Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουλίου και η «επόμενη μέρα» για το κίνημα και την Αριστερά

Αναδημοσιεύουμε την ανακοίνωση του Κόκκινου Νήματος θεωρώντας ότι συμβάλει θετικά στο δημόσιο διάλογο και τον προβληματισμό του κόσμου της αριστεράς τόσο για μια σώφρονα εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων όσο και για τα καθήκοντα της επόμενης μέρας, μακριά από τη ρηχότητα του «νέου διπολισμού», της «αλλαγής σκυτάλης» και του «όλοι είναι ίδιοι». Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας απαιτεί σοβαρότητα, ταξική εγρήγορση και ενωτικό πνεύμα. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να ικανοποιεί τις αυλές και τις εμμονές της απατημένης αριστεράς της παρατεταμένης εφηβείας και του κοπανιστού αέρα, αλλά δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα θετικό για τη διαμόρφωση μιας συμπαγούς ταξικής άμυνας ενάντια στη ρεβανσιστική κανιβαλική δεξιά που ηγείται της νέας καπιταλιστικής επίθεσης. Απέναντι στις ανοησίες, το Avantgarde θα προβάλει οποιαδήποτε άποψη του στρατοπέδου μας συνεχίζει να σκέφτεται με το κεφάλι και όχι με τα πόδια. Αυτό είναι βασική προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του ανταγωνιστικού κινήματος και την οικοδόμηση μιας επαναστατικής αριστεράς που δεν θα αρκείται στις ανέξοδες διακηρύξεις αλλά θα είναι αποφασιστικός παράγοντας του ταξικού αγώνα.

 

Ανακοίνωση του Κόκκινου Νήματος

Η νέα πολιτική «κανονικότητα» Η επόμενη μέρα των εκλογών της 7ης Ιουλίου βρήκε το σύνολο των δυνάμεων του συστήματος στην Ελλάδα και διεθνώς να πανηγυρίζουν για τη νέα πολιτική «κανονικότητα» που εγκαταστάθηκε με τα αποτελέσματά τους. Με βάση τις εντυπωσιακά συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών, ιδεολόγων και εκπροσώπων του συστήματος, αυτή η νέα «κανονικότητα» συνίσταται στα εξής βασικά:

  • Ότι εγκαθιδρύεται ξανά ένας «λειτουργικός» δικομματισμός, με ένα κεντροδεξιό πόλο (με ηγεμονική δύναμη τη ΝΔ) και έναν κεντροαριστερό (με ηγεμονική δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ), αρκετά ισχυρός ώστε να εγγυάται την πολιτική σταθερότητα και το «ήπιο κλίμα». Ο τρόπος παράδοσης και παραλαβής του πρωθυπουργικού γραφείου μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη εξυμνήθηκε σαν μια πράξη υψηλού συμβολισμού που εγκαινιάζει την περίοδο του νέου δικομματισμού ο οποίος θα διέπεται από ανώτερο επίπεδο «πολιτικού πολιτισμού», οι δε αβρότητες κατά την παράδοση/παραλαβή υπουργείων έπεισαν και τον πλέον δύσπιστο ότι η επιχείρηση «πολιτικός πολιτισμός» ήταν προϊόν συνειδητής απόφασης σε κορυφαίο κομματικό και πολιτειακό επίπεδο. Η αποτυχία της Χ.Α. να μπει στη Βουλή και η εξαφάνιση των μικρών κομμάτων διαμαρτυρίας που γεννήθηκαν μετά το 2012 χαιρετίστηκαν σαν ασφαλή τεκμήρια εγκαθίδρυσης του νέου σκηνικού.
  • Ότι οι εκλογές αλλά και γενικά ο άξονας των πολιτικών αντιπαραθέσεων δεν είναι πλέον το μνημόνιο/αντιμνημόνιο (που ήταν συνώνυμο του «διχασμού» και της αστάθειας) αλλά σχέδια για την «ανάπτυξη» βασισμένα στη θεμελιώδη παραδοχή ότι το εγκαθιδρυμένο μνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης είναι αδιαμφισβήτητο, και ότι τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας μπορούν να αυτοσχεδιάζουν μόνο και αυστηρά εντός του «δημοσιονομικού χώρου» που αφήνουν (όσο, για όσο και εάν αφήνουν) τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% μέχρι και το 2022 και 2,2% στη συνέχεια και μέχρι το 2060.
  • Ότι επανήλθε, παρά τις «εύλογες» κόντρες μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, ένα πλαίσιο συναίνεσης σε βασικές κατευθύνσεις πολιτικής, που βασίζεται στη μετατόπιση του πολιτικού και ιδεολογικού άξονα δεξιότερα: η Αριστερά «εξημερώθηκε» (ΣΥΡΙΖΑ) ή ηττήθηκε/περιθωριοποιήθηκε (ΚΚΕ, άκρα αριστερά), η συναίνεση στα «εθνικά θέματα» αποκαταστάθηκε σε πλαίσιο «ανήκομεν εις την Δύσιν», η συναίνεση στις μνημονιακές δεσμεύσεις είναι δεδομένη, ο σεβασμός στην Εκκλησία και τις βασικές ιδεολογικές σταθερές του συστήματος («εθνικά συμφέροντα», ασφάλεια κ.λπ.) επανήλθε.

Οι εκπρόσωποι και ιδεολόγοι του ελληνικού καπιταλισμού πανηγυρίζουν επειδή «ξόρκισαν» τα φαντάσματα της μεγάλης κρίσης του αστικού/μνημονιακού συστήματος η οποία κορυφώθηκε το 2011/2012. Οι πανηγυρισμοί αυτοί, ωστόσο, δεν είναι μόνο πηγαίοι, αλλά έχουν ταυτόχρονα χαρακτήρα διατεταγμένο και «ψυχαναγκαστικό».

