
Πηγή: thetricontinental.org, μετάφραση: Θ.Ν.
Ο κόσμος νιώθει την αυξανόμενη αδηφάγο πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών για πόλεμο.{1} Εν μέσω της εξελισσόμενης ουκρανικής κρίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ προσπαθούν να κλιμακώσουν τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων τους με τη Ρωσία, ενώ συνεχίζουν να εντείνουν την πολιορκία και τις προκλήσεις τους εναντίον της Κίνας. Αυτή η πρόθεση για πόλεμο απεικονίστηκε κατά τη διάρκεια της εκπομπής «Meet the Press» του NBC στις 15 Μαΐου 2022, το οποίο προσομοίωσε έναν πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας.{2} Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το «πολεμικό παιχνίδι» οργανώθηκε από το Κέντρο για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια (CNAS) της Ουάσιγκτον, ένα εξέχον think tank που χρηματοδοτείται από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, συμπεριλαμβανομένου του Γραφείου Οικονομικής και Πολιτιστικής Αντιπροσωπείας της Ταϊπέι, των «Open Society Foundations» του Τζορτζ Σόρος και μιας σειράς αμερικανικών στρατιωτικών και τεχνολογικών εταιρειών, όπως οι Raytheon, Lockheed Martin, Northrop Grumman, General Dynamics, Boeing, Facebook, Google και Microsoft.{3}
Αυτή η προσομοίωση συμβαδίζει με άλλα ανησυχητικά μηνύματα προς την κατεύθυνση του πολέμου τόσο από το Κογκρέσο όσο και από το Πεντάγωνο. Στις 5 Απριλίου 2022, ο Τσαρλς Ρίτσαρντ, διοικητής της Στρατηγικής Διοίκησης των ΗΠΑ (US Strategic Command), επιχειρηματολόγησε ενώπιον του Κογκρέσου ότι η Ρωσία και η Κίνα αποτελούν πυρηνικές απειλές για τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι η Κίνα είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει τον πυρηνικό πειθαναγκασμό προς όφελός της.{4} Λίγο αργότερα, στις 14 Απριλίου, διακομματική αντιπροσωπεία Αμερικανών βουλευτών επισκέφθηκε την Ταϊβάν. Στις 5 Μαΐου, η Νότια Κορέα ανακοίνωσε ότι προσχώρησε σε έναν οργανισμό κυβερνοάμυνας που υπάγεται στο ΝΑΤΟ. Τον Ιούνιο, στην ετήσια σύνοδο κορυφής του, το ΝΑΤΟ χαρακτήρισε τη Ρωσία ως την «πιο σημαντική και άμεση απειλή» και κατονόμασε την Κίνα ως «πρόκληση για τα συμφέροντά μας». Επιπλέον, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία συμμετείχαν για πρώτη φορά στη σύνοδο κορυφής, γεγονός που υποδηλώνει την πιθανότητα να δημιουργηθεί στο μέλλον ένας ασιατικός κλάδος. Τέλος, στις 2 Αυγούστου, σε μια κραυγαλέα πρόκληση προς το Πεκίνο, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσυ Πελόζι -το τρίτο υψηλότερο στέλεχος της κυβέρνησης Μπάιντεν- επισκέφθηκε την Ταϊβάν, υπό τη συνοδεία της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας{5}.
Μπροστά στην επιθετική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί: ανάμεσα στην άρχουσα ελίτ των ΗΠΑ, ποιος είναι αυτός που συνηγορεί υπέρ του πολέμου; Υπάρχει κάποιος μηχανισμός για να καμφθεί αυτή η πολεμική ροπή στη χώρα;
Το παρόν άρθρο καταλήγει σε τρία συμπεράσματα. Πρώτον, στην κυβέρνηση Μπάιντεν, δύο ομάδες της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής που παλαιότερα ανταγωνίζονταν η μία την άλλη -φιλελεύθερα γεράκια και νεοσυντηρητικοί- συγχωνεύτηκαν στρατηγικά, διαμορφώνοντας τη σημαντικότερη συναίνεση στην εξωτερική πολιτική εντός της ελίτ της χώρας από το 1948 και φέρνοντας την πολεμική πολιτική των ΗΠΑ σε ένα νέο επίπεδο. Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της, η μεγαλοαστική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει καταλήξει σε συναίνεση ότι η Κίνα αποτελεί στρατηγικό αντίπαλο και έχει εδραιώσει στέρεη υποστήριξη για αυτή την εξωτερική πολιτική. Τρίτον, οι λεγόμενοι δημοκρατικοί θεσμοί «ελέγχων και εξισορροπήσεων» είναι εντελώς ανίκανοι να συγκρατήσουν την εξάπλωση αυτής της πολεμικής πολιτικής λόγω της αρχιτεκτονικής του αμερικανικού Συντάγματος, της εξάπλωσης των ακροδεξιών δυνάμεων και της απόλυτης μετατροπής των εκλογών σε υπόθεση χρημάτων.
Η συγχώνευση των φιλοπόλεμων ελίτ της εξωτερικής πολιτικής
Οι πρώτοι εκπρόσωποι του αμερικανικού φιλελεύθερου επεμβατισμού περιλάμβαναν Δημοκρατικούς προέδρους όπως ο Χάρι Τρούμαν, ο Τζων Φ. Κέννεντυ και ο Λύντον Τζόνσον, των οποίων οι ιδεολογικές ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στην ιδέα του Γούντροου Γουίλσον ότι η Αμερική θα έπρεπε να σταθεί στην παγκόσμια σκηνή αγωνιζόμενη για τη δημοκρατία. Η εισβολή στο Βιετνάμ καθοδηγήθηκε από αυτή την ιδεολογία.
Μετά την ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, το Δημοκρατικό Κόμμα περιόρισε προσωρινά τις εκκλήσεις για επέμβαση στο πεδίο της εξωτερικής του πολιτικής. Ωστόσο, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Χένρυ «Scoop» Τζάκσον (γνωστός εκείνη την εποχή και ως «ο γερουσιαστής της Boeing»), ένα φιλελεύθερο γεράκι, συντάχθηκε με άλλους αντικομμουνιστές και ένθερμους υποστηρικτές των επεμβάσεων, συμβάλλοντας στην ανάδειξη του νεοσυντηρητικού κινήματος. Οι νεοσυντηρητικοί, συμπεριλαμβανομένων αρκετών υποστηρικτών και πρώην υπαλλήλων του Τζάκσον, υποστήριξαν τον Ρεπουμπλικάνο Ρόναλντ Ρήγκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 λόγω της δέσμευσής του να αντιπαρατεθεί με τον υποτιθέμενο σοβιετικό επεκτατισμό.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και την ανάδυση της αμερικανικής μονομέρειας, οι νεοσυντηρητικοί εισήλθαν στο προσκήνιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με επικεφαλής τον Πωλ Γούλφοβιτς, ο οποίος ήταν παλιός βοηθός του Χένρυ Τζάκσον. Το 1992, μόλις λίγους μήνες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Γούλφοβιτς, τότε υφυπουργός Άμυνας αρμόδιος για θέματα πολιτικής, εισηγήθηκε τις Κατευθύνσεις Αμυντικής Πολιτικής, οι οποίες υποστήριζαν ρητά τη διατήρηση μιας μόνιμης μονοπολικής θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό θα πραγματοποιούνταν, εξηγούσε, μέσω της επέκτασης της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ στη σφαίρα επιρροής της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και κατά μήκος ολόκληρης της περιμέτρου της, με στόχο την αποτροπή της επανεμφάνισης της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης. Η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μονοπολική στρατηγική, υλοποιούμενη μέσω της πρόταξης στρατιωτικής ισχύος, καθοδήγησε την εξωτερική πολιτική του πατέρα Τζωρτζ Μπους και του υιού Μπους καθώς και του Μπιλ Κλίντον και του Μπαράκ Ομπάμα. Οι ΗΠΑ μπόρεσαν να εξαπολύσουν τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου σε μεγάλο βαθμό λόγω της σοβιετικής αδυναμίας. Ακολούθησε ο στρατιωτικός διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου (2001), η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπους Τζούνιορ. κυριαρχήθηκε πλήρως από τους νεοσυντηρητικούς, συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου Ντικ Τσένεϊ και του υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ.
Παρότι τόσο τα φιλελεύθερα γεράκια όσο και οι νεοσυντηρητικοί υποστήριζαν με θέρμη τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, ιστορικά υπήρχαν δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Πρώτον, τα φιλελεύθερα γεράκια έτειναν να πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επηρεάσουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και άλλους διεθνείς θεσμούς προκειμένου να διεξάγουν στρατιωτικές επεμβάσεις, ενώ οι νεοσυντηρητικοί έτειναν να αγνοούν τους πολυμερείς θεσμούς. Δεύτερον, τα φιλελεύθερα γεράκια επεδίωκαν να ηγηθούν στρατιωτικών επεμβάσεων μαζί με τους δυτικούς συμμάχους, ενώ οι νεοσυντηρητικοί ήταν πιο πρόθυμοι να διεξάγουν μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις και να παραβιάζουν στυγνά το διεθνές δίκαιο. Όπως το έθεσε ο Νάιαλ Φέργκιουσον, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, οι νεοσυντηρητικοί ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν τον τίτλο της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας και να αποφασίζουν μονομερώς να επιτεθούν σε οποιαδήποτε χώρα ως η ηγεμονική δύναμη του πλανήτη{6}.
Αν και Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί έχουν ιστορικά αναπτύξει τους δικούς τους θεσμούς διαμόρφωσης και υποστήριξης πολιτικών, είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι έχουν χωριστές προσεγγίσεις στη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής. Είναι αλήθεια ότι «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) όπως το Heritage Foundation είναι σημαντικά προπύργια νεοσυντηρητικών που κλίνουν προς την πολιτική των Ρεπουμπλικάνων, ενώ άλλα όπως το Brookings Institution και το CNAS που ιδρύθηκε αργότερα αποτελούν στέγη για πιο φιλο-Δημοκρατικά φιλελεύθερα γεράκια. Ωστόσο, μέλη και των δύο κομμάτων έχουν εργαστεί σε όλους αυτούς τους οργανισμούς, με τις διαφορές να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής και όχι στην κομματική ένταξη. Στην πραγματικότητα, πίσω από τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο, ένα διακομματικό δίκτυο σχεδιασμού πολιτικής που αποτελείται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης, ερευνητικές ομάδες και άλλοι θεσμοί διαμορφώνουν συλλογικά τις ατζέντες των εταιρειών και των καπιταλιστών σε προτάσεις πολιτικής και εκθέσεις.
