα άλλα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
Μα ποιες ήταν λοιπόν οι διαταγές που δόθηκαν; Παρά που στις 23 και24 είχανε ξυλοφορτωθεί 28 αστυνομικοί- γοητευτική ακρίβεια της στατιστικής!- ο στρατηγός Χαμπάλοβ, διοικητής της στρατιωτικής περιοχής της Πετρούπολης, περιβλημένος από εξουσίες σχεδόν δικτατορικές, δεν κατέφευγε ακόμα στα τουφέκια.  Όχι βέβαια από ψυχική καλοσύνη! Μα όλα είχανε προβλεφτεί και προμελετηθεί. Οι τουφεκιές θα ‘ρχονταν στην ώρα τους.
Το μόνο απροσδόκητο στην επανάσταση ήταν η στιγμή που ξέσπασε. Γενικά, οι δύο αντίθετοι πόλοι, των επαναστατών και της κυβέρνησης προετοιμάζονταν προσεκτικά από χρόνια. Όσον αφορά τους μπολσεβίκους, ολόκληρη η δράση τους από το 1905 δεν ήταν άλλο από μια τέτοια προετοιμασία. Μα και το έργο της κυβέρνησης, στο μεγαλύτερο μέρος του, ήταν να μηχανεύεται από τα πριν πώς να συντρίψει τη δεύτερη επανάσταση που ερχότανε. Σ’ αυτό τον τομέα η δουλειά της κυβέρνησης από το φθινόπωρο του 1916 πήρε εξαιρετικά μεθοδικό χαρακτήρα. Μια επιτροπή κάτω από την προεδρία του Χαμπάλοβ είχε αποπερατώσει, στα μέσα του Γενάρη 1917, μια λεπτόλογη επεξεργασία ενός σχεδίου για το τσάκισμα της καινούργιας εξέγερσης. Η πρωτεύουσα είχε χωριστεί σε έξη τομείς που διευθυνόταν από «τοποτηρητές» της αστυνομίας και κάθε τομέας είχε χωριστεί σε τέσσερα τμήματα. Επικεφαλής όλων των ενόπλων δυνάμεων είχε τοποθετηθεί ο στρατηγός Τσεμπύκιν, ανώτατος διοικητής των εφεδρικών μονάδων της Φρουράς. Τα συντάγματα είχαν κατανεμηθεί σε διάφορα τμήματα. Σε κάθε έναν από τους έξη κύριους τομείς, αστυνομία, χωροφυλακή και στρατός είχαν συσσωματωθεί κάτω απ’ τη διοίκηση επιτελικών αξιωματικών που είχαν επιλεγεί ειδικά γι’ αυτό. Το κοζάκικο ιππικό έμενε στη διάθεση του ίδιου του Τσεμπύκιν για τις επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Η μέθοδος καταστολής είχε κανονιστεί με τον ακόλουθο τρόπο: θα κινούσαν πρώτα την αστυνομία, θα εξαπέλυαν έπειτα τους Κοζάκους με τις ναγκάικες τους. Τέλος, σε περίπτωση έσχατης ανάγκης, θα έριχναν μάχη το στρατό με τα τουφέκια του και τα πυροβόλα του. Ακριβώς αυτό το σχέδιο, διευρυμένη εφαρμογή της πείρας του 1905, μπήκε σε κίνηση το Φλεβάρη. Το κακό δε βρισκόταν στην έλλειψη προβλεπτικότητας, ούτε σε λαθεμένη σύλληψη, μα στο ανθρώπινο υλικό. Απ’ αυτό τα όπλα θα πάθαιναν εμπλοκή.
Τυπικά το σχέδιο υπολόγιζε πάνω σ’ ολόκληρη τη φρουρά που έφτανε τους 150.000 άντρες. Στην πραγματικότητα όμως προέβλεπαν να χρησιμοποιήσουν το πολύ- πολύ καμιά δεκαριά χιλιάδες άντρες. Εκτός από τους αστυνομικούς που ήταν 3.500, η πιο σταθερή ελπίδα συγκεντρωνόταν στους έφεδρους υπαξιωματικούς. Αυτό εξηγείται από την ίδια τη σύνθεση της φρουράς της Πετρούπολης εκείνη την εποχή, που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από έφεδρους (14 τάγματα εφεδρίας προσκολλημένα στα συντάγματα φρουράς που βρίσκονταν στο μέτωπο, ένα σύνταγμα πεζικού, ένα τάγμα αυτοκινήτων, μια μεραρχία θωρακισμένων, μικρές μονάδες από σκαπανείς και πυροβολητές και δυο συντάγματα Κοζάκων του Ντον). Πολύ πράγμα, πάρα πολύ. Οι τόσο πλουσιοπάροχες δυνάμεις της εφεδρείας αποτελούνταν από μια ανθρώπινη μάζα ελάχιστα εξασκημένη ή και χωρίς καθόλου εκγύμναση. Μα μήπως κι ολόκληρος ο στρατός δεν είχε την ίδια σύνθεση;
Ο Χαμπάλοβ επαναπαυόταν πάνω στο σχέδιο που είχε ο ίδιος επεξεργαστεί. Την πρώτη ημέρα, στις 23, μόνο η αστυνομία μπήκε στη γραμμή. Στις 24 βγάλανε στους δρόμους  κυρίως ιππικό, μα οπλισμένο κυρίως με ναγκάικες και λόγχες. Σκέφτονταν να χρησιμοποιήσουν το πεζικό και ν’ ανοίξουν πυρ ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων. Μα τα γεγονότα δεν κάθισαν να περιμένουν.