Δεξιά μετατόπιση…

Η αλήθεια που υπάρχει σε όλα αυτά είναι τούτη: στο πλαίσιο της σχετικής σταθεροποίησής του μέσω της επιβολής των μνημονίων και της σε αυτό το πλαίσιο «αλληλεγγύης» των δανειστών, ο ελληνικός καπιταλισμός κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση του πολιτικού του συστήματος. Ο θεμελιώδης «μηχανισμός» γι’ αυτή του την επιτυχία ήταν πολιτικός κι όχι οικονομικός: η ήττα και ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Το γεγονός ότι ταυτόχρονα, και παρά την ταπείνωσή του από το σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε κατά κράτος τη λοιπή Αριστερά, ολοκλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο τις προϋποθέσεις για να ξεπεράσει το αστικό/μνημονιακό πολιτικό σύστημα την κρίση του. Αναπόφευκτα, η χρεοκοπία της Αριστεράς ως ηγεσίας του κινήματος αντίστασης στα μνημόνια οδήγησε σε υποχώρηση και παρακμή και το κίνημα αντίστασης. Όλα αυτά έπεισαν τους δανειστές ότι αξίζει να στηρίξουν τον ελληνικό καπιταλισμό, έστω και με τη μέθοδο του «σχοινιού που στηρίζει τον κρεμασμένο». Η «καθαρή έξοδος από τα μνημόνια» δεν ήταν παρά μια διεθνής «επένδυση» του ιμπεριαλισμού σε ένα «αιματηρό» για τις εργαζόμενες τάξεις καθεστώς διεθνούς διαχείρισης της ελληνικής χρεοκοπίας.

Φυσικά, υπ’ αυτούς τους όρους, το πολιτικό σύστημα σταθεροποιήθηκε με μετατόπιση του πολιτικού και ιδεολογικού άξονα δεξιότερα. Η ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος και η διεθνής οικονομική συγκυρία βοήθησαν ώστε να συμβάλουν στο έργο της πολιτικής σταθεροποίησης και βασικοί οικονομικοί δείκτες: έξοδος από την ύφεση έστω και με ισχνούς έως μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης, μείωση της ανεργίας έστω και με μαζική φυγή πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και θεαματική αύξηση των ποσοστών της «ευέλικτης» εργασίας, ρευστά διαθέσιμα που καλύπτουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους επί μία περίπου τετραετία, μείωση της απόδοσης των ελληνικών επιτοκίων κ.λπ.

Το αποτέλεσμα των εκλογών αποτυπώνει όλα αυτά σε εκλογικά ποσοστά:

Η ΝΔ, που το 2012 βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο της «πασοκοποίησης», επανήλθε σε εκλογικά ποσοστά προ κρίσης. Ο δικομματισμός, δηλαδή το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) επανήλθε σε υψηλά ποσοστά (πάνω από 70%) και τα «κόμματα διαμαρτυρίας»-προϊόντα της περιόδου της αστάθειας (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) εξαφανίστηκαν πολιτικά.

  • Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιήθηκε σε υψηλό ποσοστό, διαψεύδοντας προβλέψεις, εκτιμήσεις ή και επιθυμίες, στα δεξιά και τ’ αριστερά, για μια ήττα «στρατηγική», που θα ήταν απαρχή της κατάρρευσης. Όμως αυτό έγινε επειδή «κατάφερε» να κερδίσει το στοίχημα της υποκατάστασης της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή να εγκλωβίσει τη μαζική αντιμνημονιακή διάθεση κόσμου της Αριστεράς και εργατικών/λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική φόρμα μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας, μετατοπισμένης αριστερότερα από το ΠΑΣΟΚ αλλά πολύ δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το καλοκαίρι του 2015.
  • Το ΚΙΝΑΛ, με πολιτική φυσιογνωμία δεξιόστροφης συναίνεσης και δεξιάς διαμαρτυρίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, σταθεροποιήθηκε, χάρη στην τεχνογνωσία εξουσίας και στον ισχυρό μηχανισμό πελατειακών σχέσεων και παραγόντων που διαθέτει (η περίφημη «κοινωνική γείωση» που ζήλεψε ο Τσίπρας). Απέτυχε όμως να ανακάμψει σημαντικά και να εγκαθιδρύσει σοβαρές προϋποθέσεις ώστε να μετατραπεί ξανά σε ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό πόλο σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Η ταξική πάλη αποφάσισε ότι η μαζική εκδοχή μιας τέτοιας σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να έχει πιο αριστερά χαρακτηριστικά από το ακραίο κέντρο του ΚΙΝΑΛ.
  • Η Χρυσή Αυγή βγήκε εκτός Βουλής και, σε συνδυασμό με τη δίκη της που βαίνει προς το τέλος σε συνθήκες όχι και τόσο ευνοϊκές γι’ αυτήν, κινδυνεύει από πολιτική περιθωριοποίηση. Οι βασικές και αλληλεξαρτώμενες αιτίες της πολιτικής της κατάρρευσης είναι, πρώτο, οι κινητοποιήσεις και η γενικότερη πολιτική πίεση που άσκησε το αντιφασιστικό κίνημα (μάχες σε γειτονιές και χώρους, πάγωμα κρατικής χρηματοδότησης από το 2013, στέρηση δημόσιου προεκλογικού χώρου από δήμους κ.λπ.), δεύτερο, οι αποκαλύψεις στη διάρκεια της δίκης της («το αίμα του Παύλου την εκδικήθηκε»), τρίτο, το γεγονός ότι η σχετική σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το πρότζεκτ της δεξιόστροφης σταθεροποίησης του πολιτικού του συστήματος, που δεν καθιστούν απαραίτητο ένα ναζιστικό μπαμπούλα στη Βουλή αλλά αντίθετα «εκθέτουν» το πολιτικό σύστημα. Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η σχέση της άρχουσας τάξης με το ναζισμό (μέχρι τώρα Χρυσή Αυγή) ήταν, είναι και θα παραμείνει (με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον) εργαλειακή. Ζούμε μια νέα «στιγμή ύφεσης» αυτής της σχέσης κι όχι το τέλος της όπως θέλουν οι υποκριτικοί και οπορτουνιστικοί πανηγυρισμοί του «συνταγματικού τόξου».
  • Η Αριστερά, σε όλες της τις αποχρώσεις, γνώρισε άλλο ένα επεισόδιο εκλογικής ήττας, ευθεία απόρροια της πολιτικής της ήττας. Όπως έχουμε ξαναγράψει σε ανακοινώσεις μας, (1) η ήττα συντελέστηκε στο διάστημα 2010-2015, όταν αυτή η Αριστερά απέτυχε στη βασική διακύβευση της περιόδου να εκπονήσει και να ηγηθεί σε ένα σχέδιο ανατροπής. Αποτυγχάνοντας σε αυτό, ηττήθηκε κατά κράτος από τον ΣΥΡΙΖΑ στη μάχη της πολιτικής εκπροσώπησης εργατικών/λαϊκών στρωμάτων που η πολιτική τους συνείδηση και τοποθέτηση καθορίστηκε από τον αντιμνημονιακό αγώνα. Αυτή η ήττα αποτυπώθηκε στην κάλπη σε πρώτο χρόνο τον Ιανουάριο και το Σεπτέμβριο του 2015 και σε δεύτερο χρόνο στις πρόσφατες ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές και εθνικές εκλογές. Η Αριστερά αποξενώθηκε από την αγωνιστική διάθεση των μαζών στη φάση της ανόδου και, συνεχίζοντας τα ίδια λάθη, μετά το 2015 έχασε ξανά τη μάχη να αποκαταστήσει τη σύνδεσή της και να εκφράσει κόσμο της Αριστεράς και λαϊκά στρώματα, να εκπονήσει δηλαδή ένα σχέδιο ανασύνταξης του κινήματος και της ίδιας μετά την ήττα του 2015 και την «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανεπάρκειά της σαν ηγεσίας στον αγώνα και στις δύο αυτές φάσεις ήταν τόσο μεγάλη, ώστε νικήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ για δεύτερη φορά -και για λόγους ανάλογους με την πρώτη- ακόμη και μετά την κωλοτούμπα του τελευταίου και τη μνημονιακή του θητεία. Όσον αφορά τους επιμέρους χώρους της, εξακολουθούν να ισχύουν όσα έχουμε πει στις προηγούμενες ανακοινώσεις μας. (1) και (2)