Μια άλλη κοινή παρανόηση είναι ότι η λεγόμενη προοδευτική πλευρά του φιλελευθερισμού θα προωθήσει την κοινωνική ανάπτυξη, θα παράσχει διεθνή βοήθεια και θα περιορίσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Ωστόσο, η νεοφιλελεύθερη περίοδος, η οποία ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, χαρακτηρίζεται από την υποταγή του κράτους στις δυνάμεις της αγοράς και τη λιτότητα στις κοινωνικές δαπάνες σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη, η επισιτιστική βοήθεια και η εκπαίδευση, ενώ παράλληλα προωθεί απεριόριστες στρατιωτικές δαπάνες, πλήττοντας σοβαρά την ποιότητα ζωής για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί ακολουθούν τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, όπως φαίνεται από τον ετήσιο προϋπολογισμό του Μπάιντεν για το 2022, ο οποίος περιλαμβάνει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 4%, καθώς και από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια από τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια που παρείχε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση της τόνωσης της οικονομίας πήγαν απευθείας στις τσέπες των επιχειρήσεων.{7} Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις στον Παγκόσμιο Νότο, όπου παρέσυρε τις αναπτυσσόμενες χώρες σε παγίδες χρέους και τις εξανάγκασε σε ατελείωτες πληρωμές χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η πιο επιδραστική αμερικανική δεξαμενή σκέψης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι το Council on Foreign Relations (CFR), το οποίο χρηματοδοτείται από ένα ευρύ φάσμα πηγών της άρχουσας τάξης. Τα ιδρυτικά εταιρικά μέλη του συμβουλίου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων κορυφαίες εταιρείες στον τομέα της ενέργειας (Chevron, ExxonMobil, Hess, Tellurian), των χρηματοοικονομικών (Bank of America, BlackRock, Citi, Goldman Sachs, JPMorgan Chase, Morgan Stanley, Moody’s, Nasdaq), της τεχνολογίας (Accenture, Apple, AT&T, Cisco) και του διαδικτύου (Google, Meta), ενώ στο σημερινό διοικητικό συμβούλιο του CFR συμμετέχουν και οι Ρίτσαρτντ Χάας – κορυφαίος σύμβουλος του μπαμπά Μπους σε θέματα Μέσης Ανατολής- και Άστον Κάρτερ, υπουργός Άμυνας του Ομπάμα. Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel περιέγραψε το CFR ως «το ιδιωτικό ίδρυμα με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον δυτικό κόσμο» και ως «το πολιτικό γραφείο του καπιταλισμού», ενώ ο Ρίτσαρντ Χάργουντ, πρώην υψηλόβαθμος συντάκτης και διοικητικό στέλεχος της Washington Post, αποκάλεσε το συμβούλιο και τα μέλη του «το πλησιέστερο πράγμα που έχουμε σε «κυβερνητικό κατεστημένο» στις Ηνωμένες Πολιτείες».{8} Οι πολιτικές προτάσεις του CFR αντικατοπτρίζουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική σκέψη της αμερικανικής αστικής τάξης, όπως φαίνεται και από την πρότασή του να «ενισχυθεί ο συντονισμός ΗΠΑ – Ιαπωνίας ως απάντηση στο ζήτημα της Ταϊβάν» τον Ιανουάριο του 2022, ενόψει της επίσκεψης της Πελόζι στην Ταϊβάν τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Ανεξάρτητα από το ποιον κομματικό υποψήφιο υποστηρίζουν στις εκλογές τα στελέχη αυτών των διαφόρων θεσμικών οργάνων, αυτό το μακροχρόνιο διακομματικό δίκτυο συνεργασίας έχει διασφαλίσει τη συνοχή της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον. Το δίκτυο αυτό προωθεί μια κοσμοθεωρία αμερικανικής ανωτερότητας που αρνείται το δικαίωμα άλλων χωρών να συμμετέχουν στις διεθνείς υποθέσεις, μια ιδεολογία που χρονολογείται από το Δόγμα Μονρόε του 1823, το οποίο διακήρυττε την κυριαρχία των ΗΠΑ σε ολόκληρο το δυτικό ημισφαίριο. Η σημερινή ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχει επεκτείνει την εφαρμογή του δόγματος από την αμερικανική ήπειρο σε ολόκληρο τον κόσμο. Η διακομματική συνέργεια και η εναλλαγή μεταξύ των κομμάτων είναι συνήθης γι΄αυτή την ομάδα των διαμορφωτών εξωτερικής πολιτικής, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη και τα όργανά της μέσα στην πολιτική ελίτ εξουσίας που ελέγχει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, καθώς και με το βαθύ κράτος (τις υπηρεσίες πληροφοριών μαζί με τον στρατό).

Στις αρχές του αιώνα, οι νεοσυντηρητικοί, που συγκεντρώθηκαν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διάλυση και την αποπυρηνικοποίηση της Ρωσίας παρά για την Κίνα. Γύρω στο 2008, ωστόσο, κάποιες δυνάμεις της αμερικανικής πολιτικής ελίτ άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η οικονομία της Κίνας θα συνέχιζε την δυναμική άνοδό της και ότι οι μελλοντικοί ηγέτες της δεν θα υπέκυπταν στην αμερικανική επιρροή- δεν θα υπήρχε κινεζικό ισοδύναμο του Γκορμπατσόφ ή του Γιέλτσιν. Ξεκινώντας από αυτή την περίοδο, οι νεοσυντηρητικοί άρχισαν να υιοθετούν μια εντελώς συγκρουσιακή προσέγγιση για την Κίνα και να επιδιώκουν την ανάσχεση. Ταυτόχρονα, ορισμένα φιλο-Δημοκρατικά φιλελεύθερα γεράκια ίδρυσαν το CNAS και η Χίλαρι Κλίντον, τότε υπουργός Εξωτερικών, ηγήθηκε της ανάπτυξης και εφαρμογής του «Πίβοτ στην Ασία», μιας στρατηγικής στροφής στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που επικροτήθηκε από τους νεοσυντηρητικούς, οι οποίοι βρίσκονταν ακόμη στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων εκείνη την εποχή. Η Κλίντον χαιρετίστηκε ως «ισχυρή φωνή» από τον Μαξ Μπουτ, πολιτικό σχολιαστή και ανώτερο συνεργάτη του CFR, ο οποίος, το 2003, έγραψε ότι, «δεδομένης του ιστορικού φορτίου που φέρει ο «ιμπεριαλισμός», δεν είναι ανάγκη η αμερικανική κυβέρνηση να υιοθετήσει τον όρο. Αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να υιοθετήσει την πρακτική. «{9} Σήμερα, η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και η αντιπαράθεση με τη Ρωσία παραμένει προτεραιότητα τόσο για τους νεοσυντηρητικούς όσο και για τα φιλελεύθερα γεράκια. Και οι δύο ομάδες διαφωνούν με τους «ρεαλιστές» που προτείνουν αποκλιμάκωση με τη Ρωσία προκειμένου να ενισχυθεί η αντιπαράθεση με την Κίνα.
Ωστόσο, η εκλογή του Τραμπ το 2016 δημιούργησε για λίγο αναταράξεις στη «συναίνεση του CFR». Όπως έγραψε ο Τζων Μπέλαμι Φόστερ στο βιβλίο του «Trump in the White House: Tragedy and Farce», ο πρώην πρόεδρος ανήλθε στην εξουσία εν μέρει μέσω της κινητοποίησης ενός νεοφασιστικού κινήματος που βασιζόταν στη λευκή κατώτερη μεσαία τάξη.{10} Μόνο ένας μικρός αριθμός ατόμων της ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου τον υποστήριξε αρχικά. Ανάμεσά τους ήταν ο Ντικ Ουίχλαϊν, ιδιοκτήτης του ναυτιλιακού κολοσσού Uline, ο Μπέρνι Μάρκους, ιδρυτής της εταιρείας λιανικής πώλησης οικοδομικών υλικών Home Depot, ο Ρόμπερτ Μέρσερ, επενδυτής στο ακροδεξιό μέσο ενημέρωσης Breitbart News Network, και ο Τίμοθι Μέλλον, εγγονός του μεγαλοτραπεζίτη Άντριου Μέλλον. Η ροπή του Τραμπ προς τη συρρίκνωση της εμπλοκής στις παγκόσμιες υποθέσεις -όπως φάνηκε με την απόσυρση στρατευμάτων από τη Συρία και την έναρξη της απόσυρσης από το Αφγανιστάν, καθώς και από τις διπλωματικές επαφές με τη Βόρεια Κορέα- ευνοούσε τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της κατώτερης και μεσαίας αστικής τάξης και κέρδισε την υποστήριξη των «ρεαλιστών» της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του Χένρι Κίσινγκερ, αλλά ενόχλησε τους νεοσυντηρητικούς. Μια ομάδα της ελίτ των νεοσυντηρητικών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία κατά του Τραμπ, με περίπου 300 αξιωματούχους που είχαν υποστηρίξει την κυβέρνηση Μπους να στηρίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα στις εκλογές του 2020. Μεταξύ αυτών ήταν και ο προαναφερόμενος Μπουτ, ο οποίος έχει γίνει ιθύνων νους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση Μπάιντεν.
Υπό τον Μπάιντεν, η «συναίνεση του CFR» επανάκαμψε, και οι νεοσυντηρητικοί και τα φιλελεύθερα γεράκια ευθυγραμμίστηκαν πλήρως ως προς τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Η κοινή τους επίγνωση της ανόδου της Κίνας έχει καλλιεργήσει μια ενότητα μεταξύ αυτών των δύο ομάδων πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες. Η ενότητα αυτή βασίζεται στη θεωρία των διεθνών σχέσεων που ορίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να παρεμβαίνουν ενεργά στην πολιτική άλλων χωρών, να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την προώθηση της «ελευθερίας και της δημοκρατίας», να πατάξουν τα κράτη που αμφισβητούν τη δυτική οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία, να απομακρύνουν ανεπιθύμητες κυβερνήσεις και να εξασφαλίσουν την παγκόσμια ηγεμονία με κάθε μέσο -με πρωταρχικούς στόχους τη Ρωσία και την Κίνα. Τον Μάιο του 2021, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν (ο οποίος προηγουμένως είχε διατελέσει αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών υπό τον Ομπάμα) δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν μια ασαφή «διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες», ένας όρος που αναφέρεται σε διεθνείς οργανισμούς και οργανισμούς ασφαλείας που κυριαρχούνται από τις ΗΠΑ και όχι σε ευρύτερους θεσμούς που βασίζονται στα Ηνωμένα Έθνη. Η στάση του Μπλίνκεν υποδηλώνει ότι, υπό τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, τα φιλελεύθερα γεράκια έχουν επισήμως εγκαταλείψει την επίφαση ότι ακολουθούν τα Ηνωμένα Έθνη ή άλλους διεθνείς πολυμερείς οργανισμούς, εκτός κι αν αυτοί υποκύπτουν στις προσταγές των ΗΠΑ.
Το 2019, ο διακεκριμένος νεοσυντηρητικός Ρόμπερτ Κάγκαν συνέγραψε ένα άρθρο με τον Άντονι Μπλίνκεν, στο οποίο προέτρεπε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την πολιτική «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ. Οι ίδιοι συνιστούσαν την «ανάσχεση» (δηλαδή την πολιορκία και την αποδυνάμωση) της Ρωσίας και της Κίνας και πρότειναν μια πολιτική «προληπτικής διπλωματίας και αποτροπής» έναντι των αντιπάλων της Αμερικής, δηλαδή στρατεύματα και τανκς όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.{11} Παρεμπιπτόντως, η σύζυγος του Κάγκαν, Βικτόρια Νούλαντ, διετέλεσε βοηθός υπουργός Εξωτερικών για ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις στην κυβέρνηση Ομπάμα. Η Νούλαντ διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην οργάνωση και υποστήριξη της πορτοκαλί επανάστασης/πραξικοπήματος του 2014 στην Ουκρανία και επαίρεται για τα δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες για την «προώθηση της δημοκρατίας» στη χώρα.{12} Σήμερα υπηρετεί ως υφυπουργός Εξωτερικών για πολιτικές υποθέσεις στην κυβέρνηση Μπάιντεν, τρίτη υψηλότερη θέση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά τον υπουργό Μπλίνκεν και την αναπληρώτρια υπουργό Γουέντι Σέρμαν. Πρόκειται επίσης για πνευματική κληρονόμο της μέντορός της, της ηγέτιδας των φιλελεύθερων γερακιών Μαντλίν Ολμπράιτ.