Στις 25 η απεργία πήρε καινούργιο πλάτος. Σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα αγκάλιαζε 240.000 εργάτες. Καθυστερημένα στοιχεία σέρνονται πίσω από την πρωτοπορία, πολλές μικροεπιχειρήσεις σταματούν τη δουλειά, τα τραμ δεν κινούνται πια, τα εμπορικά καταστήματα μένουν κλειστά. Στο κύλισμα της μέρας σμίγουν με το κίνημα οι φοιτητές. Κατά το μεσημέρι, δεκάδες χιλιάδες τα πλήθη μαζεύονται γύρω από τον καθεδρικό ναό της Παρθένου του Κάζαν και στους γειτονικούς δρόμους. Δοκιμάζουν να οργανώσουν ανοιχτές συγκεντρώσεις, ακολουθούν συγκρούσεις με την αστυνομία. Μπροστά στον ανδριάντα του Αλεξάνδρου του ΙΙΙ, άνδρες παίρνουν το λόγο. Η έφιππη αστυνομία ανοίγει τουφεκίδι. Ένας ρήτορας πέφτει πληγωμένος. Πυροβολισμοί έρχονται από το πλήθος: ένας αστυνομικός σκοτώνεται, ένας «τοποτηρητής» της αστυνομίας τραυματίζεται, καθώς και πολλοί από τους ανθρώπους του. Ρίχνουν πάνω στους χωροφύλακες μποτίλιες, δυναμίτες, χειροβομβίδες. Ο πόλεμος έχει δώσει γερά μαθήματα σ’ αυτή την τέχνη. Οι στρατιώτες δείχνουν παθητικότητα και πολλές φορές εχθρότητα απέναντι στην αστυνομία. Επαναλαμβάνεται με συγκίνηση μέσα στο πλήθος πως όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να ρίχνουν πάνω στο λαό δέχτηκαν τις μπαταριές των Κοζάκων: οι έφιπποι «φαραώ» (έτσι αποκαλούσαν τους αστυνομικούς) έφυγαν καλπάζοντας. Αυτό όπως φαίνεται δεν ήταν θρύλος που διαδόθηκε σκόπιμα για να δώσει κουράγιο, γιατί το ίδιο επεισόδιο, αν και με παραλλαγές, επιβεβαιώθηκε από διάφορες πλευρές.
Ο μπολσεβίκος εργάτης Καγιούροβ, ένας αληθινός ηγέτης κείνες τις μέρες, διηγείται πως οι διαδηλωτές είχαν όλοι σκορπίσει σε κάποιο σημείο, κάτω από τις ναγκάικες της έφιππης αστυνομίας, μπροστά στα μάτια ενός ουλαμού Κοζάκων. Τότε αυτός και μαζί του μερικοί άλλοι εργάτες που δεν είχαν ακολουθήσει τους φυγάδες, βγάλαν τις τραγιάσκες τους και πλησίασαν τους Κοζάκους: «Αδέλφια Κοζάκοι, ελάτε να βοηθήσετε τους εργάτες στον αγώνα τους για ειρηνικές διεκδικήσεις! Βλέπετε πως μας αντιμετωπίζουν εμάς τους πεινασμένους εργάτες, αυτοί οι φαραώ. Βοηθήστε μας!» Κείνος ο τόνος, ο θεληματικά ταπεινός, οι τραγιάσκες στο χέρι, οι σωστοί ψυχολογικοί υπολογισμοί, αμίμητη χειρονομία! Στην ιστορία όλες οι οδομαχίες και οι επαναστατικές νίκες είναι γεμάτες από τέτοιους αυτοσχεδιασμούς. «Οι Κοζάκοι αλλάξανε ο ένας με τον άλλο, λέει ο Καγιούροβ, παράξενες ματιές και δεν είχαμε προλάβει καλά- καλά ν’ απομακρυνθούμε όταν ρίχτηκαν με τα μούτρα στη σύρραξη». Ύστερα από μερικά λεφτά, μπροστά στην είσοδο του σταθμού το πλήθος σήκωσε θριαμβευτικά στα χέρια έναν Κοζάκο που είχε σπαθίσει έναν αστυνόμο.