Όλα αυτά συνιστούν δεξιά μετατόπιση του πολιτικού άξονα. Ανάδειξη της Δεξιάς σε ηγεμονική δύναμη του πολιτικού σκηνικού με υψηλό ποσοστό. Η εκλογική δύναμη του ΚΙΝΑΛ πρέπει μάλλον (στο πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της) να προστεθεί στις ψήφους της δεξιάς παρά σε αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχει πλέον διαμορφώσει ένα εκλογικό ακροατήριο με την κουλτούρα και τα προτάγματα του ακραίου κέντρου. Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει κόσμο σε γενικές γραμμές με ταξικό ένστικτο και κουλτούρα Αριστεράς και αυταπάτες (=προσδοκίες) τέτοιου τύπου, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια εκδοχή εκφυλισμένου/σοσιαλδημοκρατικού τύπου ρεφορμισμού. Όσο για την άκρα δεξιά, στην εκδοχή της Ελληνικής Λύσης εκφράζει την τυπική περίπτωση του μανιασμένου μικροαστού που ελπίζει να επιβιώσει ποδοπατώντας κάθε μορφής αδύναμους και «αποκλίνοντες».

Πίσω από αυτή τη δεξιά πολιτική μετατόπιση, βρίσκεται και μια ανάλογη, «πρωτογενής» και μοριακή δεξιά ιδεολογική μετατόπιση, στην κατεύθυνση των ιδεών του ατομικισμού, του «νόμου και της τάξης» αλλά και του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αν και σε διάφορες εκδοχές και εντάσεις. Η ιδεολογική υπεροχή της Αριστεράς -και των ιδεών που της αντιστοιχούν- στη Μεταπολίτευση έχει σε σημαντικό βαθμό αντιστραφεί, μέσα από τα κύματα συντηρητικοποίησης αλλά και τις διαδοχικές ήττες της Αριστεράς (πρώτα η ήττα του Μάη, ύστερα η ήττα του εργατικού κινήματος στη Δύση και η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στο τέλος η ήττα της Αριστεράς των «κοινωνικών κινημάτων και πλατιών κομμάτων» όπως οικοδομήθηκε μετά το Σιάτλ μέσα από το κρας τεστ της κρίσης).

…ασταθής και με σημαντικούς «αστερίσκους»

Οι πανηγυρισμοί για την επιστροφή στην «κανονικότητα», το τέλος της αστάθειας και της «εποχής των τεράτων» (!!!) και τον «πολιτικό πολιτισμό» που επανήλθε, παρότι στηρίζονται σε υπαρκτά στοιχεία της πραγματικότητας, δεν είναι η ακριβής απόδοση της πραγματικότητας, είναι όμως η ακριβής απόδοση των επιθυμιών και ελπίδων της άρχουσας τάξης για το σε ποια κατεύθυνση θέλει να εξελιχτεί η πραγματικότητα. Διότι κάτω από αυτό το «χαλί» σπρώχνονται για να κρυφτούν, αστάθειες και εντάσεις που παραμένουν, αν και δεν έχουν ευθεία πολιτική έκφραση. Αυτό σημαίνει ότι, ανάλογα με τη συγκυρία και τις εξελίξεις, οι εντάσεις μπορούν κάλλιστα να εκφραστούν έξω από το πλαίσιο της υποτιθέμενης «κανονικότητας».