Ο «γερακίσιος» προσανατολισμός που υποστήριξαν οι Κάγκαν και Μπλίνκεν αναπτύχθηκε περαιτέρω από τη δεξαμενή σκέψης του ΝΑΤΟ, το Atlantic Council, το οποίο υποστήριξε την ιδέα του πυρηνικού μπρα ντε φερ. Τον Φεβρουάριο, ο Μάθιου Κρόνιγκ, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικής και Ασφάλειας Snowcroft του Atlantic Council, τάχθηκε υπέρ της συνεξέτασης της προληπτικής χρήσης «τακτικών» πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ.{13}
Από αυτή την κλίκα πολεμοκάπηλων, μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει τη βαθιά σύμπλευση των δύο ομάδων της ελίτ των εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίες είναι οι πραγματικοί κινητήριοι μοχλοί της ουκρανικής κρίσης. Η εξέλιξη αυτής της κρίσης αποκαλύπτει την ακόλουθη δέσμη τακτικών που υιοθέτησε η συγκεκριμένη πολεμοχαρής κλίκα:
- ενίσχυση της ηγεμονικής θέσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, χρησιμοποίηση της στρατιωτικής συμμαχίας (και όχι του ΟΗΕ) ως πρωταρχικού μηχανισμού εξωτερικής επέμβασης,
- πρόκληση του αποκαλούμενου αντιπάλου σε πόλεμο, μέσω της άρνησης αναγνώρισης των αξιώσεών του για κυριαρχία και ασφάλεια σε ευαίσθητες περιοχές,
- προγραμματισμός της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων και διεξαγωγής ενός «περιορισμένου πυρηνικού πολέμου» στο έδαφος του λεγόμενου αντιπάλου ή γύρω από αυτό- και
- επιβολή υβριδικού πολέμου με σκοπό την αποδυνάμωση και την υπονόμευση του αντιπάλου μέσω μονομερών καταναγκαστικών μέτρων και συνδυάζοντας οικονομικές κυρώσεις με οικονομικά, πληροφοριακά, προπαγανδιστικά και πολιτιστικά μέτρα μαζί με πορτοκαλί επανάσταση, κυβερνοπόλεμο, νομικό πόλεμο και άλλες τακτικές.
Εάν επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στην Ουκρανία, η ίδια στρατηγική θα επαναληφθεί αναμφίβολα και στον δυτικό Ειρηνικό.
Η στρατηγική ευθυγράμμιση δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές ελίτ δεν είναι διχασμένες σε άλλα ζητήματα που θεωρούν λιγότερο σημαντικά, όπως η κλιματική αλλαγή. Ακόμη και σε αυτό το θέμα, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούν από την Ευρώπη να σταματήσει να εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Ο Τζον Κέρι, απεσταλμένος του Μπάιντεν για το κλίμα, τηρεί σιγή ιχθύος για τις πιθανές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης, εν μέρει επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να αντικαταστήσουν τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη με το δικό τους.
Τα τελευταία χρόνια, προοδευτικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο έχουν ξεκινήσει διάφορες διεθνείς εκστρατείες για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους σχετικά με την επιθετική παγκόσμια στρατηγική που ακολουθούν οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας συχνά τον όρο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος». Ωστόσο, οι αφηγήσεις που προβάλλονται κατά καιρούς υποτιμούν τη διαστροφή ορισμένων πτυχών της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο παλιός «Ψυχρός Πόλεμος» με τη Σοβιετική Ένωση ακολουθούσε ορισμένους κανόνες και τελικές γραμμές: οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούσαν ποικίλα πολιτικά και οικονομικά μέσα για να ασκήσουν πίεση και να επιδιώξουν να ανατρέψουν το σοβιετικό κράτος, ενώ και οι δύο πλευρές αναγνώριζαν η μία το εύρος των συμφερόντων και των αναγκών ασφαλείας της άλλης. Οι Η.Π.Α. δεν προσπάθησαν, ωστόσο, να μεταβάλουν τα εθνικά σύνορα των πυρηνικών τους αντιπάλων. Αυτό δεν ισχύει σήμερα, όπως φαίνεται από την ανοιχτή δήλωση της Wall Street Journal ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποδείξουν την ικανότητά τους να κερδίσουν έναν πυρηνικό πόλεμο, μια στάση που ενισχύεται από τον ισχυρισμό της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής ότι η Ουκρανία και η Ταϊβάν πρέπει να διασφαλιστούν, καθώς και οι δύο αποτελούν στρατηγικές τοποθεσίες εντός της δυτικής στρατιωτικής περιμέτρου.{14} Ακόμα και ο ηγέτης του Ψυχρού Πολέμου Κίσινγκερ έχει εκφράσει την ανησυχία και την αντίθεσή του στην τρέχουσα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η σωστή στρατηγική είναι να προκληθεί διχασμός μεταξύ Κίνας και Ρωσίας και προειδοποιώντας ότι θα υπάρξουν επικίνδυνες συνέπειες εάν οι ΗΠΑ επιδιώξουν άμεσα πόλεμο εναντίον αυτών των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων κρατών ταυτόχρονα.
Η αμερικανική μπουρζουαζία προετοιμάζεται για πόλεμο κατά της Κίνας
Η Ουάσιγκτον επιχειρεί να αποσυνδέσει οικονομικά τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Κίνα μέσω εμπορικών και τεχνολογικών πολέμων, μια διαδικασία που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Τραμπ και συνεχίστηκε υπό την ηγεσία του Μπάιντεν. Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει απροσδόκητες συνέπειες. Από τη μία πλευρά, λόγω της διαμόρφωσης παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, οι βιομηχανίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές από την Κίνα, και ο Μπάιντεν αντιμετώπισε εγχώριες αντιδράσεις με εκκλήσεις για μείωση των δασμών του εμπορικού πολέμου προκειμένου να μειωθεί η τεράστια πίεση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, αν και δεν ήταν η Κίνα που ξεκίνησε την οικονομική αποσύνδεση, η πίεση των εμπορικών και τεχνολογικών πολέμων έχει ευνοήσει την ανάπτυξη της «εσωτερικής μεγάλης κυκλοφορίας» μέσα στη χώρα (μειώνοντας την εξάρτηση από τις εξαγωγές και στηριζόμενη περισσότερο στην εγχώρια κατανάλωση). Από την έναρξη της πανδημίας, υπήρξε μια επιφαινόμενη σταδιακή αύξηση των εμπορευματικών συναλλαγών μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια αλλαγή στη βασική λογική των σχέσεων των ΗΠΑ με την Κίνα: η αμερικανική μπουρζουαζία συσφίγγει την εσωτερική της συστράτευση εναντίον της Κίνας και υποστηρίζει την πολεμική στρατηγική της Ουάσιγκτον. Η κατάσταση αυτή απορρέει τόσο από οικονομικούς όσο και από ιδεολογικούς παράγοντες. Πρώτον, τα στοιχεία του ΑΕΠ των ΗΠΑ και άλλων χωρών της Δύσης αποκρύπτουν τη συμβολή της εργασίας στα εργοστάσια του Παγκόσμιου Νότου. Για παράδειγμα, οι εξαιρετικά κερδοφόρες πωλήσεις της Apple στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζονται στους αριθμούς του ΑΕΠ των ΗΠΑ, αλλά η πραγματική πηγή των υψηλών αποδόσεών τους είναι το πλεόνασμα που δημιουργείται από το εξαιρετικά αποδοτικό και χαμηλού κόστους προηγμένης παραγωγικότητας εργατικό δυναμικό στο Shenzhen, στο Chongqing και σε άλλες πόλεις της Κίνας, όπου βρίσκονται τα εργοστάσια της Foxconn.{15} Η Κίνα έχει διανύσει πολύ δρόμο από την εποχή των μεγάλων εργοστασίων με χαμηλά αμειβόμενους ανειδίκευτους εργάτες και έχει αναπτύξει μια εξαιρετικά εξελιγμένη βιομηχανική, υλικοτεχνική και κοινωνική υποδομή, η οποία, το 2019, αντιπροσώπευε το 28,7% της παγκόσμια βιομηχανικής παραγωγής.{16} Η μετακίνηση ολόκληρης της αλυσίδας εφοδιασμού από την Κίνα στην Ινδία ή το Μεξικό θα ήταν μια διαδικασία δεκαετιών και δεν μπορεί να γίνει μόνο με γνώμονα τους χαμηλότερους μισθούς.
Λίγοι τομείς της αμερικανικής οικονομίας είναι αυτοί που εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις πωλήσεις στην τοπική κινεζική αγορά, με τις αμερικανικές εταιρείες κατασκευής τσιπ να αποτελούν την εξαίρεση. Μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Boeing, η Caterpillar, η General Motors, η Starbucks, η Nike, η Ford και η Apple (σε ποσοστό 17%) αντλούν λιγότερο από το 25% των εσόδων τους από την Κίνα.{17} Τα συνολικά έσοδα των εταιρειών του δείκτη S&P 500 ανέρχονται σε 14 τρισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων όχι περισσότερο από το 5% σχετίζεται με πωλήσεις εντός της Κίνας.{18} Οι Αμερικανοί διευθύνοντες σύμβουλοι είναι απίθανο να αντιταχθούν στην κατεύθυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για την Κίνα, καθώς δεν παρουσιάζεται μια ευδιάκριτη δίοδος για την αύξηση της μακροπρόθεσμης πρόσβασής τους στην αναπτυσσόμενη εσωτερική αγορά της Κίνας. Η στάση αυτή φάνηκε κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης για τα κέρδη της Disney τον Μάιο του 2022, όταν ο διευθύνων σύμβουλος Μπομπ Τσάπεκ εξέφρασε την πεποίθησή του για την επιτυχία της εταιρείας ακόμη και χωρίς πρόσβαση στην αγορά της Κίνας.{19} Αυτή η προσέγγιση έναντι της Κίνας είναι εμφανής σε όλες τις βασικές αμερικανικές βιομηχανίες:
Τεχνολογία/Διαδίκτυο. Εννέα από τους δέκα πλουσιότερους Αμερικανούς ανήκουν στον κλάδο της τεχνολογίας/διαδικτύου, το zeitgeist της εποχής μας, με μερική εξαίρεση τον Elon Musk, τον διευθύνοντα σύμβουλο της κατασκευάστριας εταιρείας ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla, του οποίου το πρώτο χρυσωρυχείο προέκυψε επίσης από τον κλάδο του διαδικτύου. Σε σύγκριση με τους καταλόγους των πλουσιότερων Αμερικανών των προηγούμενων δεκαετιών, εκείνοι που προέρχονται από παραδοσιακούς τομείς όπως η βιομηχανία, οι τράπεζες και το πετρέλαιο έχουν ξεπεραστεί από μια ανερχόμενη τεχνολογική ελίτ, η οποία είναι διαποτισμένη από αντι-κινεζικές αντιλήψεις λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπισαν στη διείσδυση στην κινεζική αγορά. Αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Google, η Amazon και το Facebook δεν έχουν ουσιαστικά μερίδιο στην αγορά της Κίνας, ενώ εταιρείες όπως η Apple και η Microsoft αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες. Την περασμένη δεκαετία, η κινεζική εταιρεία τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών Huawei ξεπέρασε την Apple όσον αφορά το μερίδιο αγοράς εντός της Κίνας, με την Apple όμως να ανακτά την πρώτη θέση λόγω των αμερικανικών κυρώσεων, οι οποίες απαγόρευσαν την πώληση τσιπ ημιαγωγών -ένα βασικό συστατικό στα smartphones- στη Huawei. Η κινεζική κυβέρνηση φέρεται να υιοθετεί εγχώρια συστήματα Linux και Office Productivity για να αντικαταστήσει τα Microsoft Windows και το λογισμικό Office. Οι παραδοσιακές εταιρείες πληροφορικής, όπως η IBM, η Oracle και η EMC (που αναφέρονται συλλογικά ως IOE), έχουν από καιρό περιθωριοποιηθεί στην κινεζική αγορά από το κύμα απεξάρτησης από τις IOE («de-ΙΟΕ») που καθοδηγείται από την Alibaba, το οποίο επιδιώκει να αντικαταστήσει τους διακομιστές IBM, τις βάσεις δεδομένων Oracle και τις συσκευές αποθήκευσης EMC με εγχώριες και ανοιχτού κώδικα λύσεις. Οι αμερικανικοί τεχνολογικοί γίγαντες ορέγονται μια αλλαγή του πολιτικού συστήματος στην Κίνα που θα ανοίξει την πόρτα στην τεράστια αγορά της χώρας, και σημαντικοί παίκτες σε αυτόν τον τομέα εργάζονται ενεργά για την προώθηση της εχθρικής εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον. Ο Έρικ Σμιντ, πρώην διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικός πρόεδρος της Google, ηγήθηκε της δημιουργίας της Μονάδας Αμυντικής Καινοτομίας της αμερικανικής κυβέρνησης το 2016 και της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη το 2018. Η ένθερμη προώθηση της θεωρίας της «κινεζικής απειλής» από μέρους του αντικατοπτρίζει την επικρατούσα άποψη της αμερικανικής τεχνολογικής κοινότητας, η οποία διαμορφώνει και τον δημόσιο διάλογο. Το Twitter και το Facebook έχουν συνεταιριστεί με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Δύσης για να λογοκρίνουν όλο και περισσότερο τις επικρίσεις εναντίον της εξωτερικής τους πολιτικής και να επηρεάσουν τη συζήτηση γύρω από καίρια ζητήματα -όπως η πανδημία, το Χονγκ Κονγκ και το Σιντζιάνγκ- στο όνομα της καταπολέμησης των εκστρατειών παραπληροφόρησης που υποτίθεται ότι έχει εξαπολύσει η Κίνα και άλλοι επονομαζόμενοι αντίπαλοι.