Οι φαραώ εξαφανίστηκαν σε λίγο, μ’ άλλα λόγια χτυπούσαν μόνο στα κρυφά. Μα ξεπροβάλανε στρατιώτες με προτεταμένη την ξιφολόγχη. Οι εργάτες τους ρωτούσαν με άγχος: «Σύντροφοι ήρθατε να βοηθήσετε την αστυνομία;». Σε απάντηση, βαριά: «Πάρτε δρόμο!» Καινούργια απόπειρα για συζήτηση, ίδιο αποτέλεσμα. Οι στρατιώτες είναι κατσούφηδες, τους τρώει η ίδια σκέψη και δεν το αντέχουν να τους χτυπάνε εκεί που τους πονούσε περισσότερο.

Στο μεταξύ το γενικό σύνθημα είναι πως πρέπει να αφοπλιστούν οι Φαραώ. Η αστυνομία είναι ο άγριος εχθρός, ο άσπονδος, ο μισητός, ο απαίσιος. Ούτε λόγος να συμφιλιωθείς μαζί της. Τους ανθρώπους της ή τους ξυλοφορτώνει κανείς ή τους σκοτώνει. Τελείως διαφορετικά είναι τα πράγματα με το στρατό. Το πλήθος φροντίζει να μη συγκρουστεί με το στρατό. Αντίθετα ζητά τα μέσα να κατακτήσει τους στρατιώτες, να τους προσελκύσει, να τους κάνει δικούς του. Παρ’ όλες τις ευνοϊκές φήμες- ίσως λίγο υπερβολικές- γύρω απ’ την διαγωγή των Κοζάκων, το πλήθος εξακολουθεί να βλέπει το ιππικό με κάποια ανησυχία. Ο καβαλάρης ορθώνεται πάνω απ’ το πλήθος, ανάμεσα στη νοοτροπία του και τη νοοτροπία του διαδηλωτή υπάρχουν τα τέσσερα πόδια του αλόγου. Ένα πρόσωπο που είσαι αναγκασμένος να το κοιτάζεις απ’ τα κάτω προς τα πάνω φαίνεται πάντα πιο σπουδαίο και πιο τρομερό. Με το πεζικό βρίσκεται κανείς ισόπεδα. Η μάζα πασκίζει να πλησιάσει το φαντάρο, να τον αντικρίσει στα μάτια , να τον αγγίξει με τη ζεστή ανάσα της. Σ’ αυτές τις συναντήσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και εργάτες, οι εργάτριες παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Πιο θαρρετά από τους άντρες, προχωρούν προς τις γραμμές του στρατού, γαντζώνονται απ’ τα τουφέκια και σχεδόν διατάζουν: «Βγάλτε τις ξιφολόγχες, σμίξτε μαζί μας!» Οι στρατιώτες συγκινούνται, νιώθουν σα ντροπιασμένοι, κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με αγωνία, διστάζουν ακόμα. Ένας απ’ αυτούς αποφασίζει πριν απ’ τους άλλους και οι ξιφολόγχες ανασηκώνονται σε ένδειξη μεταμέλειας πάνω απ’ τους ώμους των πολιορκητών, το φράγμα ανοίγει, ο αέρας αντηχεί χαρούμενες, ευγνώμονες ζητωκραυγές. Η επανάσταση κάνει ένα βήμα ακόμα.
Από το Γενικό Επιτελείο ο Νικόλαος είχε τηλεφωνήσει στον Χαμπάλοβ να θέσει τέρμα στις αταξίες «από της αύριον». Η θέληση του τσάρου εναρμονιζόταν με το δεύτερο μισό από το σχέδιο του Χαμπάλοβ. Έτσι το τηλεγράφημα χρησίμευε μόνο σαν συμπληρωματική ώθηση. Από αύριο, θα πρέπει να μιλήσει ο στρατός. Η συγκατάβαση των Κοζάκων και οι ταλαντεύσεις ορισμένων κομματιών του πεζικού δεν είναι παρά επεισόδια γεμάτα υποσχέσεις, που βρίσκουν μύριους αντίλαλους στην πορεία του αγώνα. Είναι αρκετά για να τονώσουν το επαναστατικό πλήθος, μα πολύ λιγοστά για τη νίκη. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για γεγονότα με ολότελα αντίθετο χαρακτήρα. Το απόγευμα, ένας ουλαμός δραγόνων απαντώντας τάχα σε πιστολιές που προέρχονταν απ’ το πλήθος, άνοιξε πυρ για πρώτη φορά πάνω στους διαδηλωτές, μπροστά στο Γκοστίνυ Ντβορ, με αποτέλεσμα τρις νεκρούς και δέκα τραυματίες. Σοβαρή προειδοποίηση! Σύγκαιρα, ο Χαμπάλοβ απειλεί να στείλει στο μέτωπο όλους τους στρατεύσιμους εργάτες που δεν θα πιάναν δουλειά ως τις 28. Έτσι το τελεσίγραφο του στρατηγού έδινε 3 μέρες προθεσμία: έφτανε με το παραπάνω στην επανάσταση να ανατρέψει το Χαμπάλοβ και τη μοναρχία ολόκληρη. Μα αυτό θα γινόταν αντιληπτό μόνο ύστερα απ’ τη νίκη. Το βράδυ της 25 κανείς δεν ήξερε ακόμα τι εγκυμονούσε το αύριο