Από τη μια, η ακροδεξιά «ένταση», η υπαρκτή διάδοση και ενίσχυση των ακροδεξιών ιδεών, που εν μέρει μόνο αποδίδεται από τα ποσοστά της Ελληνικής Λύσης και της Χρυσής Αυγής. Η ΝΔ στεγάζει αξιόλογο ποσοστό ψηφοφόρων με τέτοια κουλτούρα και ανακλαστικά, ενώ γενικότερα ο «λαός της δεξιάς», ιδιαίτερα στη δεδομένη συγκυρία, εμφορείται από πολιτική κουλτούρα και ένα κράμα αξιών οι οποίες παραπέμπουν και διευκολύνουν άμεσα τη ρεβανσιστική πολιτική του κεφαλαίου. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση στους κόλπους του «λαού της δεξιάς» διευρύνεται μια «πρωτοπορία» με ρεβανσιστικά και ακροδεξιά ανακλαστικά. Βεβαίως, για να νικήσει τον ΣΥΡΙΖΑ η ΝΔ έπρεπε -και κατάφερε- να νικήσει εκλογικά την ακροδεξιά, μειώνοντας τα ποσοστά της Ελληνικής Λύσης και της Χρυσής Αυγής. Η ίδια η Νέα Δημοκρατία, ωστόσο, διατρέχεται έντονα από τις ρεβανσιστικές τάσεις της άρχουσας τάξης – που κανένας Τσίπρας, Κατρούγκαλος κ.λπ. δεν μπορούν να κρύψουν πίσω από το φτιασίδωμα του «πολιτικού πολιτισμού». Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: η πραγματική της πολιτική θα εκφράσει την «ένταση» του ρεβανσισμού της άρχουσας τάξης. Η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό και στο φτιασίδωμα του «πολιτικού πολιτισμού» και του υποτιθέμενου «κεντρώου» και «ήπιου» πολιτικού προφίλ θα μεγαλώνει διαρκώς, μέρα με τη μέρα.

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανεβάσει τα δικά του ποσοστά σε επίπεδα που του επέτρεψαν να αναδειχτεί «πανηγυρικά» σε δεύτερο ισχυρό πόλο του δικομματισμού, έπρεπε να νικήσει τόσο την Αριστερά όσο και το ΚΙΝΑΛ. Νικώντας την Αριστερά, ενσωμάτωσε εκλογικά μια «ένταση» που δεν μπορεί να εκφραστεί από το ξενέρωμα του «πολιτικού πολιτισμού» και της δημιουργίας της νέας «δημοκρατικής παράταξης» με τις μεθόδους του Γιωργάκη Παπανδρέου. Νικώντας το ΚΙΝΑΛ, ενσωμάτωσε μια -όχι σημαντική ποσοτικά αλλά ισχυρή στρατηγικά- «ένταση» ακραίου κέντρου. Τα δύο αυτά σηματοδοτούν μια αντίφαση και ένα πολιτικό δίλημμα που ζητεί διαχείριση: παραμονή στο «ήπιο κλίμα» και έμφαση στη συστημική προσαρμογή που απαιτεί η δημιουργία της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» υπό τις ευλογίες του συστήματος ή «δυναμική» αντιπολίτευση σύμφωνα με το ταξικό και πολιτικό ένστικτο του κόσμου της Αριστεράς και των εργατικών/λαϊκών στρωμάτων που ήταν ο μεγάλος όγκος των ψηφοφόρων του; Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει το πρώτο, αλλά οι περιστάσεις, μέρα με τη μέρα, θα απαιτούν όλο και περισσότερο το δεύτερο.

Το «κεντρώο» φτιασίδωμα του Μητσοτάκη: μια προληπτική απάτη

Σηκώνοντας τη σημαία της «ανάπτυξης», ο Μητσοτάκης προβάλλει το σύνθημα που συμπυκνώνει τους φόβους και τα άγχη, αλλά και τις ελπίδες και τη βουλιμία της ελληνικής άρχουσας τάξης. Τι φοβάται και τι θέλει η αστική τάξη βάζοντας τον Μητσοτάκη να σηκώσει τη σημαία της ανάπτυξης;

Πρώτον, φοβάται γιατί γνωρίζει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός εξακολουθεί να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένος. Με κρατικό χρέος πάνω από 180% του ΑΕΠ (όταν η χρεοκοπία τού χτύπησε την πόρτα το 2010 με χρέος λίγο υψηλότερο του 125% του ΑΕΠ), με διαρκή διεύρυνση του τμήματος του χρέους που θα χρηματοδοτείται από τις αγορές (το οποίο θα έχει σε κάθε περίπτωση ακριβότερο επιτόκιο) και με τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα να απορροφούν πολύτιμους πόρους καθηλώνοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης σε ισχνά έως μέτρια επίπεδα, η κατάσταση ουσιαστικής χρεοκοπίας παραμένει. Δεύτερον, οι τράπεζες είναι επίσης χρεοκοπημένες. Με «κόκκινα» δάνεια συνολικά γύρω στα 90 δισ. ευρώ και με μεγάλα ποσά αναβαλλόμενου φόρου, οι τράπεζες είναι σε σημαντικό βαθμό χρηματοπιστωτικά κουφάρια, και ταυτόχρονα βαμπίρ που ζουν δεσμεύοντας και λεηλατώντας οικονομικούς πόρους κι όχι χρηματοδοτώντας την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Την «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια» ήθελαν και επέβαλαν πρώτοι απ’ όλους οι δανειστές επειδή, για μια σειρά λόγους, δεν ήθελαν ούτε μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι κρατικοί διαχειριστές του ελληνικού χρέους. Επέβαλαν λοιπόν μια μακροχρόνια ρύθμιση με θεμέλιο λίθο τις συμφωνίες για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων (που γι’ αυτό δεν αλλάζουν) με την οποία κατά συνθήκη το ελληνικό κρατικό χρέος θεωρείται βιώσιμο και οι ελληνικές τράπεζες «υγιείς» – αν και με προβλήματα. Αυτές οι δύο παραδοχές είναι κατά συνθήκην ψεύδη, αφού κρύβουν δύο μείζονα δομικά/«υπαρξιακά» προβλήματα για τον ελληνικό καπιταλισμό. Αυτά τα προβλήματα κρύβονται κάτω από το «χαλί» των ρευστών διαθεσίμων ύψους περίπου 37 δισ. ευρώ, του περίφημου «μαξιλαριού» ρευστότητας, που εξασφαλίζει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι και το 2022 και υπό προϋποθέσεις για λίγα ακόμη χρόνια ύστερα από αυτό. Όμως αυτό το «μαξιλάρι» δεν θα σημαίνει πολλά πράγματα αν μια νέα διεθνής κρίση «κλείσει» ξανά τις αγορές, ιδιαίτερα για τις χώρες με τα μεγαλύτερα προβλήματα κρατικού και ιδιωτικού χρέους – και η Ελλάδα είναι το δακτυλοδεικτούμενο παράδειγμα παγκοσμίως…

Με αυτά τα θεμελιώδη δεδομένα, ο ελληνικός καπιταλισμός μοιάζει με τον μελλοθάνατο που περιμένει την «ώρα της κρίσεως», η οποία αργά ή γρήγορα θα έρθει. Εν προκειμένω, η «ώρα της κρίσεως» είναι η στιγμή που ο ανοδικός οικονομικός κύκλος διεθνώς θα «γυρίσει» σε μια σημαντική επιβράδυνση ή και ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η επιβράδυνση ή η ύφεση καθαυτές, αλλά η ισχυρή πιθανότητα να πυροδοτήσουν μια νέα διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που τοποθετείται στο βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα κι όχι «κάποτε» στο μακρινό μέλλον, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει κλείσει ραντεβού στα «γουναράδικα» της παγκόσμιας κερδοσκοπίας και τοκογλυφίας.