Βιομηχανία. Η αμερικανική βιομηχανία παραμένει εξαρτημένη από την κινεζική παραγωγική ικανότητα. Η συστηματική επένδυση και η τεχνολογική καινοτομία στην αμερικανική βιομηχανία εγκαταλείφθηκαν ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου και, παρά τις εκκλήσεις του Ομπάμα και του Τραμπ για επιστροφή της παραγωγής πίσω στη Βόρεια Αμερική, ελάχιστα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, οι αμερικανικές βιομηχανικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του μεγα-εργοστασίου της Tesla στη Σαγκάη. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Έλον Μασκ έχει κερδίσει πολυάριθμες συμβάσεις προμηθειών της αμερικανικής κυβέρνησης και του στρατού μέσω της εταιρείας διαστημικής εξερεύνησης SpaceX, της οποίας το δορυφορικό σύστημα Starlink επικρίθηκε από την Κίνα για τις «κοντινές προσεγγίσεις» του στον κινεζικό διαστημικό σταθμό σε δύο περιπτώσεις το 2021. Ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να επιδιώξουν να στρατιωτικοποιήσουν το σύστημα Starlink. Η αξιοποίηση των υπηρεσιών του Starlink στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του πολέμου αποτελεί απόδειξη αυτής της δυναμικής. Η εξαγορά του Twitter από τον Μασκ θα ήταν απίθανο να αλλάξει τη σχέση της εταιρείας με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Δύσης και τον προσανατολισμό της απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία.
Χρηματοοικονομικά. Η βιομηχανία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών των ΗΠΑ προσδοκούσε επί μακρόν ότι οι κεφαλαιαγορές της Κίνας θα ανοίξουν περαιτέρω προς αυτήν, με απώτερη ελπίδα την αλλαγή καθεστώτος στην Κίνα που θα οδηγούσε τη χώρα σε μια απολύτως νεοφιλελεύθερη πορεία. Η αντι-κινεζική στάση του ισχυρού, ουγγρικής καταγωγής, Αμερικάνου μεγαλοχρηματιστή και «φιλανθρωπιστή» Τζορτζ Σόρος είναι γνωστή. Τον Ιανουάριο του 2022, ο Σόρος έγραψε στο Twitter ότι «ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας είναι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ανοιχτές κοινωνίες».{20} Τα σχόλια αυτά ήρθαν έπειτα από τη δήλωση του Τζέιμι Ντίμον, του διευθύνοντος συμβούλου της JPMorgan Chase, τον Νοέμβριο του 2021 ότι η πολυεθνική τράπεζα θα ζήσει περισσότερο από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (αν και αργότερα ζήτησε συγγνώμη για το σχόλιο αυτό και δήλωσε ότι αστειευόταν). Ο Ντίμον άφησε επίσης να εννοηθεί ότι η Κίνα θα υποστεί βαρύ στρατιωτικό πλήγμα εάν επιχειρήσει να επανενώσει την Ταϊβάν, απειλή για την οποία δεν ζήτησε συγγνώμη.{21} Η εχθρική αυτή στάση αποτελεί την αντίδραση στο γεγονός ότι οι κινεζικές κεφαλαιαγορές δεν προχωρούν προς την κατεύθυνση που θα επιθυμούσε η Wall Street, όπως μαρτυρά η ενίσχυση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων από την κινεζική κυβέρνηση και η διαγραφή μιας σειράς κινεζικών μετοχών από το αμερικανικό χρηματιστήριο. Στην ετήσια συνέλευση των μετόχων του επενδυτικού ομίλου Berkshire Hathaway για το 2022, ο Τσάρλι Μάνγκερ, αντιπρόεδρος της εταιρείας, δήλωσε ότι η Κίνα εξακολουθεί να αποτελεί «άξια» επένδυσης. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, ο Μάνγκερ αποδέχθηκε την τοποθέτηση του συνομιλητή του, ο οποίος χαρακτήρισε την κινεζική κυβέρνηση ως «αυταρχικό καθεστώς» που διαπράττει «παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Για τον Μάνγκερ, η Κίνα αξίζει τον επιπλέον κίνδυνο απλώς και μόνο επειδή μπορεί κανείς να επενδύσει σε καλύτερες επιχειρήσεις σε χαμηλότερες τιμές.
Τομείς λιανικού εμπορίου και καταναλωτικών αγαθών. Οι αμερικανικοί κλάδοι λιανικού εμπορίου και καταναλωτικών αγαθών πιέζονται εδώ και καιρό από τους κινέζους ανταγωνιστές τους. Τον Μάρτιο του 2021, η Nike και άλλες εταιρείες μποϊκοτάρισαν το βαμβάκι από το Σιντζιάνγκ με το ψευδές επιχείρημα της καταναγκαστικής εργασίας. Λίγο αργότερα, η Nike κυκλοφόρησε μια διαφήμιση που επικρίθηκε για προώθηση ρατσιστικών στερεοτύπων έναντι των Κινέζων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω απώλεια του μεριδίου αγοράς της, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υποσκελίζεται από την κινεζική μάρκα Anta.
Επιπλέον, υπάρχει σημαντική αποσύνδεση μεταξύ των πολιτιστικών και ψυχαγωγικών βιομηχανιών των δύο χωρών, με τις ταινίες εγχώριας παραγωγής να αντιπροσωπεύουν το 85% του κινεζικού box office το 2021. Οι ταινίες υπερηρώων της Marvel, που κάποτε ήταν δημοφιλείς στους Κινέζους κινηματογραφόφιλους, δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στην κινεζική αγορά λόγω ιδεολογικών ανησυχιών, με μηδενικές εισπράξεις στην Κίνα το 2021. Η πρόσφατη παραγωγή της Marvel «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» περιλαμβάνει και πάλι αντι-κινεζικές σκηνές, συμπεριλαμβανομένης μιας αναφοράς στην ακροδεξιά, αντικυβερνητική εφημερίδα «The Epoch Times». Δεν έχει προβληθεί στην Κίνα. Αυτές οι περιπτώσεις αντικατοπτρίζουν τους συμβιβασμούς των αμερικανικών εταιρειών ως προς τα εμπορικά συμφέροντα -προσέγγισης της κινεζικής καταναλωτικής αγοράς- και την πολιτική ιδεολογία -αντίθεσης στο κινεζικό πολιτικό σύστημα.
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και η ροπή προς τον πόλεμο
Το αμερικανικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ στρατηγικών οικονομικών, τεχνολογικών, πολιτικών και στρατιωτικών τομέων προς όφελος των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Το 2021, οι έξι κορυφαίοι στρατιωτικοί εργολάβοι στον κόσμο – Lockheed Martin, Boeing, Raytheon Technologies, BAE Systems, Northrop Grumman και General Dynamics – είχαν συνδυασμένες πωλήσεις άνω των 128 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.{22} Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των Amazon, Microsoft, Google, Oracle, IBM και Palantir (που ιδρύθηκε από τον εξτρεμιστή Peter Thiel), έχουν δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τον αμερικανικό στρατό, υπογράφοντας χιλιάδες συμβάσεις αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων τις τελευταίες δεκαετίες.{23} Η τεχνολογική βιομηχανία διαδραματίζει τον στρατηγικό ρόλο της συλλογής δεδομένων στην τεράστια αυτοκρατορία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και βρίσκεται στο κέντρο της αμερικανικής ηγεμονίας της «ήπιας ισχύος» των μέσων ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εξασφαλίζοντας την ψηφιακή κυριαρχία στην πλειονότητα του Παγκόσμιου Νότου. Ως εκ τούτου, ο τομέας αυτός έχει αποκτήσει ανοσία σε ουσιαστικές ρυθμίσεις ή σε απειλές άρσης του μονοπωλιακού καθεστώτος.
Η επιδίωξη των ΗΠΑ για στρατιωτική υπεροχή οδηγεί σε έξαρση των δαπανών στους τομείς των όπλων, της τεχνολογίας των υπολογιστών (ιδίως των τσιπ πυριτίου), των προηγμένων επικοινωνιών (συμπεριλαμβανομένου του δορυφορικού κυβερνοπολέμου) και της βιοτεχνολογίας. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ζητήσει επίσημα 813 δισεκατομμύρια δολάρια για τον στρατό στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της για το 2023 (ο οποίος δεν συνυπολογίζει τις πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες που είναι κρυμμένες σε άλλα τμήματα του συνολικού προϋπολογισμού), και το Πεντάγωνο ισχυρίζεται ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον 7 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πιστώσεις για τα επόμενα δέκα χρόνια{24}.