Ας δοκιμάσουμε να αναπαραστήσουμε πιο καθαρά την εσωτερική λογική του κινήματος. Κάτω απ’ τη σημαία της «Ημέρας της Γυναίκας» στις 23 του Φλεβάρη, ξέσπασε μια εξέγερση, ωριμασμένη από καιρό, του εργατικών μαζών της Πετρούπολης. Πρώτη φάση ήταν η απεργία που σε τρις μέρες επεκτάθηκε σε γενική. Αυτό και μόνο το γεγονός έδωσε σιγουριά στη μάζα και την έσπρωξε μπροστά. Η απεργία παίρνοντας χαρακτήρα όλο πιο επιθετικό και πιο έντονο, συνδυάστηκε με διαδηλώσεις που έφεραν αντιμέτωπα τα επαναστατικά πλήθη με το στρατό. Το πρόβλημα στο σύνολό του είχε μεταφερθεί σε ανώτερο επίπεδο όπου θα λυνόταν με την ένοπλη δύναμη. Οι πρώτες μέρες κλείσανε με επιτυχίες περισσότερο συμπτωματικές παρά πραγματικές.
Μια επαναστατική εξέγερση που παρατείνεται πολλές μέρες μπορεί να πάρει νικηφόρα εξέλιξη μόνο όταν, σκαλί- σκαλί καταγράφει καινούργιες επιτυχίες. Κάθε σταμάτημα στην πορεία των επιτυχιών είναι επικίνδυνη. Βήμα σημειωτόν σημαίνει όλεθρος. Μα και οι επιτυχίες κάθ’ αυτές δε φτάνουν, πρέπει η μάζα να τις γνωρίσει έγκαιρα και να μπορεί να τις εκτιμήσει. Μπορεί κανείς να αφήσει να του ξεφύγει μια νίκη τη στιγμή που θα έφτανε να απλώσει το χέρι του για να την πιάσει. Αυτό το έχουμε δει στην ιστορία.
(…)

Τη νύχτα της 25 με 26 σε διάφορες συνοικίες πιάστηκαν καμιά εκατοστή επαναστάτες μαχητές κι ανάμεσά τους 5 μέλη της επιτροπής των μπολσεβίκων της Πετρούπολης. Κι αυτό έδειχνε ότι η κυβέρνηση περνούσε στην επίθεση. Πώς θα ξυπνούσαν οι εργάτες μετά από το χθεσινό τουφεκίδι και τι θα έλεγε ο στρατός; Η αυγή της 26 ήταν βουτηγμένη μεσ’ στην καταχνιά της αβεβαιότητας και της αγωνίας.
Ύστερα από τη σύλληψη της επιτροπής της Πετρουπολης, η διεύθυνση των επιχειρήσεων στην πόλη περνά στην αχτίδα του Βύμποργκ. Η ανώτατη διεύθυνση του κόμματος καθυστερεί απελπιστικά. Μόνο το πρωί της 25 το γραφείο της κεντρικής επιτροπής των μπολσεβίκων αποφάσισε να βγάλει μια προκήρυξη καλώντας σε γενική πανρωσική απεργία. Τη στιγμή που έβγαινε αυτό το φύλλο στην Πετρούπολη η γενική απεργία μετατρεπόταν σε ένοπλη εξέγερση. Η διεύθυνση κοιτάζει από ψηλά, διστάζει, αργοπορεί, δηλαδή δε διευθύνει. Σέρνεται πίσω από το κίνημα.
Όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα εργοστάσια τόσο ανακαλύπτεις περισσότερη αποφασιστικότητα. Ωστόσο σήμερα 26 Φλεβάρη, ο συναγερμός κατακτά τις συνοικίες. Θεονήστικοι, κατάκοποι, ξεπαγιασμένοι, οι οδηγητές του Βύμποργκ κάτω από το βάρος μιας τεράστιας ιστορικής ευθύνης συναντιόνταν κρυφά έξω απ’ την πόλη, ανταλλάσσοντας τις εντυπώσεις τους, προσπαθώντας να καταστρώσουν ένα οδοιπορικό. Το οδοιπορικό μιας καινούργιας διαδήλωσης; Που θα οδηγούσε μια διαδήλωση από άοπλους αν η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να φτάσει στα άκρα; «Το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι η εξέγερση θα διαλυόταν». Έτσι εκφράζεται ο γνωστός μας Καγιούροβ. Τόσο χαμηλά είχε πέσει το βαρόμετρο πριν από τη θύελλα.