Τα ισχυρά ρίγη ρεβανσισμού που διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής άρχουσας τάξης εδράζονται πρώτα απ’ όλα σε αυτόν το δικαιολογημένο φόβο: πρέπει να κάνει τα πάντα «εδώ και τώρα» για να οχυρωθεί απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Και τι μπορεί να κάνει; Πρέπει να στηρίξει τις τράπεζές του και να λεηλατήσει πόρους απ’ όλες τις δυνατές πηγές για να χρηματοδοτήσει το κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει μια πιο ωμή διαχείριση, που παρά τις καλές του υπηρεσίες από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι και χθες, δεν ήταν κατάλληλος να υλοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι τα «λεφτά» δεν υπάρχουν στη στρατόσφαιρα: είναι ο πλούτος που παράγεται στην κοινωνική καπιταλιστική παραγωγή και μετριέται κάθε χρόνο με το ΑΕΠ. Εξοικονόμηση πόρων για τις τράπεζες και την «ανάπτυξη», δηλαδή για τις ανάγκες του κεφαλαίου, σημαίνει αντίστοιχη αφαίμαξη πόρων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Έτσι εξηγούνται οι «μεγάλες ιδέες» που έχουν ακουστεί (ανεξάρτητα αν θα εφαρμοστούν όλες):

  • Η χρησιμοποίηση μέρους του «μαξιλαριού» ρευστών διαθεσίμων για να στηριχτούν κεφαλαιακά οι τράπεζες, να απαλλαγούν δηλαδή από μεγάλο μέρος του σάπιου ενεργητικού των «κόκκινων» δανείων. Βεβαίως αυτή η κίνηση, πέραν του ότι απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών, θα κρεμάσει τον ελληνικό καπιταλισμό στα μανταλάκια των αγορών, αλλά ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται…
  • Η κατάργηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (το 200σάρι στους εξαθλιωμένους), η οποία μεταφράζεται σε πόρους 800 περίπου εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, για να χρηματοδοτηθούν οι φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο.
  • Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας, υποδομών και κοινών αγαθών (τομέας στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έπραξε τα άμεσα επιβαλλόμενα από τους δανειστές αλλά δεν έδειξε ζήλο για τις αναγκαίες «επιταχύνσεις»…). Είναι μια μορφή μεταφοράς δημόσιων πόρων στο κεφάλαιο μπιρ παρά, με εξασφαλισμένες υποδομές και κύκλο εργασιών… Η ΔΕΗ και το Ελληνικό θα είναι μόνο η αρχή. Η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης – μια επιχείρηση μεταφοράς ασφαλιστικών πόρων στους ιδιώτες. Η άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση τμημάτων του δημόσιου εκπαιδευτικού μηχανισμού – ένα ακόμη δώρο στους ιδιώτες επιχειρηματίες.
  • Η μείωση των φόρων για το κεφάλαιο (μείωση φορολογικών συντελεστών κερδών, μείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.).
  • Η πλήρης κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων.

Είναι επομένως φανερό γιατί η «ανάπτυξη» είναι κεντρική έννοια στο πρόγραμμα του Μητσοτάκη. Και είναι επίσης φανερό γιατί μια τέτοια πολιτική, που θα καθηλώσει την εσωτερική ζήτηση, στηρίζεται τόσο πολύ στην ελπίδα των ξένων επενδύσεων και στο «σάρωμα των εμποδίων στο δρόμο της ανάπτυξης».

Τέλος, είναι επίσης φανερό γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός -και σε αυτό τον τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε και τη Δεξιά- είναι έτοιμος για κάθε τυχοδιωκτισμό στα ζητήματα των ΑΟΖ και των σχέσεων με το δυτικό ιμπεριαλισμό: «ανοίγοντας το παιχνίδι», ελπίζει ότι αυξάνει τις πιθανότητές του να βρει συμμάχους και «κατανόηση» στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, να αποφύγει τα χειρότερα και τελικά να βγει κερδισμένος.

Το «μαστίγιο της αντίδρασης» και το κίνημα αντίστασης

Ένα τέτοιο σχέδιο δεν ταιριάζει καθόλου με το κεντρώο φτιασίδωμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα πρώτα της βήματα. Απαιτεί ωμές διαχειρίσεις, «αίμα και δάκρυα». Το κεντρώο φτιασίδωμα οφείλεται αφενός στους φόβους ότι αυτή η πολιτική μπορεί να συναντήσει μαζικές αντιστάσεις που θα ξαναβάλουν σε κίνηση το μηχανισμό της πολιτικής κρίσης. Συνιστά όμως επίσης μια επιχείρηση προληπτικής απάτης και παραπλάνησης. Ποντάροντας στη μετατόπιση του πολιτικού και ιδεολογικού άξονα δεξιότερα, η ηγεσία Μητσοτάκη θέλει να συνδυάσει με τρόπο που αρμόζει στη δεξιά την πιο ωμή εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού με μια τακτική πολιτική «ευελιξία», με στόχο να καθυστερήσει όσο το δυνατόν τα αποκαλυπτήρια της πολιτικής της και τις αντιδράσεις σε αυτήν. Ήδη τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί και θα υλοποιηθούν άμεσα μόνο κεντρώας κοπής δεν είναι – ή, είναι «κεντρώα» μόνο με την έννοια του ακραίου κέντρου α λα Μακρόν, που δεν δίστασε να επιβάλει στη Γαλλία ακόμη και στρατιωτικό νόμο.