Η ιδιωτικοποίηση του κράτους στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στην ανάπτυξη μιας «περιστρεφόμενης πόρτας» μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Το κράτος έχει μετατραπεί σε όχημα για υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων βουλευτών, γερουσιαστών, συμβούλων πολιτικής και ασφάλειας, μελών του υπουργικού συμβουλίου, συνταγματαρχών, στρατηγών και προέδρων και από τα δύο κόμματα, ώστε να γίνουν πολυεκατομμυριούχοι αξιοποιώντας την πολιτική τους ιδιότητα του «εκ των έσω» στη σχέση τους με ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων.{25} Εντός της κυβερνητικής γραφειοκρατίας, η φράση «εθνική ασφάλεια» ανοίγει ακόμη περισσότερο τη στρόφιγγα για την προσωπική και εταιρική απληστία και τη δραστική στρατιωτική επέκταση. Στο πλαίσιο αυτής της διαδεδομένης μορφής νομιμοποιημένης διαφθοράς του Πρώτου Κόσμου, οι επιχειρήσεις συχνά προσφέρουν χρηματικές παροχές σε αξιωματούχους μετά την αποχώρησή τους από το δημόσιο αξίωμα. Αυτές οι νόμιμες δωροδοκίες είναι ουσιαστικά καθυστερούμενες πληρωμές για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Για παράδειγμα, μετά την αποχώρησή τους από το αξίωμα, οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί συχνά προσλαμβάνονται ως αμειβόμενοι υπάλληλοι, μέλη διοικητικών συμβουλίων ή σύμβουλοι στις ίδιες επιχειρήσεις για τις οποίες είχαν προηγουμένως συνηγορήσει, τους είχαν παράσχει ευνοϊκή ψήφο ή τους είχαν αναθέσει κρατικά συμβόλαια ως δημόσιοι λειτουργοί.{26} Ορισμένα εξέχοντα παραδείγματα αυτής της διάχυτης δυναμικής είναι τα εξής:
- Ο Μπιλ Κλίντον ισχυρίζεται ότι είχε χρέος 16 εκατομμυρίων δολαρίων όταν έφυγε από τον Λευκό Οίκο το 2001, αλλά, το 2021, η περιουσία του υπολογίζεται σε 80 εκατομμύρια δολάρια.{27}
- Με σοκαριστική ατιμωρησία, τουλάχιστον 85 από τα 154 άτομα από ομάδες ιδιωτικών συμφερόντων που συναντήθηκαν ή είχαν προγραμματισμένες τηλεφωνικές συνομιλίες με τη Χίλαρι Κλίντον, όταν αυτή ηγείτο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον πρόεδρο Ομπάμα, δώρισαν συνολικά 156 εκατομμύρια δολάρια στο Ίδρυμα Κλίντον.{28}
- Ο Τζέιμς «Mad Dog» Μάτις, τετράστερος στρατηγός εν αποστρατεία, πρώην υπουργός Άμυνας υπό τον Τραμπ και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου του CNAS, είχε περιουσία 7 εκατομμυρίων δολαρίων το 2018, πέντε χρόνια μετά την «απόσυρσή» του από τον στρατό. Αυτή η περιουσία αποκτήθηκε μέσω μεγάλων χρηματικών πληρωμών από έναν ευρύ κατάλογο στρατιωτικών εργολάβων και περιλάμβανε 600.000 έως 1,25 εκατομμύρια δολάρια σε μετοχές και δικαιώματα προαίρεσης στον μεγάλο προμηθευτή αμυντικών συστημάτων General Dynamics.{29}
- Ο Λόιντ Όστιν, υπουργός Άμυνας υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν, ήταν στο παρελθόν μέλος του διοικητικού συμβουλίου πολλών στρατιωτικο-βιομηχανικών εταιρειών, όπως η United Technologies και η Raytheon Technologies. Ο Όστιν απέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, ύψους 7 εκατομμυρίων δολαρίων, μετά τη «συνταξιοδότησή» του ως τετράστερος στρατηγός.{30}
Μεταξύ 2009 και 2011, πάνω από το 70% των ανώτατων στρατηγών των ΗΠΑ εργάστηκαν για στρατιωτικούς εργολάβους μετά την αποχώρησή τους από τη θέση τους. Οι στρατηγοί επωφελούνται επίσης διπλά, λαμβάνοντας ταυτόχρονα αποδοχές από το Πεντάγωνο και πληρωμές από ιδιωτικούς στρατιωτικούς εργολάβους.{31} Μόνο το 2016, σχεδόν 100 αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού πέρασαν από την «περιστρεφόμενη πόρτα» μεταξύ της κυβέρνησης και των ιδιωτικών στρατιωτικών εργολάβων, συμπεριλαμβανομένων 25 στρατηγών, 9 ναυάρχων, 43 αντιστράτηγων και 23 αντιναυάρχων.{32}
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, πολλοί αξιωματούχοι της εποχής Ομπάμα μετακινήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες στις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, για να επιστρέψουν στον Λευκό Οίκο υπό τον Μπάιντεν. Σε μια εκπληκτική επίδειξη αυτής της «περιστρεφόμενης πόρτας», η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει διορίσει περισσότερους από 15 ανώτερους αξιωματούχους της εταιρείας συμβούλων WestExec Advisors, η οποία ιδρύθηκε το 2017 από μια ομάδα πρώην αξιωματούχων της κυβέρνησης Ομπάμα και ισχυρίζεται ότι παρέχει «απαράμιλλη ανάλυση γεωπολιτικού κινδύνου» στους πελάτες της (συμπεριλαμβανομένης της » διαχείρισης του κινδύνου που σχετίζεται με την Κίνα σε μια εποχή στρατηγικού ανταγωνισμού»). {33} Η εταιρεία διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εταιρειών της υψηλής τεχνολογίας και του αμερικανικού στρατού, με πελάτες μεταξύ άλλων την Boeing, την Palantir, την Google, το Facebook, την Uber, την AT&T, την εταιρεία μη επανδρωμένων αεροσκαφών παρακολούθησης Shield AI και την ισραηλινή εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης Windward. Στους διατελέσαντες στην WestExec που εργάζονται στην κυβέρνηση Μπάιντεν περιλαμβάνονται ο υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν, η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Άβριλ Χέινς, ο αναπληρωτής διευθυντής της CIA Ντέιβιντ Κοέν, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας για θέματα ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό Έλι Ράτνερ και η πρώην εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι{34}.

Η εξασθένιση της εγχώριας αντίστασης στον αμερικανικό μιλιταρισμό
Το 1973, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατήργησαν τη γενική στρατιωτική θητεία, ή αυτό που ήταν γνωστό ως «draft», και έκτοτε ο αμερικανικός στρατός αναφερόταν έξυπνα και παραπλανητικά στον εαυτό του ως ένας στρατός αποκλειστικά εθελοντών. Αυτό έγινε για να μειωθεί η εγχώρια αντίδραση στους πολέμους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, ιδίως από τα παιδιά των οικογενειών με κάποια περιουσία και της μεσαίας τάξης, τα οποία είχαν ταχθεί δυναμικά κατά της πολεμικής επέμβασης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Αν και το μέτρο δικαιολογήθηκε στο όνομα της επιλογής περισσότερο επαγγελματιών και αφοσιωμένων στρατιωτών, στην πραγματικότητα, η μπουρζουαζία επεδίωκε να εκμεταλλευτεί την οικονομική ευαλωτότητα των φτωχότερων οικογενειών της εργατικής τάξης, τις οποίες στρατολόγησε στο στράτευμα προσφέροντας τεχνική εκπαίδευση και εξασφαλισμένες απολαβές. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα του πολέμου επέτρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσουν την ικανότητά τους να σκοτώνουν αμάχους και εχθρικούς μαχητές στις χώρες που εισέβαλαν, μειώνοντας ταυτόχρονα το ποσοστό θανάτου των Αμερικανών στρατιωτών. Για παράδειγμα, στον πόλεμο ύψους 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατά του Αφγανιστάν μεταξύ 2001 και 2021, μόνο 2.442 -το 1% των 241.000 ανθρώπων που σκοτώθηκαν (συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 71.000 αμάχων) ήταν αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό.{36} Η μείωση του αριθμού των θανάτων Αμερικανών αποδυνάμωσε την εγχώρια συναισθηματική εμπλοκή με τις πολεμικές εκστρατείες των ΗΠΑ, η οποία αμβλύνθηκε περαιτέρω από την άνοδο των ιδιωτικών στρατιωτικών υπεργολάβων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, υπολογιζόταν ότι σχεδόν το ήμισυ των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν απασχολούνταν από ιδιωτικούς στρατιωτικούς υπεργολάβους.{37} Το 2016, ο μεγαλύτερος ιδιωτικός στρατιωτικός ανάδοχος στον κόσμο, η ACADEMI (που αρχικά ιδρύθηκε από τον Έρικ Πρινς ως Blackwater) αγοράστηκε από τη μεγαλύτερη εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων στον κόσμο, την Apollo, έναντι εκτιμώμενου ποσού 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.{38} Μακράν του να είναι ένας αμιγώς εθελοντικός στρατός, σήμερα, είναι όλο και πιο εύστοχο να περιγράφει κανείς τον αμερικανικό στρατό ως έναν αμιγώς μισθοφορικό στρατό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παίρνουν περαιτέρω ώθηση για την πολεμοκάπηλη συμπεριφορά τους από το γεγονός ότι, ενώ έχουν εισβάλει ή συμμετάσχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις σε περισσότερες από εκατό χώρες, ποτέ δεν έχουν δεχθεί εισβολή ή δεν έχουν βιώσει μεγάλης κλίμακας απώλειες αμάχων που να έχουν προκληθεί από ξένες κυβερνήσεις. Η ψυχολογία του αμερικανικού «εξαιρετισμού» έχει διαμορφωθεί από το γεγονός ότι η σημερινή γενιά των πολιτικών ελίτ μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε ως το λεγόμενο «τέλος της ιστορίας», όταν η χώρα τους φαινόταν να είναι αήττητη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν αντιμετωπίσει κάποια σοβαρή αμφισβήτηση είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό μέχρι την άνοδο της Κίνας. Ως αποτέλεσμα, αυτή η ελίτ είναι ιδιαίτερα ανιστορική στην κοσμοθεωρία της, κυριευμένη από αυταπάτες μεγαλείου και, κατά συνέπεια, αισθάνεται ότι δεν υπόκειται σε περιορισμούς -ένας εξαιρετικά επικίνδυνος συνδυασμός.
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, που αποτελείται από στρατηγούς, πολιτικούς, εταιρείες τεχνολογίας και ιδιωτικούς στρατιωτικούς υπεργολάβους, επιδιώκει μια μαζική εξάπλωση της στρατιωτικής ικανότητας των ΗΠΑ. Σήμερα, σχεδόν όλοι στην Ουάσιγκτον χρησιμοποιούν την Κίνα καθώς και τη Ρωσία ως αφορμή για αυτή την επέκταση. Εν τω μεταξύ, πολλοί από αυτούς έχουν διαπράξει ή υποστηρίξει εγκλήματα πολέμου στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Συρία, τη Λιβύη και αλλού.
Ελάχιστοι μεμονωμένοι καπιταλιστές με επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται να αντιταχθούν ανοιχτά στη χορωδία που δαιμονοποιεί την Κίνα, και όσοι το κάνουν υφίστανται πειθάρχηση ή εξοστρακίζονται. Σπάνια συναντά κανείς δημοσίως διαφορετικές απόψεις ή εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση στα άρθρα των New York Times ή της Wall Street Journal. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2020, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ δέχθηκε σφοδρή κριτική ότι είναι » μαλθακός» απέναντι στην Κίνα, όταν δήλωσε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ανταπόκριση στους πολίτες και αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ ως δικτάτορα. Ο Μπλούμπεργκ φαίνεται ότι συνεμορφώθη επιτυχώς- υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, προσχώρησε στην πολεμική υστερία και διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου Αμυντικής Καινοτομίας του Πενταγώνου τον Φεβρουάριο του 2022. Η παγκόσμια εταιρεία συμβούλων διαχείρισης McKinsey & Company, η οποία τάσσεται υπέρ της μεγαλύτερης οικονομικής σύμπλεξης με την Κίνα, αντιμετωπίζει αυξανόμενη κριτική για τις απόψεις της αυτές, και λοιδορήθηκε από τους New York Times ότι «βοηθάει να αναβαθμιστεί το κύρος αυταρχικών και διεφθαρμένων κυβερνήσεων ανά την υφήλιο».{39} Ως συνέπεια, η επιρροή της McKinsey στους επιχειρηματικούς κύκλους των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Μολονότι ένας μικρός αριθμός προσωπικοτήτων -όπως ο Ρέι Ντάλιο, δισεκατομμυριούχος επενδυτής και ιδρυτής της Bridgewater Associates- εξακολουθούν να εκφράζουν αισιοδοξία για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, ωστόσο αποτελούν εξαίρεση.