Σε ώρες που οι δισταγμοί κυριεύουν και τους επαναστάτες που βρίσκονται πιο κοντά στη μάζα, το κίνημα έχει προχωρήσει πραγματικά, πολύ πιο πέρα από ότι φαντάζονται εκείνοι που παίρνουν μέρος σ’ αυτό. Τις παραμονές της 25, η περιοχή του Βύμποργκ βρέθηκε όλη στα χέρια των εξεγερμένων. Τα αστυνομικά τμήματα λεηλατήθηκαν, μερικοί αστυνομικοί πετσοκόφτηκαν, οι περισσότεροι κρύφτηκαν. Στις 26 αποδείχτηκε πως όχι μόνο η περιοχή του Βύμποργκ μα και το Πεσκί σχεδόν ως το Λιτέιν Προσπέκτ, βρίσκονταν στην εξουσία των επαναστατών. Έτσι τουλάχιστον παρουσίαζε την κατάσταση η αστυνομία. Με μια έννοια αυτό ήταν σωστό αν και πολύ πιθανό οι εξεγερμένοι να μην την αντιλαμβάνονταν στο σύνολό της: είναι αναμφισβήτητο ότι σε πολλές περιπτώσεις η αστυνομία παράτησε τις σφηκοφωλιές της πρωτού καν βρεθεί κάτω από την απειλή της εργατικής επίθεσης. Όμως η εκκένωση των βιομηχανικών περιοχών από την αστυνομία δεν μπορούσε να έχει για τους εργάτες αποφασιστική σημασία, γιατί ο στρατός δεν είχε πει την τελευταία λέξη. Η εξέγερση «θα διαλυόταν», σκέπτονταν οι γενναίοι κι ωστόσο αυτή αναπτυσσόταν.

Η 26 του Φλεβάρη έπεφτε Κυριακή, τα εργοστάσια παρέμεναν κλειστά και γι αυτό ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς απ’ το πρωί, κρίνοντας από την έκταση της απεργίας, τη δύναμη της άμπωτης των μαζών. Πέρα από αυτό οι εργάτες δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στα εργοστάσιά τους, όπως είχαν κάνει τις προηγούμενες μέρες και ήταν ακόμα πιο δύσκολο να κατέβουν σε διαδήλωση (… ) Είναι τότε που η τσαρίνα τηλεγράφησε στον τσάρο: «Ηρεμία βασιλεύει στην πόλη»). Όμως η ησυχία δεν κρατάει πολύ. Σιγά- σιγά οι εργάτες μαζεύονται απ’ όλα τα προάστια και συγκλίνουν προς το κέντρο. Δεν τους αφήνουν να περάσουν τα γεφύρια. Γλιστράνε πάνω στον πάγο. Δε φτάνει να ρίξεις πάνω σ’ ένα πλήθος που διασχίζει έναν παγωμένο ποταμό για να το συγκρατήσεις. Παντού περίπολα, φραγμοί, αναγνωρίσεις ιππικού. Οι αρτηρίες που οδηγούν στο Νέβσκι Προσπεκτ φρουρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Κάθε τόσο πέφτουν μπαταριές από ενεδρεύοντα φυλάκια. Οι σκοτωμένοι και οι πληγωμένοι πληθαίνουν. Η αστυνομία, ύστερα από το σκληρό μάθημα που πήρε, αποφάσισε να μην εκτεθεί πια σε κίνδυνο. Ρίχνει απ’ τα παράθυρα, απ’ τα μπαλκόνια, πίσω απ’ τις κολώνες, πάνω απ’ τις σοφίτες. Λένε πως για να τρομοκρατήσουν τους διαδηλωτές, πολλοί στρατιώτες φόρεσαν στολή αστυνομικού. Ωστόσο εκείνη την ημέρα η αστυνομία τραβιέται απ’ το προσκήνιο. Είναι ο στρατός που οριστικά μπαίνει στη δράση. Οι στρατιώτες έχουν πάρει διαταγές να ρίξουν και το κάνουν ιδιαίτερα όσοι ανήκουν σε σχολές υπαξιωματικών. Κείνη την ημέρα σκοτώθηκαν σαράντα κι άλλοι τόσοι τραυματίστηκαν, χωρίς να λογαριάσουμε αυτούς που το πλήθος μπόρεσε να πάρει μαζί του. Η πάλη φτάνει στην αποφασιστική της φάση. Η μάζα θα αποτραβηχτεί κάτω απ’ τις σφαίρες πίσω στα προάστια; Όχι, θέλει να κερδίσει το παιχνίδι.