Το «μαστίγιο της αντίδρασης» άρχισε ήδη να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Οι εργαζόμενες τάξεις και τα πιο φτωχά τμήματά τους θα βιώσουν σύντομα τις οδυνηρές συνέπειες. Οι κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες αντίστασης, η Αριστερά και ο κόσμος της, θα νιώσουν πολύ πιο έντονα στο πετσί τους τι σημαίνει «νόμος και τάξη», τι σημαίνει «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», τι σημαίνει ρατσισμός.

Στο ξεδίπλωμά της αυτή η πολιτική είναι αδύνατον να μη συναντήσει αντιστάσεις. Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξουν κοινωνικές αντιστάσεις, αλλά ποια θα είναι η σχέση αυτών των αντιστάσεων με την Αριστερά, τι είδους πολιτικοποίηση θα τις χαρακτηρίσει και επομένως σε ποια πολιτική προοπτική θα ενταχτούν. Η βασική συνέπεια της ήττας της Αριστεράς δεν θα είναι η εξαφάνιση των κινημάτων αντίστασης, αλλά ο συγχυσμένος και αντιφατικός χαρακτήρας τους και η αυξημένη σε σχέση με ό,τι έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα δυσπιστία τους απέναντι στην Αριστερά. Θα χρειαστούν πολλή οργανωτική δουλειά και προετοιμασία, πολλή πολιτική και τακτική δεξιοτεχνία και ιδεολογική τόλμη, πολλές «αποδείξεις» για να χτίσει ξανά η Αριστερά σχέσεις εκπροσώπησης και πολύ περισσότερο ηγεσίας με τα κινήματα αντίστασης. Από αυτή την άποψη έχει τεράστια σημασία η μη επανάληψη των παλιών λαθών που οδήγησαν στην ήττα της Αριστεράς και στην αποξένωσή της από τη μαζική πρωτοπορία των αντιστάσεων της περιόδου από το 2010 μέχρι το 2015.

Πώς θα σταματήσουμε τον Μητσοτάκη;

Η θεωρία είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί το εργαλείο της αφαίρεσης. Στην πραγματική ζωή όμως και στην πολιτική, το κατάλληλο εργαλείο είναι «η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Όπως δεν υπάρχει καπιταλισμός γενικά αλλά μόνο η κάθε φορά συγκεκριμένη ιστορική μορφή του, έτσι δεν υπάρχει ταξικός και πολιτικός αντίπαλος γενικά, έξω από τις συγκεκριμένες κάθε φορά μορφές τους. Στη συγκεκριμένη συγκυρία όπως διαμορφώνεται, από πολιτική άποψη ο βασικός ταξικός αντίπαλος είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι πολιτικές που σχεδιάζει να ασκήσει. Η κυβέρνηση της ΝΔ θα είναι στο εξής ο βασικός «μηχανισμός» που ασκεί πολιτικές για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Θα το κάνει από τη θέση και με το ζήλο του βασικού κόμματος του κεφαλαίου, που ως εντολοδόχος του ρεβανσισμού της άρχουσας τάξης, έρχεται για να εφαρμόσει ένα ρεβανσιστικό πρόγραμμα. Δίπλα σε αυτήν, πρέπει να έχουμε συνεχώς το νου μας για την ακροδεξιά «πρωτοπορία» και το ενδεχόμενο, αν οι περιστάσεις το ευνοήσουν ή το «απαιτήσουν», να εκφραστεί ξανά στο δρόμο, τραμπουκίζοντας ιδέες, κόσμο και συλλογικότητες της Αριστεράς και του κινήματος. Αυτοί είναι οι πολιτικοί στόχοι που πάνω τους πρέπει να χτυπάνε όλα τα «σφυριά». Όποιος συσκοτίζει την απόλυτη προτεραιότητα να εστιάσουμε σε αυτούς τους στόχους και να συγκεντρώσουμε δυνάμεις ενάντιά τους, απλούστατα υπονομεύει τη δυνατότητα να παλέψουμε αποτελεσματικά εναντίον τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικός αντίπαλος αλλά όχι ταξικός εχθρός. Ο ρεφορμισμός (εν προκειμένω εκφυλισμένος/σοσιαλδημοκρατικού τύπου ρεφορμισμός) είναι πολιτικός αντίπαλος για την ταξική/αντικαπιταλιστική Αριστερά, είναι «πράκτορας» των αστικών ιδεών και πρακτικών μέσα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, αλλά είναι ο αντίπαλος που πρέπει να νικήσουμε για να παλέψουμε αποτελεσματικά το «μεγάλο αφεντικό», τον Μητσοτάκη σαν πολιτικό εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε το 31,5% και τη θέση του ηγεμονικού φορέα της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» πατώντας πάνω στους φόβους και τις αυταπάτες κόσμου της Αριστεράς και των εργαζόμενων τάξεων, που χάρη σε ένα σωστό γενικά πολιτικό και ταξικό ένστικτο αντιλαμβάνονται ότι απειλούνται από τις πολιτικές μιας ρεβανσιστικής δεξιάς. Το γεγονός ότι ο κόσμος αυτός επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να βάλει κάποιο εκλογικό «φρένο» στον Μητσοτάκη, το γεγονός ότι στις 7 Ιουλίου με αυτή τη λογική ψήφισαν ακόμη και ψηφοφόροι του ΚΚΕ ή και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την 26η Μαΐου, δείχνει ότι αυτός ο κόσμος δεν έβλεπε άλλο αξιόπιστο τρόπο για να σταματήσουμε τον Μητσοτάκη. Αν η πολιτική της Αριστεράς δεν μπορεί να ξεχωρίσει το ιστορικό κόμμα του κεφαλαίου από το ρεφορμισμό (έστω και εκφυλισμένο/σοσιαλδημοκρατικού τύπου), αν δεν μπορεί να ξεχωρίσει το «λαό της δεξιάς» (και άκρας δεξιάς) από το «λαό της Αριστεράς», αν δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αστική τάξη και τους μικρομεσαίους συμμάχους της από τις πολιτικές αυταπάτες των εργαζόμενων τάξεων, τότε δεν μπορεί να ασκήσει καμία αποτελεσματική πολιτική. Θα συνεχίσει να αποξενώνεται από τον κόσμο και να χάνει τις μάχες της εκπροσώπησής του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πρέπει να στοχοποιηθεί για τις πολιτικές της και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γιατί ούτε θέλει ούτε μπορεί να σταματήσει τον Μητσοτάκη. Γιατί η κριτική της στις πολιτικές Μητσοτάκη είναι και λειψές και λαθεμένες και -κυρίως- γιατί ο τόπος και ο τρόπος για να σταματήσουμε αυτές τις πολιτικές δεν είναι οι δημαγωγίες στη Βουλή και ο επικοινωνιακός πόλεμος, αλλά το κίνημα αντίστασης, ο δρόμος. Γιατί, παίζοντας το κακόγουστο παιχνίδι του «ήπιου κλίματος» και του «πολιτικού πολιτισμού», και συμπαρατασσόμενη στο εργατικό κίνημα ενεργά με τις δυνάμεις της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, προδίδει ανοιχτά τις διαθέσεις μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων της για αντίσταση στον Μητσοτάκη. Ο γενικός προσανατολισμός πρέπει να είναι: Όχι στο «ήπιο κλίμα» – μαζική αντίσταση – να σταματήσουμε τον Μητσοτάκη στο δρόμο! Οι οργανωμένες μάχες στο δρόμο και τους κοινωνικούς χώρους σε συνδυασμό με τις πρακτικές πολιτικής ανυπακοής θα είναι σημαντικά εργαλεία σε αυτή την κατεύθυνση.