Ακόμη πιο σημαντικό, τα σημερινά ανώτερα κλιμάκια της αμερικανικής αστικής ελίτ έχουν διασπείρει τις επενδύσεις τους σε μια σειρά από βιομηχανίες, επιτρέποντάς τους να ξεπεράσουν τα στενά, βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα κάθε βιομηχανίας και να ευθυγραμμιστούν με τη «μεγάλη εικόνα» της αμερικανικής στρατηγικής. Σε αντίθεση με τους εκατομμυριούχους των προηγούμενων γενεών που επικεντρώνονταν σε έναν μόνο κλάδο, οι δισεκατομμυριούχοι του σήμερα έχουν αναπτύξει μια πιο κοινή συνείδηση και μπορούν να οραματιστούν τις μεγάλες μακροπρόθεσμες αποδόσεις από μια πλήρως απελευθερωμένη κινεζική αγορά που θα επακολουθούσε την ανατροπή του κινεζικού κράτους. Κατά συνέπεια, αυτοί οι δισεκατομμυριούχοι έχουν κίνητρο να υποστηρίξουν τον περιορισμό της Κίνας από τις ΗΠΑ, παρά τις βραχυπρόθεσμες απώλειες που μπορεί να υποστούν ως αποτέλεσμα. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, αυτή η μεγαλοαστική τάξη χρηματοδοτεί ένα μεγάλο εύρος δεξαμενών σκέψης και ομάδων διαμόρφωσης πολιτικών μέσω μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, καθορίζοντας τις συζητήσεις και τις προτάσεις για την πολιτική των ΗΠΑ.
Μεταξύ της ελίτ της ανώτερης μεσαίας τάξης, υπάρχει μια μικρή ομάδα ακροδεξιών φιλελεύθερων απομονωτιστών που αποτελείται κυρίως από διανοούμενους και εκπροσωπείται από το Ινστιτούτο Cato. Αυτό το πολιτικό δίκτυο τάσσεται κατά του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος των ΗΠΑ και των επεμβάσεων στο εξωτερικό και είναι αντίθετο με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία. Ωστόσο, είναι περιθωριοποιημένο στην αρένα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και δεν ασκεί μεγάλη επιρροή.
Όπως σημείωσε κάποτε ο Καρλ Μαρξ, οι καπιταλιστές ήταν ανέκαθεν μια «συμμορία εμπόλεμων αδελφών». Αυτή η συμμορία διατηρεί ένα σύγχρονο κράτος που διαθέτει ένα τεράστιο, μόνιμο σώμα ένοπλων ανδρών και γυναικών, υπαλλήλων των μυστικών υπηρεσιών και κατασκόπων. Το 2015, 4,3 εκατομμύρια άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εξουσιοδότηση ασφαλείας για πρόσβαση σε «εμπιστευτικό», «απόρρητο» ή «άκρως απόρρητο» κυβερνητικό υλικό.{40} Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα, αυτός ο κρατικός μηχανισμός είναι τελικά σε θέση να ασκήσει την κυριαρχία του και να καθοδηγήσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της αδυναμίας της κυβέρνησης Τραμπ να εφαρμόσει τη δική της εξωτερική πολιτική.
Η άνοδος της ακροδεξιάς και η επίπλαστη φύση των μηχανισμών «ελέγχων και εξισορροπήσεων» στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ
Η εχθρότητα της άρχουσας αστικής ελίτ και των μεσαίων τάξεων των ΗΠΑ προς την Κίνα έχει βαθιές, ρατσιστικές ρίζες. Η τετραετής θητεία του Τραμπ συνέπεσε με τον σχηματισμό ενός ενιαίου συνασπισμού λαϊκιστικών και λευκής υπεροχής δεξιών κινημάτων, γνωστού ως Alt-Right. Ο Στήβεν Μπάνον, ένας από τους εκφραστές αυτού του κινήματος, είναι πρώην πρόεδρος της λευκής ρατσιστικής ιστοσελίδας Breitbart News Network και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι είναι ένας από τους πιο ενεργούς υποστηρικτές της εκστρατείας κατά της Κίνας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η βάση υποστήριξης της Alt-Right προέρχεται από την κατώτερη μεσαία τάξη: κυρίως λευκοί άνθρωποι με ετήσιο εισόδημα νοικοκυριού περίπου 75.000 δολάρια. Ενώ ο Μπάνον και ακόμη και ο ίδιος ο Τραμπ αρέσκονται να καυχιούνται για την υποστήριξη που λαμβάνουν από «τη λευκή εργατική τάξη», η κύρια βάση υποστήριξής τους είναι στην πραγματικότητα η κατώτερη μεσαία τάξη -όχι η εργατική τάξη.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει επωφεληθεί εκλογικά από τη δημιουργία αυτού του νεοφασιστικού εκλογικού μπλοκ. Η Alt-Right τείνει να υμνεί τις μεγάλες καπιταλιστικές προσωπικότητες και επιθυμεί την ανοδική κινητικότητα για να ενταχθεί στην ελίτ. Εν τω μεταξύ, αυτό το μπλοκ εκφράζει μίσος τόσο προς τους ελιτιστές πολιτικούς και πολιτιστικούς ηγέτες επειδή τους εμποδίζουν την πρόσβαση τους στον πλουτισμό όσο και προς την εργατική τάξη. Το 1951, ο διακεκριμένος Αμερικανός κοινωνιολόγος C. Wright Mills έδωσε τον ακόλουθο χαρακτηρισμό της αμερικανικής μεσαίας τάξης:
Είναι οπισθοφυλακή. Βραχυπρόθεσμα, θα ακολουθήσουν τους πανικόβλητους τρόπους του κύρους- μακροπρόθεσμα, θα ακολουθήσουν τους τρόπους της εξουσίας, διότι, τελικά, το κύρος καθορίζεται από την εξουσία. Εν τω μεταξύ, στην πολιτική αγορά… οι νέες μεσαίες τάξεις είναι προς πώληση- όποιος φαίνεται αρκετά αξιοσέβαστος, αρκετά ισχυρός, μπορεί μάλλον να τις αποκτήσει. Μέχρι στιγμής, κανείς δεν έχει κάνει σοβαρή προσφορά.{41}
Η κυβέρνηση Τραμπ έστρεψε τη δυσαρέσκεια της κατώτερης μεσαίας τάξης για την επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης προς την Κίνα. Η οικονομία των ΗΠΑ δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης του 2008, όταν η χαλαρή νομισματική πολιτική επέτρεψε στους μεγάλους καπιταλιστές να αποκομίσουν τεράστια κέρδη, ενώ η εργατική τάξη και η κατώτερη μεσαία τάξη υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Η τελευταία ομάδα, θυμωμένη και απογοητευμένη από την κατάστασή της και με επιτακτική ανάγκη για κάποιον που θα την εκπροσωπήσει, κινητοποιήθηκε από τον Τραμπ και έγινε η βασική δεξαμενή ψήφων του, με τη βοήθεια της λευκής υπεροχής, του φυλετικού καπιταλισμού και ενός Νέου Ψυχρού Πολέμου με στόχο την ολοσχερή καταστολή της Κίνας ως αντιπάλου.
Σήμερα, η εχθρότητα απέναντι στην Κίνα έχει επεκταθεί ευρέως στον αμερικανικό πληθυσμό. Η εντύπωση ότι η Κίνα είναι ο υπέρτατος εχθρός του ελεύθερου κόσμου και η μεγαλύτερη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ενισχυθεί εμφατικά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τις διαδικτυακές πλατφόρμες, ενώ η ελευθερία του λόγου για όσους αντιτίθενται σε αυτή την επικίνδυνη τάση περιορίζεται όλο και περισσότερο. Οποιαδήποτε αναγνώριση των ρωσικών και κινεζικών οπτικών ή κριτική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προς αυτές τις χώρες συναντά έντονη δημόσια κριτική. Η κοινή γνώμη στις Ηνωμένες Πολιτείες μοιάζει όλο και περισσότερο με την περίοδο του Μακαρθισμού της δεκαετίας του 1950 και, από ορισμένες απόψεις, το κοινωνικό κλίμα παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες με εκείνο της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Οι εξωτερικοί παρατηρητές συχνά δεν κατανοούν την πραγματική φύση του συστήματος «ελέγχου και εξισορρόπησης» και του διαχωρισμού των εξουσιών στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με την ιστορία των ευρωπαϊκών συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που προέκυψαν από κοινωνικά επαναστατικά κινήματα, το Σύνταγμα των ΗΠΑ, το οποίο θεμελιώθηκε αρχικά από μια ομάδα κατόχων ιδιοκτησίας (συμπεριλαμβανομένων των δουλοκτητών), σχεδιάστηκε από την αρχή για να προστατεύσει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών ιδιωτικής ιδιοκτησίας από αυτό που φοβούνταν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε οχλοκρατικό πλειοψηφικό πολίτευμα. Μέχρι σήμερα, το Σύνταγμα επιτρέπει την εξάρθρωση των περισσότερων παραδοσιακών αστικών κοινωνικών και νομικών δικαιωμάτων.
Ρυθμίσεις όπως το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο αρχικά εφαρμόστηκε για να προστατεύσει τα συμφέροντα των δουλοκτητών του Νότου και άλλων μικρότερων αγροτικών πολιτειών, σχεδιάστηκαν για να εμποδίσουν την απευθείας ψηφοφορία του λαού για την εκλογή του προέδρου (ένα άτομο, μία ψήφος). Αυτό το αντιδημοκρατικό σύστημα, το οποίο διασφαλίζεται από μια δύσκολη και δυσχερή διαδικασία τροποποίησης του Συντάγματος, είχε ως αποτέλεσμα τόσο ο Μπους Τζούνιορ όσο και ο Τραμπ να κερδίσουν την προεδρία παρά το γεγονός ότι έλαβαν λιγότερες ψήφους από τους αντίστοιχους αντιπάλους τους. Παρά την επέκταση τελικά του δικαιώματος ψήφου στους μαύρους, τις γυναίκες και τους μη έχοντες περιουσία, η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέχρι το 2021, 19 πολιτείες είχαν θεσπίσει συνολικά 34 νόμους περιστολής της ψήφου που θα μπορούσαν να περιορίσουν τα δικαιώματα ψήφου έως και 55 εκατομμυρίων ψηφοφόρων στις εν λόγω πολιτείες.{42} Εν τω μεταξύ, το μη εκλεγμένο Ανώτατο Δικαστήριο έχει την εξουσία να ανατρέπει τη νομοθεσία για τα δικαιώματα ψήφου, να ακυρώνει συμπεριληπτικές πολιτικές και να επιτρέπει σε θρησκευτικές οργανώσεις να περιορίζουν πολιτικά δικαιώματα.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2010, γνωστή ως Citizens United, κατάργησε τα όρια των ιδιωτικών και εταιρικών συνεισφορών στις εκλογές, καθιστώντας τις έναν διαγωνισμό οικονομικής δύναμης.{43} Στις εκλογές του 2020, οι συνολικές δαπάνες για τις προεδρικές εκλογές, τις εκλογές του Κογκρέσου και τις εκλογές της Γερουσίας ανήλθαν σε 14 δισεκατομμύρια δολάρια.{44} Εκτός από τον οικονομικό ανταγωνισμό, υπάρχει και ψυχολογικός-τεχνολογικός ανταγωνισμός: τα τεχνολογικά εργαλεία πειθούς που βασίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα συμπεριφορικά οικονομικά και τα Big Data παίζουν τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση των εκλογικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα, τα εργαλεία αυτά είναι εξαιρετικά ακριβά, συμβάλλοντας στο να διασφαλιστεί ότι η πολιτική αποτελεί ένα παιχνίδι σχεδόν αποκλειστικά για τους πλούσιους. Το 2015, ο μέσος πλούτος των γερουσιαστών των ΗΠΑ ξεπέρασε τα 3 εκατομμύρια δολάρια.{45} Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για μια κυβέρνηση που «ελέγχεται και εξισορροπείται» από τον λαό.