Η πόλη των δημοσίων υπαλλήλων των αστών, των φιλελεύθερων είναι βυθισμένη στον τρόμο. Οι αναφορές της αστυνομίας αποδείχνουν ότι οι πυροσβεστικές αντλίες δεν αρκούν: «Στη διάρκεια των ταραχών παρατηρήθηκε μια εξαιρετικά προκλητική στάση  των στασιαστών απέναντι στα στρατιωτικά αποσπάσματα, στις κλήσεις των οποίων το πλήθος απαντούσε εκσφενδονίζοντας πέτρες και κομμάτια πάγου, που αποσπούσε απ’ το λιθόστρωτο. Όταν ο στρατός πυροβολούσε στον αέρα το πλήθος απαντούσε στις ομοβροντίες με γέλια. Μόνο χτυπώντας στο ψαχνό διαλύονταν οι συναθροίσεις. Πολλοί όμως κρυβόντουσαν στις γειτονικέ αυλές και μόλις έπαυαν οι πυροβολισμοί ξανάβγαιναν στους δρόμους». Η μάζα δεν εννοεί πια να υποχωρήσει, αντιστέκεται με αισιόδοξη μανία και κρατάει το δρόμο ακόμα κι ύστερα από τις φονικές ριπές. Το πλήθος δεν είναι μόνο εξαγριωμένο αλλά και ατρόμητο. Μ’ όλο το τουφεκίδι δεν χάνει την πίστη του στρατό.(…)
Η πίεση πάνω των εργατών πάνω στο στρατό δυναμώνει, αντισταθμίζοντας την επίδραση των αρχών πάνω στις στρατιωτικές δυνάμεις. Η περίοδος αναμονής, που κράτησε σχεδόν τρις μέρες κι όπου η πλειονότητα της φρουράς μπορούσε να διατηρήσει μια φιλική ουδετερότητα απέναντι στους εξεγερμένους έφτανε στο τέλος της. «Βάλετε εναντίον του εχθρού!» διατάζει η μοναρχία. «Μη ρίχνετε στ’ αδέρφια και τις αδερφές σας!» φωνάζουν οι εργάτες, «ελάτε μαζί μας!». Σ’ αυτή την πάλη, σε κείνα τα παράφορα συναπαντήματα ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες, κάτω απ’ το κροτάλισμα των τουφεκιών και των πολυβόλων κρινόταν η τύχη της εξουσίας, του πολέμου και της χώρας.
Οι προβοκάτορες που ο αριθμός τους ήταν τρομακτικός, κυρίως στην Πετρούπολη, φοβούνται πιο πολύ από κάθε άλλον, τη νίκη της επανάστασης. Αυτοί κάνουν την πολιτική τους: στις συνεδριάσεις των μπολσεβίκων ο Σουρκάνοβ υποστηρίζει τα πιο επαναστατικά μέτρα, στις αναφορές του στην Οχράνα υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνει αποφασιστική χρήση των όπλων. Οι διοικητές λέγανε πως ο στρατιώτης έχει μεθύσει απ’ την επανάσταση, του στρατιώτη αντίθετα του φαινόταν πως ξανάβρισκε τις αισθήσεις του ύστερα από το όπιο του στρατώνα. Έτσι προετοιμάστηκε η αποφασιστική ημέρα: η 27 Φλεβάρη.

Ωστόσο την προηγούμενη μέρα είχε σημειωθεί ένα γεγονός που δεν παύει να δίνει νέο χρώμα στα γεγονότα της 27 Φλεβάρη αν και επεισοδιακό: κατά το βράδυ στασίασε ο 4ος λόχος του συντάγματος Παβλόβσκι, σωματοφυλακής της αυτού μεγαλειότητας. Στην έκθεση του αστυνόμου η αιτία της ανταρσίας παρουσιάζεται με λόγια ολότελα κατηγορηματικά: «Πρόκειται για ένα κίνημα αγανάκτησης απέναντι στους δόκιμους αξιωματικούς του ίδιου συντάγματος, οι οποίοι εκτελώντας υπηρεσία στο Νέβσκι Προσπέκτ, πυροβολήσανε πάνω στο πλήθος». Από ποιον το πληροφορήθηκε αυτό ο 4ος λόχος; Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μας τη δίνει μια μαρτυρία που διατηρήθηκε τυχαία. Κατά τις δύο το απόγευμα μια μικρή ομάδα εργάτες τρέξανε στους στρατώνες του συντάγματος Παβλόβσκι. Με ανάσα κομμένη μίλησαν για τα γεγονότα στο Νέβσκι: «Πέστε στους συντρόφους πως και οι πάβλοβτσκι  έριξαν πάνω μας. Στο Νέβσκι είδαμε στρατιώτες με τις στολές σας». Η μομφή έπεσε σαν καμτσικιά, η έκκληση ήταν φλογερή. Ο σπόρος δεν έπεσε πάνω σε πέτρα. Κατά τις έξι, ο 4ος λόχος παράτησε μόνος του τους στρατώνες κάτω από τη διοίκηση ενός υπαξιωματικού- ποιου; Το όνομά του χάθηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη ανά μες σε χιλιάδες άλλα ηρωικά ονόματα- και τράβηξε για το Νέβσκι να αντικαταστήσει τους δόκιμους υπαξιωματικούς του συντάγματος. Δεν ήταν στάση σκουληκιασμένου κρέατος, ήταν στάση επαναστατικής πρωτοβουλίας. Στο δρόμο ο 4ος λόχος είχε μιαν αψιμαχία μ’ ένα περίπολο έφιππης αστυνομίας, σκότωσε έναν αστυνομικό κι ένα άλογο, τραυμάτισε άλλον αστυνομικό κι άλλο άλογο. Το οδοιπορικό των παβλόβσκι μέσα στην οχλοβοή δε συνεχίστηκε. Ξαναγύρισαν στους στρατώνες τους και ξεσήκωσαν ολόκληρο το σύνταγμα. Μα τα όπλα είχαν αποκρυφτεί. Σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα οι στασιαστές αρπάξανε ωστόσο 30 τουφέκια. Σε λίγο κυκλώθηκαν από το σύνταγμα Πρεομπραζένσκι. 19 παβλόβσκι πιάστηκαν και κλείστηκαν στο φρούριο. Οι άλλοι παραδόθηκαν. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες 21 στρατιώτες έλειψαν το βράδυ απ’ το προσκλητήριο μαζί με τα τουφέκια τους. Μονάχα η νίκη της επανάστασης μπόρεσε να τους σώσει. Σίγουρα απ’ αυτούς έμαθαν οι εργάτες τι είχε γίνει. Το ένα ύστερα από τα’ άλλο, το πρωί, πριν βγουν απ’ τους στρατώνες, τα εφεδρικά συντάγματα στασιάζανε, ακολουθώντας το παράδειγμα του 4ου λόχου.
Το ίδιο πρωί, οι εργάτες συρρέουν στα εργοστάσια και αποφασίζουν στις γενικές συνελεύσεις τους να συνεχίσουν τον αγώνα. Να συνεχίσεις τον αγώνα είναι πια σα να καλείς στην ένοπλη εξέγερση. Ωστόσο τέτοια έκκληση δε ρίχτηκε από κανένα. Την επιβάλλουνε τα γεγονότα μα δεν είναι καθόλου στην ημερήσια διάταξη του επαναστατικού κόμματος.
Μα η εξέγερση όσο κι αν κανένας δεν την έλεγε με το πραγματικό της όνομα είχε περάσει στην ημερήσια διάταξη. Η εργατική σκέψη συγκεντρωνόταν ολάκαιρη πάνω στο στρατό. Θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος; Τώρα πια δεν έφτανε η σκόρπια προπαγάνδα. Οι εργάτες του Βύμποργκ οργάνωσαν μια συγκέντρωση μπροστά στους στρατώνες του συντάγματος Μοσκόφσκι. Η επιχείρηση στάθηκε άτυχη: είναι μήπως δύσκολο σ’ έναν αξιωματικό ή σ’ έναν λοχία να πιέσει τη σκανδάλη του πολυβόλου; Οι εργάτες σκόρπισαν μπροστά στα πυκνά πυρά. Η ίδια απόπειρα έγινε μπροστά στους στρατώνες του συντάγματος εφεδρείας.  Ίδιο αποτέλεσμα! Ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες μπήκαν οι αξιωματικοί οπλισμένοι με πολυβόλα. Οι οδηγητές εργάτες εξαγριωμένοι ζητούσαν όπλα, τα ζητούσαν από το κόμμα. Τους δόθηκε η απάντηση ότι τα όπλα τα είχαν οι στρατιώτες, απ’ όπου οι εργάτες θα μπορούσαν να τα πάρουν. Οι εργάτες το ξέραν αυτό. Μα πώς να τα πάρουν; Κι αν το παιχνίδι χανόταν ολότελα σήμερα; Έτσι φτάσανε τα πράγματα στο κρίσιμο σημείο του αγώνα. Ή το πολυβόλο θα σάρωνε την εξέγερση ή η εξέγερση θα κυρίευε τα πολυβόλα.