Αν όμως τον Μητσοτάκη μπορούμε να τον σταματήσουμε μόνο στο δρόμο, τότε πρέπει αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός να γίνει συγκεκριμένο σχέδιο αγώνα. Ήδη τα «μέτωπα» αναδεικνύονται από τις πρώτες εξαγγελίες της κυβέρνησης: πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (πανεπιστημιακό άσυλο, αλλαγές στον ποινικό κώδικα, φυλακές τύπου Γ, μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του υπουργείου Δικαιοσύνης στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη κ.λπ.), δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων (κλειστά κέντρα, μεταβίβαση της αρμοδιότητας των πολιτικών ασύλου από το καταργούμενο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη), μαζικές απολύσεις συμβασιούχων, ιδιωτικοποίηση επικουρικής ασφάλισης, ιδιωτικοποιήσεις (ΔΕΗ και όχι μόνο) κ.λπ. Πρέπει σε κάθε τέτοιο μέτωπο να συγκεντρωθεί το μέγιστο εύρος δυνάμεων, συνδικαλιστικά και πολιτικά, ώστε να δοθεί ο αγώνας με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Αφήνοντας κατά μέρος τα μεγάλα σχέδια για «πλατιά κόμματα» και «πλατιά πολιτικά μέτωπα», που χρεοκόπησαν σε όλες τους τις εκδοχές, να επικεντρωθούμε, συγκεντρώνοντας μάχιμες δυνάμεις, στις μάχες με το σύστημα και τις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Χρειαζόμαστε κοινά σχήματα αγώνα και κοινές συνδικαλιστικές παρατάξεις των ταξικών και αντικαπιταλιστικών δυνάμεων της Αριστεράς. Είναι εντυπωσιακό ότι παρά τις προσπάθειες για πολιτικά μέτωπα-υβρίδια κόμματος με μάξιμουμ ιδεολογικοπολιτικά πλαίσια, αυτό το στοιχειώδες βήμα δεν έχει ακόμη γίνει, ούτε καν μεταξύ όσων συγκρότησαν τέτοια μέτωπα!

Και βεβαίως πρέπει να γίνει χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές η συζήτηση για τον απολογισμό της περιόδου 2010-2015 και 2015-2019, με στόχο να εντοπιστούν ώστε να διορθωθούν λαθεμένες πολιτικές και μέθοδοι οικοδόμησης. Τώρα η απόλυτη προτεραιότητα είναι να οργανώσουμε τις μάχες για να σταματήσουμε τον Μητσοτάκη. Μια πρώτη συγκεντρωτική «συνόψιση» των διαθέσεων και του κλίματος αντίστασης στην κυβέρνηση της Δεξιάς θα εκφραστεί στη φετινή ΔΕΘ, στις 7 Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η μάχη είναι στενά συνδικαλιστική ή «κινηματική». Αν μας δίδαξαν κάτι οι αποτυχίες και οι ήττες τα προηγούμενα χρόνια, είναι ότι η προσπάθεια για μια «πολιτική μαζών» και για συγκέντρωση δυνάμεων είναι εντελώς αναποτελεσματική (σε αντίθεση με την περί του αντιθέτου αυταπάτη) όταν η Αριστερά κρύβει τις ιδέες της και την ταυτότητά της υποδυόμενη τον ιδεολογικά αποχρωματισμένο «φίλο του λαού». Όταν η δεξιά σηκώνει τις σημαίες του κοινωνικού δαρβινισμού και της ιστορικής ρεβάνς ενάντια στα δικαιώματα των εργαζόμενων τάξεων και τις ιδέες της Αριστεράς, όταν το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» επανέρχεται σε διάφορες εκδοχές, όταν η ακροδεξιά διεκδικεί και προβάλλει με θράσος τον οχετό των δικών της «ιδεών», όταν η Χρυσή Αυγή στην ακμή της ξεπέρασε τα ποσοστά της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς διακηρύσσοντας ανοιχτά τη ναζιστική της ταυτότητα, είναι τεράστια αυταπάτη να ταυτίζουμε τον ιδεολογικοπολιτικό χαμαιλεοντισμό με τάχα «μαζική πολιτική». Η Αριστερά δεν πρόκειται να γίνει αποτελεσματικός μαχητής της ταξικής πάλης αν εξακολουθήσει να έχει τις σημαίες της σε υποστολή! Η αντίσταση -δημόσια, θαρρετή και χωρίς υπαινιγμούς, περιστροφές και αυτολογοκρισίες- στο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια-ρατσισμός-εθνικισμός» είναι πολιτικό καθήκον με υπαρξιακή/ταυτοτική σημασία! Όχι μόνο δεν «στενεύει τα ακροατήρια» ή «υπονομεύει τη μαζική πολιτική», αλλά είναι η προϋπόθεση για μια μαζική πολιτική σύμφωνη με τη στρατηγική και τα ιστορικά καθήκοντα της Αριστεράς.