Είμαστε καταδικασμένοι σε πόλεμο;
Το 2014, ο Σι Τζινπίνγκ, λίγο αφότου έγινε ο κορυφαίος ηγέτης της Κίνας, είπε στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ομπάμα ότι «ο ευρύς Ειρηνικός Ωκεανός είναι αρκετά μεγάλος για να αγκαλιάσει τόσο την Κίνα όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες».{46} Απορρίπτοντας αυτό το διπλωματικό κλαδί ελιάς, η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον καυχήθηκε σε μια ιδιωτική ομιλία της ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποκαλούν τον Ειρηνικό «Αμερικανική Θάλασσα» και απείλησε να «κυκλώσει την Κίνα με πυραυλική άμυνα».{47} Το 2020, το Κέντρο Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών (CEBR) του Ηνωμένου Βασιλείου προέβλεψε ότι η Κίνα θα ξεπερνούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες για να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μέχρι το 2028, ένα ορόσημο που στοιχειώνει την αμερικανική ελίτ. Η εξωτερική πολιτική και η κοινή γνώμη των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχουν επικεντρωθεί στις προετοιμασίες για τη διεξαγωγή ενός θερμού πολέμου για τον περιορισμό της Κίνας πριν αυτό συμβεί. Ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία μπορεί να θεωρηθεί ως προοίμιο αυτού του θερμού πολέμου. Η ιδεολογική κινητοποίηση για την προετοιμασία του πολέμου βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τροχοί του νεοφασισμού γυρίζουν και μια νέα εποχή του Μακαρθισμού έχει ανατείλει. Οι λεγόμενες δημοκρατικές πολιτικές είναι μόνο ένα κάλυμμα για την κυριαρχία της αστικής ελίτ- δεν θα χρησιμεύσουν ως μηχανισμός φρεναρίσματος της πολεμικής μηχανής.
Υπάρχουν 140 εκατομμύρια εργαζόμενοι και φτωχοί άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ 17 εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από πείνα – έξι εκατομμύρια περισσότερα από ό,τι πριν από την πανδημία.{48} Μολονότι ένα μέρος αυτής της τάξης εκφράζει ιδεολογική υποστήριξη για την πολεμοκάπηλη πολιτική των ΗΠΑ, η υποστήριξη αυτή έρχεται σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντά τους: ο στρατιωτικός προϋπολογισμός ύψους σχεδόν τρισεκατομμυρίων δολαρίων έρχεται σε βάρος της χρηματοδότησης για την εξασφάλιση της υγειονομικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης, των υποδομών και άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής. Ιστορικά, οι προοδευτικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως το μαύρο και το φεμινιστικό κίνημα, είχαν ισχυρό πνεύμα αντιπολεμικού αγώνα και ηγέτες όπως ο Δρ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ και ο Μάλκολμ Χ αγωνίστηκαν θαρραλέα για να δημιουργήσουν ένα κύμα εγχώριας αντίστασης στην επιθετικότητα των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία. Δυστυχώς, σήμερα, ορισμένοι (αλλά όχι όλοι) προοδευτικοί ηγέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν την αντι-κινεζική εκστρατεία της Ουάσινγκτον ή, ακόμη χειρότερα, έχουν γίνει ακόμη και υποστηρικτές της.
Υπάρχουν σημαντικές ηθικές φωνές στις Ηνωμένες Πολιτείες που μιλούν. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι λίγες προοδευτικές ομάδες που αντιτίθενται σε έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο έχουν συκοφαντηθεί επειδή δήθεν δικαιολογούν τη γενοκτονία στη Σιντζιάνγκ. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ εργάζεται αδίστακτα για να περιθωριοποιήσει τις φωνές από αυτό το τμήμα της κοινωνίας.
Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προωθούν επιθετικά την παγκόσμια στρατιωτική επέκταση μέσω του ΝΑΤΟ, η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη δεν καλωσορίζει την πολεμική τους δράση. Στις 2 Μαρτίου 2022, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ πραγματοποίησε την 11η έκτακτη ειδική σύνοδο και οι χώρες που αποτελούν συνολικά περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού ψήφισαν κατά ή απείχαν από την ψηφοφορία επί του σχεδίου ψηφίσματος με τίτλο «Επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας». Εν τω μεταξύ, οι χώρες που αντιπροσωπεύουν το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν ενέκριναν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.{49} Οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον να κλιμακώσει και να παρατείνει τον πόλεμο και να επιβάλει την απομάκρυνση της Μόσχας από το Πεκίνο θα οδηγήσουν σε μαζική οικονομική αποδιοργάνωση, η οποία θα επιφέρει σημαντικές απορριπτικές αντιδράσεις προς την αμερικανική κυριαρχία. Ακόμη και χώρες όπως η Ινδία και η Σαουδική Αραβία ανησυχούν βαθιά για τις υπερβολές των Ηνωμένων Πολιτειών με τη δέσμευση των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων και την ισχυροποίηση της ηγεμονίας του δολαρίου. Ομοίως, οι πρόεδροι του Μεξικού, της Βολιβίας, της Ονδούρας, του Ελ Σαλβαδόρ και της Γουατεμάλας δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο Κορυφής της Αμερικανικής Ηπείρου που φιλοξένησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Λος Άντζελες τον Ιούνιο του 2022, λόγω του αποκλεισμού της Κούβας, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας. Η αντίσταση στην κυριαρχία των ΗΠΑ αυξάνεται στη Λατινική Αμερική. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι διεθνείς πλατφόρμες όπως ο ΟΗΕ δεν είναι στην πραγματικότητα ικανές να συγκρατήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη διεξαγωγή πολέμων. Η Ουάσινγκτον αρνείται να δεσμευτεί από οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική της «βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση Μπάιντεν παρέχει μαζική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία για να προκαλέσει έναν παρατεταμένο πόλεμο ώστε να αποδυναμώσει τη Ρωσία στο μέγιστο δυνατό βαθμό και να επιφέρει αλλαγή καθεστώτος. Απομακρύνεται επίσης από το πνεύμα των τριών κοινών δηλώσεων Κίνας-ΗΠΑ και αποσταθεροποιεί το στενό της Ταϊβάν με διάφορους τρόπους. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μεγάλη στρατιωτική ισχύ, η σημερινή οικονομική τους ισχύς, μολονότι παραμένει τεράστια, βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση παρακμής και κρίσης.
Όπως δείχνει ο John Ross σε αυτή τη μελέτη, η οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ φθίνει και θα μπορούσε να τερματιστεί από τον κινεζικό οικονομικό κολοσσό. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, αντιμετωπίζουν πολλαπλές βαθιές οικονομικές και οικολογικές δυσκολίες. Ο πόλεμος που εξαπολύουν οι ΗΠΑ θα επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα. Ο πόλεμος ενδέχεται να καταδικάσει την Ευρώπη σε χαμηλότερη, ενδεχομένως αρνητική ανάπτυξη του ΑΕΠ, μαζί με πληθωρισμό και αυξημένες και κοινωνικά άχρηστες στρατιωτικές δαπάνες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ουσιαστικά εγκαταλείψει κάθε επίφαση σοβαρής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για να μην αναφέρουμε ότι η αδιάκοπη επιδίωξη του πολέμου έχει επιδεινώσει την κλιματική καταστροφή. Και, κατά ειρωνικό τρόπο, παρά την εγχώρια πολιτική συναίνεση για οικονομική απεμπλοκή, οι αμερικανικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αυξάνουν τις παραγγελίες προς την Κίνα – η ουσιαστική απεμπλοκή παραμένει όνειρο θερινής νυκτός.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται απλά να καταρρεύσουν οικονομικά- η επιδίωξη της Ουάσινγκτον για πόλεμο, κυρώσεις και οικονομική απεμπλοκή θα συνεχίσει να βλάπτει και τη δική της οικονομία και να θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. Η επακόλουθη παγκόσμια κοινωνική αστάθεια, με τη σειρά της, θα αποδυναμώσει περαιτέρω την οικονομία των ΗΠΑ και θα δημιουργήσει ακόμη περισσότερες προκλήσεις για την κυριαρχία τους, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης αντίθεσης στην ηγεμονία του δολαρίου.
Η σχετικά σταθερή κοινωνική διακυβέρνηση της Κίνας, η ισχυρή εθνική άμυνα, η διπλωματική στρατηγική της ειρήνης και η αντίσταση στην υποταγή στην αμερικανική ισχύ μπορούν, όπως το έθεσε ο Κινέζος Σύμβουλος του Κράτους Yang Jiechi, να επιτρέψουν στη χώρα να προχωρήσει «από θέση ισχύος» και τελικά να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν να πάνε σε πόλεμο με την Κίνα και να κερδίσουν.{50 Είναι προς το συμφέρον του Παγκόσμιου Νότου η Κίνα να παραμείνει ένα ισχυρό σοσιαλιστικό, κυρίαρχο κράτος και να συνεχίσει να προωθεί εναλλακτικές πολιτικές για την παγκόσμια διακυβέρνηση, όπως η έννοια της «οικοδόμησης μιας κοινότητας για ένα κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα» και η Παγκόσμια Αναπτυξιακή Πρωτοβουλία. Πρέπει να υπάρξει άμεση δέσμευση για την αναζωογόνηση βιώσιμων πολυμερών σχεδίων του Παγκόσμιου Νότου, όπως τα BRICS και το Κίνημα των Αδεσμεύτων, πρωτοβουλίες στις οποίες μεγάλο μέρος του κόσμου μοιράζεται κοινά συμφέροντα. Ο παγκόσμιος πληθυσμός, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου βρίσκεται στον Παγκόσμιο Νότο, πρέπει να αντισταθεί στον πόλεμο και να απαιτήσει την ειρήνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η πρώτη αυτοκρατορία που υπερεκτείνεται με αλαζονεία και ύβρη, και θα δουν και αυτές τελικά την εξουσία τους να φτάνει στο τέλος της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Αυτό το άρθρο γράφτηκε αρχικά για κινεζικό κοινό και προσαρμόστηκε και δημοσιεύθηκε στην Guancha, έναν κινεζικό ειδησεογραφικό ιστότοπο.
2.Meet the Press, “War Game: What Would a Battle for Taiwan Look Like?,” NBC News, May 15, 2022, https://www.nbcnews.com/meet-the-press/video/war-game-what-would-a-battle-for-taiwan-look-like-140042309777.
3.Center for a New American Security, “CNAS Supporters,” accessed August 9, 2022, https://www.cnas.org/support-cnas/cnas-supporters.
4.Roxana Tiron, “U.S. Sees Rising Risk in ‘Breathtaking’ China Nuclear Expansion,” Bloomberg, April 4, 2022, https://www.bloomberg.com/news/articles/2022-04-04/u-s-sees-rising-risk-in-breathtaking-china-nuclear-expansion.
5.North Atlantic Treaty Organization, “NATO 2022 Strategic Concept”, June 29, 2022, https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2022/6/pdf/290622-strategic-concept.pdf.
6.Niall Ferguson, Colossus: The Rise and Fall of the American Empire (New York: Penguin Books, 2005).
7.Joan E. Greve, “Biden’s Record Defense Budget Draws Progressive Ire Over Spending Priorities,” The Guardian, April 3, 2022, https://www.theguardian.com/us-news/2022/apr/03/biden-record-defense-budget-progressive-spending-priorities; Alicia Parlapiano, Deborah B. Solomon, Madeleine Ngo and Stacy Cowley, “Where $5 Trillion in Pandemic Stimulus Money Went,” The New York Times, March 11, 2022, https://www.nytimes.com/interactive/2022/03/11/us/how-covid-stimulus-money-was-spent.html.
8.Swiss Policy Research, “The American Empire and Its Media,” March 2022, https://swprs.org/the-american-empire-and-its-media/; Laurence H. Shoup, Wall Street’s Think Tank: The Council on Foreign Relations and the Empire of Neoliberal Geopolitics, 1976-2019 (New York: Monthly Review Press, 2019); Richard Harwood, “Ruling Class Journalists,” The Washington Post, October 30, 1993, https://www.washingtonpost.com/archive/opinions/1993/10/30/ruling-class-journalists/761e7bf8-025d-474e-81cb-92dcf271571e/.
9.Ivo H. Daalder and James M. Lindsay, “American Empire, Not ‘If’ but ‘What Kind’,” New York Times, May 10, 2003, https://www.nytimes.com/2003/05/10/arts/american-empire-not-if-but-what-kind.html.
10.John Bellamy Foster, Trump in the White House: Tragedy and Farce (New York: Monthly Review Press, 2017).
11.Antony J. Blinken and Robert Kagan, ‘America First’ Is Only Making the World Worse. Here’s a Better Approach,” Brookings Institution, January 4, 2019, https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2019/01/04/america-first-is-only-making-the-world-worse-heres-a-better-approach/.
12.Victoria Nuland, “Remarks at the U.S.-Ukraine Foundation Conference,” U.S. Department of State, December 13, 2013, https://2009-2017.state.gov/p/eur/rls/rm/2013/dec/218804.htm.
13.Matthew Kroenig, “Washington Must Prepare for War with Both Russia and China,” Foreign Policy, February 18, 2022, https://foreignpolicy.com/2022/02/18/us-russia-china-war-nato-quadrilateral-security-dialogue/.
14.Seth Cropsey, “The U.S. Should Show It Can Win a Nuclear War,” Wall Street Journal, April 27, 2022, https://www.wsj.com/articles/the-us-show-it-can-win-a-nuclear-war-russia-putin-ukraine-nato-sarmat-missile-testing-warning-11651067733; “A Conversation with Representative Michael McCaul,” Council on Foreign Relations, April 6, 2022, https://www.cfr.org/event/conversation-representative-michael-mccaul; Elliot Abrams, “The Ukraine War, China, and Taiwan,” Council on Foreign Relations, May 3, 2022, https://www.cfr.org/blog/ukraine-war-china-and-taiwan.
15.John Smith, “The GDP Illusion: Value Added versus Value Capture,” Monthly Review 64, no. 3 (July-August 2012), https://doi.org/10.14452/MR-064-03-2012-07; Tricontinental: Institute for Social Research, “iPhone Workers Today Are 25 Times More Exploited Than Textile Workers in 19th Century England: The Thirty-Ninth Newsletter (2019),” September 25, 2019, https://thetricontinental.org/newsletterissue/iphone-workers-today-are-25-times-more-exploited-than-textile-workers-in-19th-century-england-the-thirty-ninth-newsletter-2019/.
16.Felix Richter, “China Is the World’s Manufacturing Superpower,” Statista, May 4, 2021, https://www.statista.com/chart/20858/top-10-countries-by-share-of-global-manufacturing-output/.
17.“10 US Companies with Highest Revenue Exposure to China,” Yahoo! Finance, August 2, 2020, https://finance.yahoo.com/news/10-us-companies-highest-revenue-225350456.html.
18.Yardeni Research, Inc., S&P 500 Revenues & the Economy, June 13, 2022, https://www.yardeni.com/pub/stmktbriefrev.pdf; Office of the United States Trade Representative, “The People’s Republic of China: U.S.-China Trade Facts,” accessed August 9, 2022, https://ustr.gov/countries-regions/china-mongolia-taiwan/peoples-republic-china.
19.Phil Hall, “Can Marvel Films Profit without Playing in China? Here’s What Disney CEO Bob Chapek Says,” Benzinga, May 12, 2022, https://www.benzinga.com/general/entertainment/22/05/27166040/disneys-chapek-marvel-films-can-profit-without-playing-in-china.
20.George Soros (@georgesoros), “China’s Xi Jinping is the greatest threat that open societies face today,” Twitter, January 31, 2022, https://twitter.com/georgesoros/status/1488233860584427530?lang=en.
21.David Henry and Anshuman Daga, “Jamie Dimon jokes that JPMorgan will outlast China’s Communist Party,” Reuters, November 23 2021, https://www.reuters.com/business/jpmorgan-ceo-dimon-jokes-his-bank-will-outlast-chinas-communist-party-2021-11-23/
22.Bloomberg Government, “The Top 10 Defense Contractors,” June 10, 2021, https://about.bgov.com/top-defense-contractors/.
23.Big Tech Sells War, accessed August 9, 2022, https://bigtechsellswar.com/; April Glaser, “Thousands of Contracts Highlight Quiet Ties Between Big Tech and U.S. Military,” NBC News, July 8, 2020, https://www.nbcnews.com/tech/tech-news/thousands-contracts-highlight-quiet-ties-between-big-tech-u-s-n1233171; Joseph Nograles, “Buy PLTR Stock: Palantir Is a Defense Contractor Powerhouse,” Nasdaq, October 14, 2021, https://www.nasdaq.com/articles/buy-pltr-stock%3A-palantir-is-a-defense-contractor-powerhouse-2021-10-14; Frank Konkel, “NSA Awards Secret $10 Billion Contract to Amazon,” Nextgov, August 10, 2021, https://www.nextgov.com/it-modernization/2021/08/nsa-awards-secret-10-billion-contract-amazon/184390/.
24.Mike Stone, “Biden Wants $813 Billion for Defense as Ukraine Crisis Raises Alarm,” Reuters, March 28, 2022, https://www.reuters.com/world/us/biden-wants-813-billion-defense-ukraine-crisis-raises-alarm-2022-03-28/; Michael A. Cohen, “Bloated Defense Budget Passes Easily but Congress Fights over Safety Net Programs,” MSNBC, October 1, 2021, https://www.msnbc.com/opinion/bloated-defense-budget-passes-easily-congress-fights-over-safety-net-n1280568.
25.Open Secrets, accessed August 9, 2022, https://www.opensecrets.org/.
26.Ben Freeman, “The Hidden Costs of Star Creep: Generals Making More in Retirement Than in Service,” POGO: Project on Government Oversight, February 8, 2012, https://www.pogo.org/analysis/2012/02/hidden-costs-of-star-creep-generals-making-more-in-retirement-than-in-service.
27.Sam DiSalvo, “How Much Is Bill Clinton Worth?” Yahoo! News, February 12, 2021, https://ca.news.yahoo.com/much-bill-clinton-worth-234218086.html.
28.CNBC, “Many Who Met with Clinton as Secretary of State Donated to Foundation,” August 23, 2016, https://www.cnbc.com/2016/08/23/most-of-those-who-met-with-clinton-as-secretary-of-state-donated-to-foundation.html.
29.Jeremy Herb and Connor O’Brien, “Pentagon Pick Mattis Discloses Defense Industry Work,” Politico, January 8, 2017, https://www.politico.com/blogs/donald-trump-administration/2017/01/james-mattis-defense-disclosures-233331.
30.Dan Alexander, “Here’s How Much Secretary of Defense Lloyd Austin Is Worth,” Forbes, June 18, 2021, https://www.forbes.com/sites/danalexander/2021/06/18/heres-how-much-secretary-of-defense-lloyd-austin-is-worth/?sh=552340be63e4.
31.Luke Johnson, “Report: 70 Percent of Retired Generals Took Jobs with Defense Contractors or Consultants,” HuffPost, November 20, 2012, https://www.huffpost.com/entry/defense-contractors-generals_n_2160771.
32.Tom Vanden Brook, Ken Dilanian and Ray Locker, “How Some Retired Military Officers Became Well-Paid Consultants,” ABC News, November 18, 2009, https://abcnews.go.com/Politics/retired-military-officers-retire-paid-consultants/story?id=9115368; Mandy Smithberger, “Brass Parachutes: The Problem of the Pentagon Revolving Door,” POGO: Project on Government Oversight, November 5, 2018, https://www.pogo.org/report/2018/11/brass-parachutes.
33.Jonathan Guyer and Ryan Grim, “Meet the Consulting Firm That’s Staffing the Biden Administration,” The Intercept, July 6, 2021, https://theintercept.com/2021/07/06/westexec-biden-administration/; WestExec Advisors, accessed August 14, 2022, https://www.westexec.com/.
34.Jonathan Guyer and Ryan Grim, “Meet the Consulting Firm That’s Staffing the Biden Administration,” The Intercept, July 6, 2021, https://theintercept.com/2021/07/06/westexec-biden-administration/; Alex Thompson and Theodoric Meyer, “Janet Yellen Made Millions in Wall Street, Corporate Speeches,” Politico, January 1, 2021, https://www.politico.com/news/2021/01/01/yellen-made-millions-in-wall-street-speeches-453223; Eric Lipton and Kennet P. Vogel, “Biden Aides’ Ties to Consulting and Investment Firms Pose Ethics Test,” The New York Times, November 28, 2020, https://www.nytimes.com/2020/11/28/us/politics/biden-westexec.html.
35.Jonathan Guyer and Ryan Grim, “Meet the Consulting Firm That’s Staffing the Biden Administration,” The Intercept, July 6, 2021, https://theintercept.com/2021/07/06/westexec-biden-administration/.
36.Neta C. Crawford and Catherine Lutz, “Human and Budgetary Costs to Date of the U.S. War in Afghanistan,” Costs of War Project, April 15, 2021, https://watson.brown.edu/costsofwar/files/cow/imce/figures/2021/Human%20and%20Budgetary%20Costs%20of%20Afghan%20War%2C%202001-2021.pdf.
37.Bryan Stinchfield, “The Creeping Privatization of America’s Armed Forces,” Newsweek, May 28, 2017, https://www.newsweek.com/creeping-privatization-americas-forces-616347.
38.Ross Wilkers, “Apollo Group, Constellis Executives to Buy Out Security Services Contractor,” GovCon Wire, August 15, 2016, https://www.govconwire.com/2016/08/apollo-group-constellis-executives-to-buy-out-security-services-contractor/.
39.Walt Bogdanich and Michael Forsythe, “How McKinsey Has Helped Raise the Stature of Authoritarian Governments,” The New York Times, December 15, 2018, https://www.nytimes.com/2018/12/15/world/asia/mckinsey-china-russia.html.
40.Congressional Research Service, “Security Clearance Process: Answers to Frequently Asked Questions,” October 17, 2016, https://crsreports.congress.gov/product/pdf/R/R43216.
41.C. Wright Mills, White Collar: The American Classes (New York: Oxford University Press, 1951), 353.
42.Tony Eskridge and Shailly Gupta Barnes, “Quick Facts on Voting Rights,” Kairos Center, accessed August 9, 2022, https://kairoscenter.org/quick-facts-on-voting-rights/.
43.Ian Vandewalker, “Since Citizens United, a Decade of Super PACs,” The Brennan Center for Justice, January 14, 2020, https://www.brennancenter.org/our-work/analysis-opinion/citizens-united-decade-super-pacs.
44.Brian Schwartz, “Total 2020 Election Spending to Hit Nearly $14 Billion, More than Double 2016’s Sum,” CNBC, October 28, 2020, https://www.cnbc.com/2020/10/28/2020-election-spending-to-hit-nearly-14-billion-a-record.html.
45.Dan Kopf, “The Typical Us Congress Member Is 12 Times Richer than the Typical American Household,” Quartz, February 12, 2018, https://qz.com/1190595/the-typical-us-congress-member-is-12-times-richer-than-the-typical-american-household/.
46.Embassy of the People’s Republic of China in the United States, “Xi Jinping Holds Talks with President Barack Obama of the US,” November 12, 2014, http://us.china-embassy.gov.cn/eng/zmgx/zxxx/201411/t20141115_4909273.htm.
47.William Gallo, “Clinton Says US Would ‘Ring China With Missile Defense’,” Voice of America, October 14, 2016, https://www.voanews.com/a/clinton-says-us-would-ring-china-with-missile-defense/3550418.html.
48.Shailly Gupta Barnes, “Explaining the 140 Million: Breaking Down the Numbers Behind the Moral Budget,” Kairos Center, June 26, 2019, https://kairoscenter.org/explaining-the-140-million/; Save the Children, “Child Hunger in America,” 2021, https://www.savethechildren.org/us/charity-stories/child-hunger-in-america.
49.No Cold War, “Briefing: The World Does Not Want a Global NATO,” July 28, 2022, https://nocoldwar.org/news/briefing-the-world-does-not-want-a-global-nato.
50.“China Says U.S. Cannot Speak from ‘a Position of Strength’” BBC News, March 19, 2021, https://www.bbc.com/news/av/world-56456021.