Η κρίσιμη ώρα της επαφής ανάμεσα στην επιτιθέμενη μάζα και τους στρατιώτες που της φράζουν το δρόμο στο κρίσιμο της λεπτό, είναι όταν το φράγμα από γκρίζες χλαίνες δεν έχει ακόμα εξαρθρωθεί, όταν οι στρατιώτες κρατιούνται ακόμα πλάτη με πλάτη, μα διστάζουν κιόλας, ενώ ο αξιωματικός, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του απομένει, διατάσει «πυρ». Οι κραυγές του πλήθους, ουρλιαχτά τρόμου και φοβέρας, σκεπάζουν, όχι όμως κι ολότελα, τη φωνή του διοικητή. Τα τουφέκια είναι μετέωρα, το πλήθος στριμώχνεται. Τότε ο αξιωματικός γυρίζει το πιστόλι του πάνω στον πιο ύποπτο από τους στρατιώτες. Μέσα στο αποφασιστικό λεπτό, να το αποφασιστικό δευτερόλεπτο. Ο θάνατος του πιο θαρραλέου στρατιώτη προς τον οποίο στρέφονται αυτόματα οι άλλοι, η τουφεκιά πάνω στο πλήθος που μάζεψε το όπλο του νεκρού – και να που το φράγμα σφίγγει, οι τουφεκιές φεύγουν από μόνες τους σαρώνοντας το πλήθος τους δρόμους και τις αυλές. Μα πόσες φορές από το 1905 τα πράγματα δεν έγιναν διαφορετικά! Στο πιο κρίσιμο λεπτό, όταν ο αξιωματικός πάει να πιέσει τη σκανδάλη τον προλαβαίνει ένας πυροβολισμός ριγμένος από το πλήθος που έχει τους Καγιούροβ του και τους Τσουγκούριν του. Αυτό αποφασίζει όχι μόνο για την έκβαση μιας οδομαχίας μα ίσως και για το αποτέλεσμα ολόκληρης της μέρας ή ακόμα και για το αποτέλεσμα ολόκληρης της εξέγερσης.

Να οδηγήσεις τους στρατιώτες ξεκινώντας από μια επαναστατική δυσαρέσκεια βαθιά, μα όχι ακόμα φανερωμένη, σε πράξεις ανοιχτής ανταρσίας, ή τουλάχιστον στην αρχή, σε μια στασιαστική άρνηση δράσης, τέτοιο ήταν το πρόβλημα. Προς την Τρίτη μέρα της πάλης, οι στρατιώτες είχαν οριστικά χάσει κάθε δυνατότητα να κρατηθούν στις θέσεις ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στην εξέγερση. Μόνο τυχαία έχουν φτάσει ως εμάς αποσπασματικές ενδείξεις για ότι έγινε εκείνες τις ώρες ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες. Ξέρουμε πως την προηγούμενη μέρα οι εργάτες είχαν κάνει στους παβλόβτσκυ σφοδρά παράπονα για τη διαγωγή των δόκιμων υπαξιωματικών. Σκηνές, συζητήσεις, επιπλήξεις, εκκλήσεις αυτού του είδους γίνανε σε όλα τα σημεία της πόλης. Οι στρατιώτες δεν είχαν πια καιρό για ταλαντεύσεις. Χθες τους ανάγκασαν να ρίξουν, θα τους ανάγκαζαν και σήμερα.. Οι εργάτες δεν ενδίδουν, δεν υποχωρούν και, κάτω από τις σφαίρες, εννοούν να φτάσουν στο σκοπό τους. Πλάι τους οι εργάτριες, μητέρες και αδελφές, γυναίκες και συντρόφισσες. Κι ύστερα δεν έχει φτάσει αυτή η ώρα για την οποία μιλούσαν σιγανά στις γωνιές; «Αν κινιόντανε όλοι μαζί»; Και τη στιγμή της υπέρτατης αγωνίας, του αφόρητου δέους για το αύριο, του πνιγμένου μίσους απέναντι σ’ εκείνους που σου επιβάλλουνε το ρόλο του δήμιου, οι πρώτες κραυγές ανοιχτής ανταρσίας ορθώνονται μέσα στο στρατώνα, και μέσα σε κείνες τις φωνές που κανένας δεν μπορούσε να τις πει με το όνομά τους, όλος ο στρατώνας με ανακούφιση και ενθουσιασμό βρίσκει τον εαυτό του. Έτσι χάραζε στη γη η μέρα της ανατροπής της μοναρχίας των Ρομανόβ.

Τις πρώτες ώρες της 27, οι εργάτες τη λύση του προβλήματος της εξέγερσης άπειρα πιο μακρινή απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Πιο σωστά, πίστευαν πως βρίσκονταν ακόμα στην αρχή, ενώ το έργο τους στα εννιά δέκατα ήταν κιόλας τελειωμένο. Η επαναστατική πίεση των εργατών πάνω στους στρατώνες συμπέφτει με την επαναστατική κίνηση των στρατιωτών που βγαίνουν κιόλας στους δρόμους. Στο κύλισμα της μέρας, αυτοί οι δυο ορμητικοί χείμαρροι θα σμίξουν για να μουλιάσουν και να πάρουν μαζί τους πρώτα τη σκεπή της παλιάς οικοδομής, έπειτα τους τοίχους και αργότερα τα θεμέλια.

«Η πορεία των επαναστατικών γεγονότων ήταν τέτοια ώστε τα συνθήματά μας φτάναν αργοπορημένα. Όταν κυκλοφορούσαν οι προκηρύξεις μας μέσα στη μάζα των στρατιωτών αυτοί είχαν μπει κιόλας σε κίνηση», δηλώνει ο Γιουρένιεβ. Εκείνες τις μέρες οι ηγέτες μένανε πίσω απ’ τη μάζα.

Σχολιάστε