Στην πραγματικότητα, το «τεστ» της οργάνωσης αποτελεσματικής αντίστασης στον Μητσοτάκη και ό,τι αυτός εκπροσωπεί, θα πρέπει να προσανατολίσει και να δώσει «ρυθμό» και περιεχόμενο στην προσπάθεια να οικοδομηθεί μια νέα ταξική, διεθνιστική, επαναστατική αριστερά, μέσα από τις ταξικές μάχες της επόμενης περιόδου και στο νέο πολιτικό κύκλο ο οποίος ανοίγεται μπροστά μας.

Πηγή

3 responses to “Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουλίου και η «επόμενη μέρα» για το κίνημα και την Αριστερά

  1. Δε γνωριζω τον συντακτη ή τη συλλογικοτητα, που βεβαιως βγαζουν μια φωνη εντιμης συλλογιστικης και ενιαιομετωικου ρεαλισμου..

    Δυστυχως, πουθενα στο κειμενο δεν υπαρχει ΟΥΤΕ ΜΙΑ αναφορα ευρωπαικης μετωικης δρασης (ακομα και σαν δευτερευουσα αντζεντα), γεγονος που αποδεικνυει πως εν ετη 2019 η διεθνιστικη αριστερα, οσον αφορα την παλη της απεναντι στην ΕΕ, παραμενει μια εθνικη αριστερα συμβολικης αλληλεγγυης και ηθικης καταγγελιας.

    Για ενα λογο που δεν θα μπορεσω να κατανοησω μεχρι ολοκληρωσω τον εμβιο κυκλο μου -και παρα το γεγονος οτι μαρξιστες αντιλαμβανονται τις θεμελιωδεις συστημικες αντιφασεις που αλληλεπιδρουν στο προτσες του γιγνεσθαι- ειναι οτι συμβαινει ο πολιτικος προγραμματισμος και απολογισμος της ταξικης παλης να αποδιδεται σε ορους εθνικης αγορας, παραλληλα με την αποτιμηση του ιδεολογικου συσχετισμου σαν μετρο εγγυτητας ή απομακρυνσης απ την συνθηκη του επαναστατικα απελευθερωμενου εθνους..

    υ.γ: Αναμενω αναλυση Μαραγκου για τις εκλογες και οχι μονο, με τη σημειωση πως ενα βασικο συμπερασμα των νεοελληνικων εκλογων ειναι οτι χωρις Κυριακο δεν πας πουθενα τη σημερον τη μερα (Βελοπουλος Μητσοτακης κλπ;))

    Μου αρέσει!

  2. Toν Iανουάριο 2015 το άθροισμα των δεξιων- ακροδεξιων -κεντροδεξιων κομματων ΝΔ+ΧΑ+ΑΝΕΛ+Λαος+Λεβεντης+Τζημερος ήταν 2.949.310 ψηφοι.Τον Ιουλιο 2019 το άθροισμα των δεξιων- ακροδεξιων -κεντροδεξιων κομματων ΝΔ+ΧΑ+Βελοπουλος+Λεβεντης+Τζημερος ειναι 2.751.545 . Δηλαδή τα δεξια -ακροδεξιά-κεντροδεξιά κομματα ….ΕΧΑΣΑΝ 200000 ψηφοφορους. Οχι μονο δεν κερδισε ψηφοφορους η δεξιά αλλα αντιθετα εχασε. Τα εκλογικά αποτελέσματα ΔΕΝ δειχνουν δεξια μετατοπιση των ψηφοφορων. Τι δειχνουν ;; Μαλλον φοβο για «τα ακρα» και ανοχη στα μετρα που επιβληθηκαν τα 10 τελευταια χρονια. Φυσικά καθε εκτιμηση συνοδευεται απο καποιο βαθμο αυθαιρεσίας. Αλλά οι αριθμοί ΔΕΝ επαληθευουν καποια δεξια μετατοπιση των ψηφοφορων.
    Και κατι ακομα . Τον Ιανουαριο 2015 ψηφισαν 6330356 ενω τον Ιουλιο 2015 ψηφισαν 5769503. Δηλαδη αυξηθηκε η ΑΠΟΧΗ κατα 600000. Δεν νομιζω ότι αυτο το στοιχειο ειναι ασημαντο.
    Οι αριθμοι τα τελευεταια 15 χρονια δειχνουν διαρκη αυξηση της αποχής . Απο το 2004 μεχρι το 2019 οι ψηφοφοροι έχουν μειωθει κατα περιπου 2 εκατομμυρια. Η αποχη διαρκως αυξανεται . Το 2004 ψηφισαν 7.500000 και το 2019 ψηφισαν 5.700000 . Αν δεχτουμε ότι οι εκλογες ειναι ένα δειγμα της συνειδησης του προλεταριατου ΔΕΝ μπορουμε να αγνοησουμε την αποχη. Η διαρκης αυξηση της αποχης δειχνει μια διαρκως αυξανομενη απονομιμοποιηση του κοινοβουλευτισμου. Το προλεταριατο δεν εχει ακομα απορριψει στο συνολο του τον κοινοβουλευτισμό μεν , αλλά τον αμφισβητει διαρκως περισσοτερο…

    Μου αρέσει!

  3. Αυτο παθαινω οταν διαβαζω τον αγαπητο συντροφο Ναβη..

    Απο την μια θελω να καταργηθουν οι εκλογες για να μη διαβαζω αναλυσεις του ειδικα με χρηση αριθμων και απο την αλλη εχω μια διαθεση να αναζητω οβερσιζ επενδυτικα νουμερα:oo))))

    Ειδες πως αλλαξε το κλιμα Μαρια?
    Για βαλε Κροισους!!
    lollllll

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε